Σάββατο 3 Απριλίου 2010

“Αγώνας για τον επιούσιο”


(Αφιερωμένο στο νεαρό Αφγανό και σε όλα τα αδικοχαμένα παιδιά και τις τραγικές μάνες)
 
(ΑΘΗΝΑ, λίγο μετά τη γερμανική κατοχή.)

«Αμέσως μετά την απελευθέρωση το σώμα της οικογένειας διερράγη από την κακιά μοίρα, αφού μόνο αυτή θα μπορούσε να καταλύσει την συνοχή της.
Γύρισαν από την επαρχία στο σπίτι τους στον Περισσό και επιδόθηκαν και πάλι στην αναζήτηση του επιούσιου.

Μέσα στις αναζητήσεις ήταν και η συλλογή ξύλων από το Τατόι, για θέρμανση και μαγείρεμα στην εστία του σπιτιού τους.
Πήγαν με τα πόδια η μάνα,ο γιος και η μικρότερη κόρη. 
Μαζι τους πήραν τσουβάλια για να βάζουν μέσα τα ξύλα και καρότσι για να τα μεταφέρουν.
Καθώς όμως μάζευαν τα ξύλα ο γιος πάτησε μια νάρκη από αυτές, που άφησε η ασυνειδησία και σκληρότητα των Γερμανών κατακτητών.
Το άτυχο κορμάκι των δεκαέξι χρονών τινάχτηκε και ...σωριάστηκε άψυχο στο έδαφος μπροστά στα ματιά της μάνας και της αδερφης.
Το ξάφνιασμα και ο τρόμος ανακατεύτηκαν με την οδύνη και την απόγνωση. Ηταν μόνες τους μέσα στην ερημιά και μακριά από το σπίτι τους.
Μια ζεστή πληγή στην ψυχή τους αιμορραγούσε, αλλά βοήθεια μόνο ο εαυτός τους μπορούσε να προσφέρει.
Αυτά είναι τα άγρια παιχνίδια της τύχης. 
Χρόνια πριν η Κωνσταντίνα στην προκυμαια της Σμύρνης κρατούσε από το φουστάνι την μάνα της και την παρακολουθούσε με τρόμο να θρηνεί για το χαμένο μάτι του γιου της και για τον άντρα της που βίαια απομακρυνόταν για πάντα από κοντά τους.
Και όμως εκείνη η μάνα έστεκε όρθια, γιατί δεν γινόταν να κάνει αλλιώς. Βρήκε δυνάμεις άγνωστες της για να τους βγάλει από το αδιέξοδο.
Έρχονται στιγμές που ο άνθρωπος βρίσκει τεράστιο σθένος, σε ασυνειδητοποιητές καταστάσεις, που δεν χωράει ο νους του. 
Το σώμα πειθαρχεί σε μια λογική απύθμενη και διάτρητη, απ’ όπου οι σκέψεις δεν μπορούν να σταθούν. 
λιστρούν και φεύγουν. 
Ο πανικός με την ψυχραιμία αλληλοσυνεργάζονται σαν να έχουν συγγένεια και υπαγορεύουν σπασμωδικές, ακραίες αλλά αναγκαίες ενέργειες.
Σηκώνει η μάνα στο Τατόϊ το άψυχο σώμα του παιδιού της και η κόρη βοηθά να το βάλουν στο τσουβάλι, που είχαν για τα ξύλα.
Μετά το τοποθετούν στο καρότσι και παίρνουν το δρόμο της επιστροφής. Σκηνή τραγική στα όρια του παραλογισμού. 
Δυο φιγούρες, μια γυναικεία και μια κοριτσίστικη, ανθρώπινες σκιές, λυγισμένες σαν καλάμια από τον πόνο, σπρώχνουν στους μακρινούς έρημους δρόμους ένα καρότσι, με φορτίο το λατρεμένο κορμί του μοναχογιού, μακαβρια συγκομιδή του Χάρου.»
Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς διάβασα αυτό το διήγημα. Το σίγουρο είναι ότι συγκλονίστηκα και το κράτησα.
Η εικόνα εκείνη της μάνας να θρηνεί και να σηκώνει τον γιο της με σημάδεψε..
Προσπάθησα να νιώσω τον πόνο της, τις σκέψεις της.Όμως δεν τα κατάφερα.

Πώς θα μπορούσα άλλωστε. Τέτοιος πόνος είναι ανείπωτος και η πληγή στην καρδιά της μάνας δεν έχει γιατρειά.

Πέρασε καιρός και η τρομακτική εικόνα είχε χαθεί πια από μπροστά μου.
Ως την περασμένη Κυριακη. Θεέ μου τι σύμπτωση. Σχεδόν το ίδιο σκηνικό. Ο θάνατος άλλη μια φορά ζήλεψε τα νιάτα και έστησε καρτέρι. 
Σε ένα παλικαράκι μόλις 15 Μαΐων.
Ένα παιδί ορφανό από πατρίδα. 
Μόνο με μια ελπίδα, πως ίσως στην Ελλάδα η μοίρα τους αλλάξει. 
Και άλλαξε.
Βασανισμένοι από μια άδικη κοινωνία που άλλους ανεβάζει και άλλους τους σπρώχνει πιο βαθιά στην άβυσσο.
Ξεριζωμένοι από γονείς και αδέλφια, ψάχνουν σαν τα σκυλιά λίγη τροφή στα απομεινάρια μιας φαινομενικά καλύτερης κοινωνίας.
Και αυτή η κοινωνία τους έδειξε με τον πιο αποκρουστικό τρόπο πως δεν ήταν καλύτερη.
Κανείς δεν τους προστατεψε. Και την ήρεμη νύχτα έσκισε η κραυγή μιας μάνας.
Αυτή η κατάρα του ισόβιου πόνου που παίρνει πάνω του κάθε θηλυκό όταν γίνει μητέρα.
Βλέπει το σπλάχνο της χίλια κομμάτια και ο νους της σαλεύει. Ποτέ ξανά δεν θα είναι η ίδια. Ποτέ.
Ένα μόνο δευτερόλεπτο χώριζε το παιδί της από τον θάνατο.
Ένα μόνο δευτερόλεπτο τον έβγαλε από την δυστυχία της φτώχειας και του ξεριζωμού.
Κάποιοι θα πουν πως εκεί που πάει είναι καλύτερα. Και κάποιοι άλλοι, πως ήταν απλά άτυχος.
Πέρασαν από το νου μου και άλλες εικόνες, σωρός από μάνες κλαμένες να κρατούν το σπλάχνο τους για τελευταία φορά κοντά στα στήθη που το έθρεψαν.
Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε 
μεγένθυνση Όνομα:  1.jpg Εμφανίσεις:  0 Μέγεθος:  34,8 KB 
Είδα μπροστά μου την μάνα του δολοφονημένου καπνεργάτη το Μάη του 1936, πεσμένη στο χώμα πάνω από το άψυχο κορμί του μονάκριβου γιου.
Πόσος πόνος θεέ μου!!

Σπάραξε την ψυχή του Ρίτσου σαν είδε την φωτογραφία και μέσα από τον θρήνο του έγραψε τον «ΕΠΙΤΑΦΙΟ»
:
(Απόσπασμα)
“Γιε μου ,σπλάχνο των σπλάχνων μου,καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
πως ‘κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις ,δε γροικάς τα που πίκρα σου λέω.
Να ‘χα τ’αθάνατο νερό
Ψυχή καινούρια να ‘χα
Να σου ‘δινα να ξύπναγες
Για μια στιγμή μοναχά”.
Είδα τις μάνες του πολέμου πεσμένες πάνω στους γιους τους, λες και το σώμα τους που κάποτε τους έδωσε ζωή, θα το έπραττε για δεύτερη φορά.
Πόσος πόνος Θεέ μου!!
Είδα τις μάνες αγκαλιά με τα άψυχα νιάτα, πεσμένα σε οδοστρώματα, θύματα του ανελέητου πολέμου της ασφάλτου και της επιπολαιότητας της νιότης.
Πόσος πόνος Θεέ μου!!
Είδα την μάνα του νεαρού Αφγανού να κοιτάζει το κενό, χαμένη στον κόσμο της.
Χαμένη στον πόνο που της προκάλεσαν ασυνείδητοι, τέρατα της φύσης που καταλαθος γεννήθηκαν άνθρωποι.
Χαμένη στην ελληνική κοινωνία που πίστεψε πως τους εξασφαλίζει καλύτερο μέλλον, έστω και αν αυτό ήταν μόνο μέσα σε κάδους απορριμμάτων.
Στερνή προσπάθεια για τον επιούσιο.
Γιατί τόσος πόνος Θεέ μου;;;;
 
Απόσπασμα από το ομώνυμο βιογραφικό διήγημα* της Βούλας Αραμπατζογλου – Τοζοπουλου:

Διηγείται την ιστορία μιας προσφυγικής οικογένειας από την Μικρά Ασία ,που ερχόμενη στην Ελλάδα και παλεύοντας για τον επιούσιο, ζει το δικό της δράμα.
Πηγή: Πατρίς

Της Παναγιώτας Γιαννοπούλου*
* Η Γιαννόπουλου Παναγιώτα είναι γιατρός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου