Σάββατο 3 Απριλίου 2010

"Γράψ' το"! Ο βερεσές "δεν" απέθανε!

Οι πιο παλιοί ενδεχομένως να θυμούνται την πινακίδα στα παλιά μπακάλικα «ο βερεσές απέθανε». 

Εν έτει 2010, «ο βερεσές ανέστη» και μάλιστα έχει πάρει διαστάσεις... επιδημίας στα περισσότερα συνοικιακά μικρομάγαζα.
Το περίφημο «μπακαλοτέφτερο», το τετράδιο λογαριασμών του μπακάλη, επιστρέφει έπειτα από δεκαετίες σε κρεοπωλεία, μανάβικα, μίνι μάρκετ, ψιλικατζίδικα, περίπτερα και συνοικιακές ταβέρνες, σηματοδοτώντας την επιστροφή σε ....
παρελθούσες εποχές οικονομικής δυσπραγίας.
Αρκετοί άνθρωποι δεκαετίες πριν έζησαν και μεγάλωσαν αντιμετωπίζοντας πολλές οικονομικές δυσκολίες, οι οποίες καταγράφηκαν στις κιτρινισμένες σελίδες πρόχειρων μικρών τετραδίων, που μέσα τους αθροίζονταν τα διαστήματα ανέχειας και τα βάθη φτώχειας κάθε οικογένειας.
Με το πέρασμα των χρόνων και ειδικότερα των δεκαετιών του ’60 και του ’70, τα τεφτέρια με τα βερεσέδια σταμάτησαν να κυκλοφορούν, όχι γιατί δεν υπήρχαν φτωχοί που αδυνατούσαν να πληρώσουν «ντούκου», αλλά γιατί οι συνθήκες ζωής και η νοοτροπία του εμπορίου άλλαξαν. Τα απρόσωπα και «ψυχρά» σούπερ μάρκετ και οι μεγάλες αλυσίδες που εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας σταμάτησαν το «γράψε-σβήσε», αντικαθιστώντας το με παντός είδους προσφορές και φθηνά προϊόντα ανώνυμης ετικέτας.
Παρ’ όλα αυτά η ύφεση στην πραγματική οικονομία, οι συνεχείς «φοροεπιδρομές» και οι περικοπές μισθών μείωσαν ακόμη περισσότερο την αγοραστική δύναμη του Ελληνα, με αποτέλεσμα η Ελλάδα των μικρομεσαίων να κατρακυλά εν έτει 2010 στη φτώχεια, όπως αυτή ορίζεται κοινωνιολογικά κάθε εποχή. Αλλωστε, τα επίσημα νούμερα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας είναι εξίσου απογοητευτικά.
Σύμφωνα με έρευνα της ΕΣΥΕ, πάνω από 2,18 εκατ. Ελληνες, δηλαδή 835.000 νοικοκυριά, ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, φέρνοντας την Ελλάδα στην τέταρτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση των 27.
Με απλά λόγια, το 20% του ελληνικού λαού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, το οποίο η προηγούμενη κυβέρνηση είχε υπολογίσει σε 475 ευρώ τον μήνα.
«Το θέμα είναι ότι πλέον, εκτός από τους χαμηλόμισθους και τους χαμηλοσυνταξιούχους, ζορίζονται και τα μεσαία στρώματα» λέει στην «Espresso της Κυριακής» η κυρία Μαρία, ιδιοκτήτρια ψιλικατζίδικου, και μας δείχνει ένα τετράδιο γεμάτο με πιστώσεις:
«Οι οφειλές ξεκινάνε από 5 ευρώ και φτάνουν για ορισμένους πελάτες μας τα 400 ευρώ. Φανταστείτε τι σημαίνει κάποιος να χρωστάει τόσα πολλά χρήματα σε ψιλικατζίδικο. Πολλοί περνάνε έξω από το μαγαζί και ντρέπονται να μου πουν καλημέρα γιατί χρωστάνε. Περπατάνε στο απέναντι πεζοδρόμιο».

Οι μικροέμποροι της γειτονιάς -έχοντας πιο στενή επαφή με τους καταναλωτές- είναι αυτοί που σφυγμομετρούν την πραγματική οικονομική κατάσταση της μεγάλης μάζας των Ελλήνων και μιλώντας στην «Espresso της Κυριακής» δηλώνουν πως, όταν ο πολίτης αρχίζει να μην μπορεί να πληρώσει το καθημερινό γάλα και ψωμί, τα μακαρόνια το λάδι, την οδοντόκρεμα και το χαρτί υγείας, τότε τα πράγματα δεν πάνε καλά. Το βαρόμετρο των ελληνικών αγορών -έστω και αν κάποιοι διαφωνούν- είναι τα μαγαζιά της γειτονιάς που έχουν τη δυνατότητα να αφουγκράζονται την καθημερινότητα του μέσου Ελληνα μισθωτού.

«Ακόμη και για ένα σουβλάκι, αρκετοί συνάνθρωποί μας δυσκολεύονται. Οσο και αν ακούγεται περίεργο, είναι μια πραγματικότητα. Υπάρχει μια μερίδα του κόσμου που δεν έχει τη δυνατότητα να πληρώνει κάθε φορά τοις μετρητοίς» λέει η κυρία Μαρία, ιδιοκτήτρια ταβέρνας στα Πατήσια, έχοντας δίπλα στην ταμειακή τα διάφορα τεφτέρια για να μην ξεχνάει τους πελάτες που χρωστάνε παραγγελίες από κατ’ οίκον διανομές φαγητού.

Η έκφραση «γράψ’ το» έχει γίνει το χιλιοειπωμένο κλισέ από τότε που οι τράπεζες έκλεισαν τις στρόφιγγες του δανεισμού και έκοψαν το «πλαστικό» χρήμα, τις πιστωτικές κάρτες και τα καταναλωτικά δάνεια. «Το χρήμα δεν κυκλοφορεί καθόλου στην αγορά και, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, όλα τα μικρομάγαζα θα βάλουν λουκέτο» λένε οι μαγαζάτορες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και για βασικά είδη διατροφής όπως το κρέας οι καταναλωτές πλέον δεν αγοράζουν με το κιλό αλλά με το κομμάτι! Ο κύριος Κώστας, ιδιοκτήτης συνοικιακού κρεοπωλείου εξηγεί στην «Espresso της Κυριακής»: «Τα δύο κιλά κρέας αντικαταστάθηκαν με δύο κομμάτια. Πλέον υπάρχει μόνον η έννοια της μερίδας και να φανταστείτε ότι οι τιμές του κρέατος δεν έχουν υποστεί ιδιαίτερες μεταβολές τα τελευταία χρόνια». Αλλος με 60 ευρώ, άλλος με 70 χρεώνουν το τεφτέρι του κρεοπώλη: «Ο κόσμος πληρώνει στο τέλος του μήνα, αν και εφόσον του περισσέψουν χρήματα, αφού δηλαδή ξεχρεώσει τράπεζες και πιστωτικές κάρτες στις οποίες οφείλει χρήματα. Με εμάς, ακριβώς επειδή είναι γειτονιά, υπάρχει μια σχετική ελαστικότητα».


Αδυνατούν να ξεχρεώσουν

Μιλώντας με ιδιοκτήτες καταστημάτων ειδών πρώτης ανάγκης, διαπιστώνουμε ότι αρκετοί έφτασαν στο σημείο να σταματήσουν τον βερεσέ, καθώς όλο και περισσότεροι καταναλωτές δυσκολεύονται να ξεχρεώσουν στην ώρα τους. Η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο απογοητευτική στις λεγόμενες λαϊκές συνοικίες. Πλέον κάθε γειτονιά έχει τον δικό της αριθμό ανέργων, συνταξιούχων, χαμηλόμισθων που είναι αναγκασμένοι να επιβιώνουν με τη διαδικασία της πίστωσης. Η κυρία Πόπη που διατηρεί εδώ και είκοσι πέντε χρόνια παντοπωλείο, μας εξηγεί ότι σταμάτησε να δίνει βερεσέ: «Είναι τόσο δύσκολα τα πράγματα που αν δίνουμε πιστώσεις, θα κλείσουμε. Αρκετοί πελάτες στο παρελθόν μάς χρέωναν και μετά εξαφανίζονταν».

Διαφορετική άποψη έχει η κυρία Κατερίνα, που παλεύε
ι μόνη της να διατηρήσει ένα μπακάλικο στην Κυψέλη. Πουλάει αλλαντικά, τυροκομικά, σαρδέλες, αλμυρά: «Τα τεφτέρια υπήρχαν πάντα και για μας τους φτωχούς ήταν πάντα δύσκολα, τώρα βέβαια το κακό έχει παραγίνει. Τα χρωστούμενα φτάνουν συνήθως τα 50 με 60 ευρώ για κάθε καταναλωτή. Λίγο τυρί από εδώ, λίγο σαλάμι από κει, λίγα-λίγα μαζεύονται 50 ευρώ».

Τραγική χαρακτηρίζει την οικονομική κατάσταση των τελευταίων δύο ετών και η κυρία Παναγιώτα, δείχνοντάς μας το τετράδιο με τα χρωστούμενα που έχει κρυμμένο κάτω από την ταμειακή μηχανή στο ψαράδικο που διατηρεί εδώ και είκοσι χρόνια: «Οταν ο άλλος δεν έχει λεφτά, τι να του πάρεις και πώς να δουλέψεις. Πλέον δεν πουλάνε ούτε τα λεγόμενα φτηνά ψάρια. Ακόμη και σε αυτά δίνουμε βερεσέ. Ειλικρινά, είναι τόσο δύσκολα που ούτε το ενοίκιό μας δεν βγάζουμε πια». 

Ενδεικτικό της οικονομικής ύφεσης είναι πως αρκετοί καταναλωτές έχουν αρχίσει να προβαίνουν σε επιδιορθώσεις παλαιών ενδυμάτων, υποδημάτων και τσαντών. Οι εποχές που πετάγαμε τα φθαρμένα έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. «Εδώ παρατάνε παπούτσια που φέρνουν για επισκευή και τα αφήνουν έναν μήνα, γιατί δεν έχουν να μου δώσουν ούτε 3 ευρώ» λέει ο κύριος Χρήστος Γραβάνης, παραδοσιακός τσαγκάρης και προσθέτει: «Να φανταστείτε ότι σε σχέση με άλλα χρόνια, έχω ρίξει τις τιμές κατά 30%, γιατί δεν έχει λεφτά ο κόσμος».
espresso

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου