Γράφει ο Τάκης Καφετζής
Είναι η πρώτη φορά που στις δευτερεύουσας πολιτικής σημασίας («δεύτερης τάξης») ευρωεκλογές καταγράφεται τέτοιας έκτασης ρευστότητα και μεταβολή εκλογικών συμπεριφορών, ακόμα και μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα. Και δεν πρόκειται για χαλαρότητα στους προσανατολισμούς της ψήφου των εκλογέων.
Αυτή η «χαλαρή ψήφος», που ευνοείται από τη δευτερεύουσα σημασία της ευρωκάλπης και που ενισχύει τα μικρότερα κόμματα (ΚΚΕ, ΚΚΕ. εσ, ΣΥΝ, ΠΟΛΑΝ, ΔΗΚΚΙ, ΛΑΟΣ κ.λπ.), μπορεί σε μεγάλο βαθμό να αποδοθεί στο γεγονός ότι ο ψηφοφόρος επιλέγει κόμμα προς το οποίο αισθάνεται «πολύ» ή «αρκετά κοντά» και όχι κάποιο προς το οποίο αισθάνεται «λιγότερο μακριά». Πρόκειται, δηλαδή, για ψήφο με συγκριτικά ενισχυμένη την ιδεολογική της διάσταση, και όχι για επιλογή με «πραγματιστικό» προσανατολισμό στο ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα του πολιτικού συστήματος που καλείται να σχηματίσει κυβέρνηση μετά τις εκάστοτε εθνικές εκλογές.
Αντίθετα, η μεγάλη ρευστότητα στον προσανατολισμό της ευρωπαϊκής ψήφου σημαντικής μερίδας των εκλογέων που καταγράφεται επίμονα, αν όχι και αυξητικά, σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις της τρέχουσας προεκλογικής περιόδου, παραπέμπει περισσότερο σε μια δομικότερη κρίση των τρόπων και των μορφών συγκρότησης της ελληνικής πολιτικής και του πολιτικού της συστήματος, και ως τέτοια αφορά όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η αυξημένη τάση αποχής. Αυτή δεν έχει σχέση, ή έχει πολύ μικρή σχέση, με το ......
απόμακρο του Ευρωκοινοβουλίου στη ζωή των πολιτών (πρόβλημα που επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με σχετική ευρωπαϊκή και επιμέρους εθνικές καμπάνιες), αλλά με την πύκνωση των συμπτωμάτων αποξένωσης έως και απόρριψης, από σημαντική μερίδα των πολιτών, της υπάρχουσας πολιτικής και κομματικής δομής, των πολιτικών ηγεσιών, του πολιτικού προσωπικού, των εφαρμοζόμενων δημόσιων πολιτικών κ.λπ. Και αν αυτή η αρνητική στάση ανιχνεύεται σε μεγάλο βάθος χρόνου, στη σημερινή συγκυρία ενισχύεται λόγω της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Αυτή η στάση αποτυπώνεται σε συγκεκριμένα δημοσκοπικά ευρήματα. Στην τελευταία πανελλαδική-τηλεφωνική έρευνα της MRB (20-21/5/2009) για τον «Ε.Τ. της Κυριακής», ένα ποσοστό πολιτών κοντά στο 30% δηλώνουν ότι είναι «πολύ/αρκετά πιθανό» να μην ψηφίσουν στις 7 Ιουνίου. Από αυτούς, το 20% επικαλούνται ως λόγους αποχής τους την «απογοήτευση από κόμματα και πολιτικούς», την «έλλειψη εμπιστοσύνης» για όλα τα κόμματα, την «αποδοκιμασία και διαμαρτυρία», τη «μη αντιπροσώπευσή» τους από όλα τα κόμματα κ.λπ. Και είναι κοινωνικά και πολιτικά σημαντικό το γεγονός ότι η τάση αυτή προς την αποχή είναι ιδιαίτερα τονισμένη στις δυναμικές ηλικίες των 25-44 ετών (στα επίπεδα του 40% περίπου), που αποτελούν και την προνομιακή ομάδα νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος.
Ολα τα πολιτικά σχήματα, εκτός ίσως των «Οικολόγων-Πράσινων», αντιμετωπίζουν αυτή την τάση αποχής με διάφορες τακτικές ενεργοποίησης των ψηφοφόρων τους. Αυτό είναι πολύ συνεπές εκ μέρους τους: πρώτον, επειδή όλα τα κόμματα, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, θεωρούν τις φετινές ευρωεκλογές κρίσιμη δοκιμασία για τα ίδια και για το είδος της δυναμικής που θα αναπτυχθεί μετεκλογικά εν όψει της εθνικής κάλπης, και δεύτερον, επειδή δεσπόζον κριτήριο στην εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων είναι η κατάσταση και οι προοπτικές της εσωτερικής πολιτικής, άρα και των πολιτικών σχηματισμών της. Οπότε, το ερώτημα που προκύπτει αναπόφευκτα είναι σε ποιο βαθμό θα επιτύχουν οι διάφορες κομματικές τακτικές προεκλογικής κινητοποίησης των ψηφοφόρων και συμμετοχής τους στην ψηφοφορία της 7ης Ιουνίου, δεδομένης της κρίσης αντιπροσώπευσης, που αγγίζει ακόμα και τον πυρήνα των οπαδών των κομμάτων. Είναι ενδεικτικό από την άποψη αυτή ότι ένα 30% του εκλογικού σώματος δηλώνει ότι θα ψηφίσει στην ευρωκάλπη για διαφορετικό κόμμα από αυτό που επέλεξε στις εθνικές εκλογές του 2007, με το ποσοστό αυτής της «κομματικής αποστοίχισης» να είναι ιδιαίτερα υψηλό στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και της Ν.Δ. (δεδομένα από το 3ο και 4ο προεκλογικό Βαρόμετρο της Public Issue, 18-20 και 20-22/5/2009).
Το σχήμα των «Οικολόγων-Πράσινων» συμπυκνώνει παραδειγματικά ίσως την τάση ρευστότητας και αστάθειας στην εκλογική συμπεριφορά του κοινού. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο καταγράφουν εκθετική άνοδο των ποσοστών τους στην πρόθεση ψήφου. Από 4% τις πρώτες ημέρες του Μαΐου στο 8,5% στις αρχές του 3ου δεκαήμερου του μήνα (Public Issue), από 3,4% στις 11 Μαΐου στο 6,2% δέκα ημέρες μετά (MRB), από 5,1% στο 7,9% μέσα σε δύο εβδομάδες (Metron Analysis), από 5,8% στα τέλη Απριλίου στο 8,5% στα τέλη Μαΐου (GPO). Με αυτόν τον τρόπο είναι που το εν λόγω σχήμα σχολιάζεται ως «τρίτο κόμμα». Οπως φαινόταν να είναι «τρίτο κόμμα», και μάλιστα με «ανταγωνιστική θέση» προς το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις της άνοιξης του περσινού χρόνου. Η διαφορά βέβαια είναι ότι, ακόμα κι αν βρισκόμαστε ίσως πάλι μπροστά σε μια δημοσκοπική «φούσκα», αυτή τώρα εμφανίζεται στις δύο κρίσιμες τελευταίες προεκλογικές εβδομάδες. Αυτό σημαίνει ότι, αν η δημοσκοπικά τρίτη θέση των «Οικολόγων Πράσινων» επιβεβαιωθεί σε επόμενες μετρήσεις, και με δεδομένο ότι τα αποτελέσματά τους μπορεί πλέον να δημοσιοποιούνται (άρα και να επηρεάζουν το κοινό) μέχρι και δύο εικοσιτετράωρα πριν από την κάλπη της Κυριακής, τότε δημιουργούνται προϋποθέσεις η πρόθεση ψήφου γι' αυτό το σχήμα να μεταφραστεί σε πραγματική ψήφο την 7η Ιουνίου. Εχουμε, δηλαδή, εδώ την πιθανότητα να λειτουργήσει το φαινόμενο του band wagon effect, που ισχύει για τα μεγάλα κόμματα, υπέρ ενός σχηματισμού με βραχύβια εκλογική ιστορία και μικρή εκλογική απήχηση. Αν το κοινό βλέπει ότι ο σχηματισμός αυτός καταγράφεται σταθερά τρίτος στις δημοσκοπήσεις, «σύρεται» πίσω από αυτή την εικόνα και ευθυγραμμίζεται ανάλογα στην εκλογική του επιλογή.
Το πόσο πιθανό είναι να συμβεί αυτό, αποτελεί ένα παρακινδυνευμένο στοίχημα, ένα στοίχημα ανοίκειο στη θετικιστική λογική των ερευνών κοινής γνώμης. Εκείνο που μπορεί ωστόσο να ειπωθεί, είναι ότι η ψήφος για τους «Οικολόγους Πράσινους» έχει στοιχεία που καθιστούν τους ίδιους μέρος της συνολικότερης πολιτικής κρίσης - άρα, προσθέτουν και αβεβαιότητα πρόβλεψης του εκλογικού αποτελέσματος ακόμα και στα exit polls. Για διάφορους λόγους, οικολογικό κίνημα στην Ελλάδα που να πλαισιώνει θετικές, άρα και προβλέψιμες, εκλογικές συμπεριφορές δεν έχει υπάρξει. Η δημοσκοπικά καταγραφόμενη πρόθεση ψήφου για τους «Οικολόγους Πράσινους» δεν συγκροτεί μια ευκρινή πολιτική ταυτότητα που να οριοθετεί με ενάργεια τους δυνητικούς ψηφοφόρους τους στο πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού. Στο 3ο κύμα του προεκλογικού βαρόμετρου της Public Issue (18-20/5/2009), το 54% όσων προτίθενται να ψηφίσουν τους «Οικολόγους Πράσινους» έχουν κριτήριο συμπεριφοράς τους τη «διαμαρτυρία». Στην προαναφερθείσα μέτρηση της MRB, ο ένας στους τέσσερις που δήλωσαν πρόθεση να τους ψηφίσουν δεν είναι σίγουροι ότι θα τους ψηφίσουν τελικά στις 7 Ιουνίου. Στην έρευνα της GPO, το 8,5% της πρόθεσης ψήφου γι' αυτούς μειώνεται στο 7,2% εκείνων που δηλώνουν ότι θα πάνε να ψηφίσουν. Οι «Οικολόγοι Πράσινοι» συμπυκνώνουν την υβριδική μορφή της φετινής ευρωκάλπης.
Στα exit polls της 7ης Ιουνίου δεν θα πρέπει να εκτιμηθεί μόνο το μέγεθος της πραγματικής αποχής και να υπολογιστεί η επίπτωσή της στην εκλογική επίδοση του κάθε κομματικού σχηματισμού. Δεδομένου ότι κεντρική επιλογή στη στρατηγική των κομμάτων ήταν εξαρχής η «προβολή» της εκλογικής αναμέτρησης και του αποτελέσματός της στην κάλπη των επόμενων εθνικών εκλογών, το βράδυ της 7ης Ιουνίου θα πρέπει να γίνει και μια αποτίμηση της σύνθεσης του ευρωεκλογικού ακροατηρίου του κάθε κόμματος. Με βάση αυτή την αποτίμηση θα μπορέσουν να τεκμηριωθούν πειστικά τόσο τα πολιτικά συμπεράσματα που θα εξαγάγουν ίσως από την κάλπη τα κόμματα όσο και οι ανάλογες μετεκλογικές πολιτικές τους. Και κρίσιμα στοιχεία σε αυτή τη σύνθεση των ακροατηρίων των επιμέρους κομμάτων είναι το μερίδιο που θα αντιπροσωπεύει η «αρνητική ψήφος», και μια διπλή διάσταση χρόνου, δηλαδή η χρονική στιγμή που έκαναν την εκλογική επιλογή τους οι ψηφοφόροι του κάθε κόμματος και η χρονική στιγμή που αποφάσισαν να συμμετάσχουν στην ψηφοφορία. Και αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να ενδιαφέρουν πρωτίστως το σχήμα των «Οικολόγων Πράσινων», αλλά και τα κόμματα της ιστορικής Αριστεράς που έχουν ενσωματώσει ρητά στη στρατηγική τους την προσέλκυση της διαμαρτυρίας, της άρνησης και της δυσανεξίας. *
Τάκης Καφετζής
Είναι η πρώτη φορά που στις δευτερεύουσας πολιτικής σημασίας («δεύτερης τάξης») ευρωεκλογές καταγράφεται τέτοιας έκτασης ρευστότητα και μεταβολή εκλογικών συμπεριφορών, ακόμα και μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα. Και δεν πρόκειται για χαλαρότητα στους προσανατολισμούς της ψήφου των εκλογέων.
Αυτή η «χαλαρή ψήφος», που ευνοείται από τη δευτερεύουσα σημασία της ευρωκάλπης και που ενισχύει τα μικρότερα κόμματα (ΚΚΕ, ΚΚΕ. εσ, ΣΥΝ, ΠΟΛΑΝ, ΔΗΚΚΙ, ΛΑΟΣ κ.λπ.), μπορεί σε μεγάλο βαθμό να αποδοθεί στο γεγονός ότι ο ψηφοφόρος επιλέγει κόμμα προς το οποίο αισθάνεται «πολύ» ή «αρκετά κοντά» και όχι κάποιο προς το οποίο αισθάνεται «λιγότερο μακριά». Πρόκειται, δηλαδή, για ψήφο με συγκριτικά ενισχυμένη την ιδεολογική της διάσταση, και όχι για επιλογή με «πραγματιστικό» προσανατολισμό στο ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα του πολιτικού συστήματος που καλείται να σχηματίσει κυβέρνηση μετά τις εκάστοτε εθνικές εκλογές.
Αντίθετα, η μεγάλη ρευστότητα στον προσανατολισμό της ευρωπαϊκής ψήφου σημαντικής μερίδας των εκλογέων που καταγράφεται επίμονα, αν όχι και αυξητικά, σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις της τρέχουσας προεκλογικής περιόδου, παραπέμπει περισσότερο σε μια δομικότερη κρίση των τρόπων και των μορφών συγκρότησης της ελληνικής πολιτικής και του πολιτικού της συστήματος, και ως τέτοια αφορά όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η αυξημένη τάση αποχής. Αυτή δεν έχει σχέση, ή έχει πολύ μικρή σχέση, με το ......
απόμακρο του Ευρωκοινοβουλίου στη ζωή των πολιτών (πρόβλημα που επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με σχετική ευρωπαϊκή και επιμέρους εθνικές καμπάνιες), αλλά με την πύκνωση των συμπτωμάτων αποξένωσης έως και απόρριψης, από σημαντική μερίδα των πολιτών, της υπάρχουσας πολιτικής και κομματικής δομής, των πολιτικών ηγεσιών, του πολιτικού προσωπικού, των εφαρμοζόμενων δημόσιων πολιτικών κ.λπ. Και αν αυτή η αρνητική στάση ανιχνεύεται σε μεγάλο βάθος χρόνου, στη σημερινή συγκυρία ενισχύεται λόγω της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Αυτή η στάση αποτυπώνεται σε συγκεκριμένα δημοσκοπικά ευρήματα. Στην τελευταία πανελλαδική-τηλεφωνική έρευνα της MRB (20-21/5/2009) για τον «Ε.Τ. της Κυριακής», ένα ποσοστό πολιτών κοντά στο 30% δηλώνουν ότι είναι «πολύ/αρκετά πιθανό» να μην ψηφίσουν στις 7 Ιουνίου. Από αυτούς, το 20% επικαλούνται ως λόγους αποχής τους την «απογοήτευση από κόμματα και πολιτικούς», την «έλλειψη εμπιστοσύνης» για όλα τα κόμματα, την «αποδοκιμασία και διαμαρτυρία», τη «μη αντιπροσώπευσή» τους από όλα τα κόμματα κ.λπ. Και είναι κοινωνικά και πολιτικά σημαντικό το γεγονός ότι η τάση αυτή προς την αποχή είναι ιδιαίτερα τονισμένη στις δυναμικές ηλικίες των 25-44 ετών (στα επίπεδα του 40% περίπου), που αποτελούν και την προνομιακή ομάδα νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος.
Ολα τα πολιτικά σχήματα, εκτός ίσως των «Οικολόγων-Πράσινων», αντιμετωπίζουν αυτή την τάση αποχής με διάφορες τακτικές ενεργοποίησης των ψηφοφόρων τους. Αυτό είναι πολύ συνεπές εκ μέρους τους: πρώτον, επειδή όλα τα κόμματα, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, θεωρούν τις φετινές ευρωεκλογές κρίσιμη δοκιμασία για τα ίδια και για το είδος της δυναμικής που θα αναπτυχθεί μετεκλογικά εν όψει της εθνικής κάλπης, και δεύτερον, επειδή δεσπόζον κριτήριο στην εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων είναι η κατάσταση και οι προοπτικές της εσωτερικής πολιτικής, άρα και των πολιτικών σχηματισμών της. Οπότε, το ερώτημα που προκύπτει αναπόφευκτα είναι σε ποιο βαθμό θα επιτύχουν οι διάφορες κομματικές τακτικές προεκλογικής κινητοποίησης των ψηφοφόρων και συμμετοχής τους στην ψηφοφορία της 7ης Ιουνίου, δεδομένης της κρίσης αντιπροσώπευσης, που αγγίζει ακόμα και τον πυρήνα των οπαδών των κομμάτων. Είναι ενδεικτικό από την άποψη αυτή ότι ένα 30% του εκλογικού σώματος δηλώνει ότι θα ψηφίσει στην ευρωκάλπη για διαφορετικό κόμμα από αυτό που επέλεξε στις εθνικές εκλογές του 2007, με το ποσοστό αυτής της «κομματικής αποστοίχισης» να είναι ιδιαίτερα υψηλό στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και της Ν.Δ. (δεδομένα από το 3ο και 4ο προεκλογικό Βαρόμετρο της Public Issue, 18-20 και 20-22/5/2009).
Το σχήμα των «Οικολόγων-Πράσινων» συμπυκνώνει παραδειγματικά ίσως την τάση ρευστότητας και αστάθειας στην εκλογική συμπεριφορά του κοινού. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο καταγράφουν εκθετική άνοδο των ποσοστών τους στην πρόθεση ψήφου. Από 4% τις πρώτες ημέρες του Μαΐου στο 8,5% στις αρχές του 3ου δεκαήμερου του μήνα (Public Issue), από 3,4% στις 11 Μαΐου στο 6,2% δέκα ημέρες μετά (MRB), από 5,1% στο 7,9% μέσα σε δύο εβδομάδες (Metron Analysis), από 5,8% στα τέλη Απριλίου στο 8,5% στα τέλη Μαΐου (GPO). Με αυτόν τον τρόπο είναι που το εν λόγω σχήμα σχολιάζεται ως «τρίτο κόμμα». Οπως φαινόταν να είναι «τρίτο κόμμα», και μάλιστα με «ανταγωνιστική θέση» προς το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις της άνοιξης του περσινού χρόνου. Η διαφορά βέβαια είναι ότι, ακόμα κι αν βρισκόμαστε ίσως πάλι μπροστά σε μια δημοσκοπική «φούσκα», αυτή τώρα εμφανίζεται στις δύο κρίσιμες τελευταίες προεκλογικές εβδομάδες. Αυτό σημαίνει ότι, αν η δημοσκοπικά τρίτη θέση των «Οικολόγων Πράσινων» επιβεβαιωθεί σε επόμενες μετρήσεις, και με δεδομένο ότι τα αποτελέσματά τους μπορεί πλέον να δημοσιοποιούνται (άρα και να επηρεάζουν το κοινό) μέχρι και δύο εικοσιτετράωρα πριν από την κάλπη της Κυριακής, τότε δημιουργούνται προϋποθέσεις η πρόθεση ψήφου γι' αυτό το σχήμα να μεταφραστεί σε πραγματική ψήφο την 7η Ιουνίου. Εχουμε, δηλαδή, εδώ την πιθανότητα να λειτουργήσει το φαινόμενο του band wagon effect, που ισχύει για τα μεγάλα κόμματα, υπέρ ενός σχηματισμού με βραχύβια εκλογική ιστορία και μικρή εκλογική απήχηση. Αν το κοινό βλέπει ότι ο σχηματισμός αυτός καταγράφεται σταθερά τρίτος στις δημοσκοπήσεις, «σύρεται» πίσω από αυτή την εικόνα και ευθυγραμμίζεται ανάλογα στην εκλογική του επιλογή.
Το πόσο πιθανό είναι να συμβεί αυτό, αποτελεί ένα παρακινδυνευμένο στοίχημα, ένα στοίχημα ανοίκειο στη θετικιστική λογική των ερευνών κοινής γνώμης. Εκείνο που μπορεί ωστόσο να ειπωθεί, είναι ότι η ψήφος για τους «Οικολόγους Πράσινους» έχει στοιχεία που καθιστούν τους ίδιους μέρος της συνολικότερης πολιτικής κρίσης - άρα, προσθέτουν και αβεβαιότητα πρόβλεψης του εκλογικού αποτελέσματος ακόμα και στα exit polls. Για διάφορους λόγους, οικολογικό κίνημα στην Ελλάδα που να πλαισιώνει θετικές, άρα και προβλέψιμες, εκλογικές συμπεριφορές δεν έχει υπάρξει. Η δημοσκοπικά καταγραφόμενη πρόθεση ψήφου για τους «Οικολόγους Πράσινους» δεν συγκροτεί μια ευκρινή πολιτική ταυτότητα που να οριοθετεί με ενάργεια τους δυνητικούς ψηφοφόρους τους στο πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού. Στο 3ο κύμα του προεκλογικού βαρόμετρου της Public Issue (18-20/5/2009), το 54% όσων προτίθενται να ψηφίσουν τους «Οικολόγους Πράσινους» έχουν κριτήριο συμπεριφοράς τους τη «διαμαρτυρία». Στην προαναφερθείσα μέτρηση της MRB, ο ένας στους τέσσερις που δήλωσαν πρόθεση να τους ψηφίσουν δεν είναι σίγουροι ότι θα τους ψηφίσουν τελικά στις 7 Ιουνίου. Στην έρευνα της GPO, το 8,5% της πρόθεσης ψήφου γι' αυτούς μειώνεται στο 7,2% εκείνων που δηλώνουν ότι θα πάνε να ψηφίσουν. Οι «Οικολόγοι Πράσινοι» συμπυκνώνουν την υβριδική μορφή της φετινής ευρωκάλπης.
Στα exit polls της 7ης Ιουνίου δεν θα πρέπει να εκτιμηθεί μόνο το μέγεθος της πραγματικής αποχής και να υπολογιστεί η επίπτωσή της στην εκλογική επίδοση του κάθε κομματικού σχηματισμού. Δεδομένου ότι κεντρική επιλογή στη στρατηγική των κομμάτων ήταν εξαρχής η «προβολή» της εκλογικής αναμέτρησης και του αποτελέσματός της στην κάλπη των επόμενων εθνικών εκλογών, το βράδυ της 7ης Ιουνίου θα πρέπει να γίνει και μια αποτίμηση της σύνθεσης του ευρωεκλογικού ακροατηρίου του κάθε κόμματος. Με βάση αυτή την αποτίμηση θα μπορέσουν να τεκμηριωθούν πειστικά τόσο τα πολιτικά συμπεράσματα που θα εξαγάγουν ίσως από την κάλπη τα κόμματα όσο και οι ανάλογες μετεκλογικές πολιτικές τους. Και κρίσιμα στοιχεία σε αυτή τη σύνθεση των ακροατηρίων των επιμέρους κομμάτων είναι το μερίδιο που θα αντιπροσωπεύει η «αρνητική ψήφος», και μια διπλή διάσταση χρόνου, δηλαδή η χρονική στιγμή που έκαναν την εκλογική επιλογή τους οι ψηφοφόροι του κάθε κόμματος και η χρονική στιγμή που αποφάσισαν να συμμετάσχουν στην ψηφοφορία. Και αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να ενδιαφέρουν πρωτίστως το σχήμα των «Οικολόγων Πράσινων», αλλά και τα κόμματα της ιστορικής Αριστεράς που έχουν ενσωματώσει ρητά στη στρατηγική τους την προσέλκυση της διαμαρτυρίας, της άρνησης και της δυσανεξίας. *
Τάκης Καφετζής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου