Μεσημέρι.
Στο ραδιόφωνο δύο μεσήλικες δημοσιογράφοι επιδίδονται σε ένα εμπαθές κήρυγμα (ανάμεσα σε χάσματα και σε χάχανα) «σατιρίζουν» το «μακεδονικό ιδεολόγημα» που έχει πέσει στα κεφάλια μας, των Θεσσαλονικέων.
Προκλητικά επιθετικοί και ακραία κοροϊδευτικοί… Κάποτε οι προοδευτικοί προσπαθούσαν να ενώσουν τον κόσμο και οι «διανοούμενοι» έβαζαν ως στόχο το πλησίασμα των λαϊκών στρωμάτων. Ήταν τότε που ο Θεοδωράκης έγραφε μετα-συμφωνικά έργα και οι ποιητές των Νόμπελ άνοιγαν λεωφόρους για μια μικτή γλώσσα πέρα από τις ατραπούς των ακραίων γλωσσαμυντόρων και των δημοτικιστών. Τώρα είναι η εποχή όπου εμπαθείς «προοδευτικάριοι» απλώς προκαλούν. Και όσο μεγαλύτερη η πρόκληση τόσο μεγαλύτερη η «επιτυχία», όσο μεγαλύτερες οι αντιδράσεις τόσο μεγαλύτερη και η αποθέωση! Τέτοια «πρόοδος»…
Nation building Αλλά ας βάλουμε μερικά πράγματα στη σειρά. Η εμφάνιση του «μακεδονικού ιδεολογήματος» δεν αφορά παρά ελάχιστα την Ελλάδα. Κι αυτό γιατί όσοι εντάχθηκαν στο νεοελληνικό κράτος διατήρησαν και αναπαρήγαγαν μια μορφή εξέλιξης της αρχαίας γλώσσας, αλλά και ένα μέρος του αρχαίου πολιτισμού: στη μουσική, στην ποιητική, στην καθημερινότητα. Πλήθος τα ξένα ταξιδιωτικά και μυθοπλαστικά βιβλία, από τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα, που απεικονίζουν την εικόνα της Ελλάδας και των κατοίκων της στη μεγάλη δυτική παράδοση. Μια εικόνα που ορίστηκε από την πρόσληψη της αρχαίας Ελλάδας μέσα από το ρομαντικό και φιλελληνικό κίνημα που έφτασε στην κορύφωση του τον 19ο αιώνα. Αλλά και μέσα από τον Αντρέ Ζιντ μέχρι τον Χένρυ Μίλλερ και τη μεγάλη δυτική παράδοση που συνεχίστηκε και στον 20ο αιώνα.
Το μακεδονικό, λοιπόν, για τους Έλληνες δεν ήταν θέμα πολιτιστικής ταυτότητας. Όσοι έζησαν στην Ελλάδα διαχρονικά μίλησαν κυρίως ελληνικά. Όσοι δημιούργησαν στην Ελλάδα από το 1821 και μετά έγραψαν ελληνικά ανιχνεύοντας τα χνάρια της αρχαίας κουλτούρας. Το πρώτο το έδειξε ο Φωριέλ το 1824 και το 1825. Το δεύτερο το έδειξε η ποιητική παράδοση του μοντερνισμού μέσα από τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο.
Συνεπώς το μακεδονικό για τους Έλληνες ήταν και είναι πρωτίστως θέμα διεθνούς σταθερότητας και ασφάλειας και όχι εθνικιστικής δράσης ή εθνικής δημιουργίας (nation building). Οι νεοέλληνες, καλώς ή κακώς, προσδιορίστηκαν είτε αυτόνομα είτε από τους ευρωπαίους που έφτασαν στον τόπο και άκουσαν τη γλώσσα ως Έλληνες. Και ως Έλληνες ενσωμάτωσαν στην ιστορία και στην καθημερινότητα τους και την ιστορία των Μακεδόνων. Όπως ενσωμάτωσαν και την ιστορία των Αθηναίων και των Σπαρτιατών.
Αντιθέτως, για τους Σλαβομακεδόνες το «μακεδονικό ιδεολόγημα» ήταν ίσως ένας ανορθόδοξος τρόπος για να ορίσουν την εθνική τους ταυτότητα μιας και δεν έχουν άλλα στοιχεία που να τους «δένουν» με τους Μακεδόνες εκτός κατά ένα μόνο μέρος του τόπου διαμονής. Μη έχοντας άλλα πολιτισμικά στοιχεία αναζητούν τον «μακεδονισμό» μέσα από ένα επιθετικό και ακραίο nation building που εστιάζει στον τόπο και επιζητά την αναθεώρηση των συνόρων και την μετάλλαξη των πληθυσμών.
Και ο εθνικισμός τους γίνεται εντελώς ακραίος και επιθετικός μιας και το περιορισμένο του τόπου συνδυάζεται με το περιορισμένο του πληθυσμού τους (περίπου 1.200.000 άνθρωποι), οι οποίοι επιζητούν με κάθε τρόπο να δημιουργήσουν έναν «ζωτικό χώρο» γεωγραφικής και ιστορικής ύπαρξης. Περιφέρουν, λοιπόν, χάρτες μιας «Μεγάλης Μακεδονίας» και «αναζητούν» πληθυσμούς που «εξελληνιστήκαν» ή και «εκβουλγαρίστηκαν» στα γειτονικά έθνη.
Πρακτικά οι ακραίοι εθνικιστές που κυριαρχούν στα Σκόπια μη έχοντας τόπο και κόσμο για να στεγάσουν το «μεγάλο όραμα» τους βαφτίζουν «δικά» τους τμήματα των γειτονικών χωρών και «Μακεδόνες» τους κατοίκους των περιοχών αυτών και προχωρούν σε έναν επιθετικό αλυτρωτισμό. Θέλουν στο όνομα της «δικής» τους Μακεδονίας (όπως τουλάχιστον την φαντάζονται) να «απελευθερώσουν» όλους όσους μιλάνε ελληνικά και βουλγαρικά στη Μακεδονία της Ελλάδας και στη Μακεδονία του Πιρίν!
Οι βαλκανικές περιπλοκές Είναι γνωστό πως τα διεθνή προβλήματα δεν άπτονται των ατομικών. Είναι προβλήματα συλλογικά και αναφέρονται σε κοινωνίες και έθνη.
Όπως έδειξε και ο Χένρυ Κίσιγκερ στο κορυφαίο βιβλίο του «Διπλωματία» (Λιβάνης, 1995), από τον καιρό του Ρισελιέ μέχρι σήμερα τα συλλογικά προβλήματα των εθνών και των κρατών δεν ταυτίζονται με τα ατομικά των ανθρώπων και για το λόγο αυτό έχουν μεγάλη διάρκεια. Συχνά όση έχουν και τα έθνη που ανταγωνίζονται. Τα έθνη και τα κράτη, όπως αποδείχτηκε, δεν ζουν ή δεν ξεχνούν «μέσα σε μια δεκαετία» όπως υπέθεσε κάποτε Έλληνας πρωθυπουργός. Αντιθέτως, ζουν, και μερικές φορές ανασκαλεύουν μνήμες, σε μεγάλο βάθος χρόνου.
Τα ζητήματα ύπαρξης, κυριαρχίας, εξουσίας, ελευθερίας, ασφάλειας, σταθερότητας, είναι διαφορετικά σε συλλογικό και σε ατομικό επίπεδο. Το μακεδονικό για τα Βαλκάνια ήταν και είναι ζήτημα σταθερότητας, κυριαρχίας, εξουσίας, ύπαρξης, ασφάλειας. Γι’ αυτό και απασχολεί μια σειρά χώρες από το 1870 (εποχή που ιδρύθηκε η βουλγαρική εξαρχία) μέχρι σήμερα. Και γι’ αυτό και οδήγησε σε πολέμους που κόστισαν αίμα Βούλγαρους και Έλληνες. Και γι’ αυτό και επανεμφανίστηκε τα τελευταία 60 χρόνια με τους Σλαβομακεδόνες.
Σήμερα το ζήτημα δεν είναι το πόσο επικίνδυνο μπορεί να γίνει ένα τόσο μικρό κράτος και ένας τόσο περιορισμένος πληθυσμός που υπερβάλει ασυστόλως για τη σημερινή Ελλάδα. Γιατί η απάντηση αυτή καθαυτή είναι εύκολη. Το ζήτημα είναι ποιος έχει εθνικό ή άλλο συμφέρον να «σπρώξει» ένα τέτοιο nation building στην Βαλκανική και σε ποια συγκυρία αυτό μπορεί να στραφεί εναντίον της Ελλάδας;Όπως φαίνεται από τη σημερινή κατάσταση στα Βαλκάνια πολλοί μπορεί να έχουν βλέψεις ή συμφέρον…
Άλλωστε στα Βαλκάνια οι τοπικοί ανταγωνισμοί χρησιμοποιήθηκαν πάντα σαν μέρος του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Και το «μακεδονικό ιδεολόγημα» των Σκοπιανών είχε και έχει αντίκτυπο και σε άλλα γειτονικά κράτη. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο υπουργός Εξωτερικών της Βουλγαρίας: «Η Βουλγαρία παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις γιατί έχει και αυτή συμφέροντα στην περιοχή». Οι Βούλγαροι δεν αναγνωρίζουν έθνος «Μακεδόνων» παρά μόνο Βουλγάρων. Για το λόγο αυτό δεν αναγνωρίζουν «μακεδονική εθνότητα». Αλλά και οι Αλβανοί ανησυχούν καθώς βλέπουν ένα αναδυόμενο εθνικιστικό κράτος να απειλεί με εθνοκάθαρση δικούς τους εθνικά πληθυσμούς. Ακόμα και οι εξουθενωμένοι σήμερα Σέρβοι βλέπουν λοξά τούτο το εθνικό μόρφωμα, που μιλά ένα σερβοκροάτικο ιδίωμα και που παλινδρομεί ανάμεσα σε μια νέα εθνικιστική ιδεολογία και σε παλιές γλωσσικές και εθνικές συγγένειες.
Είναι τόσο πολλές οι εμπλοκές της FYROM μέσα και έξω από τη χώρα, που η επιβίωση της σαν «εθνικό κράτος» μοιάζει εξαιρετικά δύσκολη. Για το λόγο αυτό επιζητούν άμεση ένταξη στο ΝΑΤΟ. Για το λόγο αυτό επιμένουν στις ακραίες θέσεις τους. Φοβούνται πως κάθε υποχώρηση θα διαλύσει το εύθραυστο πολιτικό κατασκεύασμα τους. Γι’ αυτό άλλωστε είναι δύσκολο θα υποχωρήσουν στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται στον ΟΗΕ για το όνομα…
Και επειδή κάποιοι «διαμορφωτές της κοινής γνώμης» στην Ελλάδα θεωρούν πως είναι «πρωτοφανές» να ετεροκαθορίζεται το όνομα μιας χώρας απλώς θυμίζουμε πως:Η
Ταϊβάν που το συνταγματικό της όνομα είναι «Εθνικιστική Δημοκρατία της Κίνας» όχι μόνο άλλαξε διεθνώς όνομα, αλλά και εκδιώχθηκε από τον ΟΗΕ, μετά από επιμονή της Κίνας και αποδοχή των ΗΠΑ.
Η
Μεγάλη Βρετανία άλλαξε διεθνώς το όνομα της σε Ηνωμένο Βασίλειο λόγω μιας σειράς πιέσεων που ασκήθηκαν σε αυτή (Ιρλανδία, Γαλλία).
Η
Αυστρία δεν ονομάσθηκε «Γερμανική Δημοκρατία της Αυστρίας», όπως επιθυμούσε η ίδια, αλλά «Δημοκρατία της Αυστρίας» μετά από παρέμβαση ευρωπαϊκών εθνών.
Η σχολή της μνησικακίας Οι εθνικοί και διεθνείς ανταγωνισμοί, που αναζωπυρώθηκαν μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου ακόμα μια φορά στα ταραγμένα Βαλκάνια, είναι γνωστοί σε όσους διαβάζουν τους «καθηγητές της Οξφόρδης και της Χαϊδελμβέργης». Αλλά είναι άγνωστοι σε όσους απλώς χαριεντίζονται από τα ερτζιανά μαζί τους. Οι διεθνείς συσχετισμοί δεν είναι θέμα στιλ ή τραγουδάκι αθηναϊκής οπερέτας του μεσοπολέμου. Όμως για ορισμένους σνόμπ όλα είναι στιλ. Είναι όλοι εκείνοι που απαρτίζουν τη Σχολή της Μνησικακίας (Ο Δυτικός Κανόνας, Gutenberg, 2007), όπως σημείωνε ο καθηγητής του Γιέηλ και του Χάρβαρτ Χάρολντ Μπλουμ Είναι όλοι εκείνοι οι «απόστολοι της μνησικακίας» που με θρησκευτική εμπάθεια θέλουν να επιβάλουν με κάθε τρόπο τις μειοψηφικές απόψεις τους επί του «κανόνα» που αναγνωρίζουν οι απανταχού πλειοψηφίες. Ο ακραίος πολιτικός ανορθολογισμός τους παραγνωρίζει προκλητικά όλα όσα συμβαίνουν γύρω καθώς ασχολούνται αποκλειστικά μόνο με τον εαυτό τους και τις εμμονές τους…
Διαμαντής Μπασάντης