Η αμφισβήτηση της νομιμότητας-συνταγματικότητας της αλλαγής σκυτάλης στην κούρσα των Δημοκρατικών θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βάση αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος. Έως την 5η Νοεμβρίου ο Τραμπ μπορεί να έχει εφεύρει και άλλα «επιχειρήματα» για ένα «νέο 2020», όμως ήδη μέσω του νέου αφηγήματος που προβάλλει ενισχύονται κατά πολύ οι φόβοι, που ούτως ή άλλως υπήρχαν, ότι η ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας και αυτή τη φορά είναι κάθε άλλο παρά δεδομένη.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, άλλωστε, έχει εξ αρχής δηλώσει ότι θα αποδεχθεί την έκβαση της επικείμενης αναμέτρησης μόνο εφόσον είναι «τίμια» -κατά τη δική του «ανάγνωση» πάντα- και στην ίδια γραμμή κινείται και ο υποψήφιος αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς. Μέχρι και σήμερα ο Τραμπ όχι μόνο δεν έχει ανακαλέσει για τα περί «στημένων» εκλογών του 2020, αλλά το επαναλαμβάνει παρότι διώκεται ποινικά, ενώ οι συλληφθέντες για τις ταραχές στο Καπιτώλιο είναι «όμηροι» και στις πρώτες προτεραιότητές του είναι να τους αποφυλακίσει.
Όσο για το κίνημα MAGA, ο λόγος του Τραμπ είναι «συμβόλαιο». Πιστεύουν ότι υπήρξε νοθεία προ τετραετίας. Θα πιστέψουν και ό,τι καινούριο έχει να τους πει, και σε αυτό ελλοχεύει μεγάλος κίνδυνος για πολιτική βία την επομένη των εκλογών εάν το αποτέλεσμα δεν είναι αρεστό στον πρώην πρόεδρο, πολλώ δε μάλλον εάν μια ενδεχόμενη επικράτηση της Κάμαλα Χάρις είναι οριακή. Εξαρτάται πώς μπορεί να κατευθύνει τις «στρατιές» του ο Τραμπ, με γνώμονα πάντα ότι στις κάλπες του Νοεμβρίου δεν επιζητά μόνο τη ρεβάνς. Δεν είναι μία μάχη για λόγους τιμής ούτε για να… (ξανα)κάνει την Αμερική σπουδαία ξανά, αλλά η νίκη έχει υπαρξιακή διάσταση εξαιτίας όλων των ποινικών υποθέσεων που τον περιμένουν στη «γωνία».
Τα ψέματα και η αλήθεια
Το νέο αφήγημα άρχισε να ξεδιπλώνεται στις αρχές Αυγούστου μέσω αναρτήσεων στο Truth Social περί «αντισυνταγματικής» αντικατάστασης του Τζο Μπάιντεν από την Κάμαλα Χάρις για να διανθιστεί με αναφορές περί «πραξικοπήματος» κατά του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών από τους Δημοκρατικούς, Ο Τραμπ εμφανίζεται ως… υπέρμαχος του Δικαίου και των πολιτών που έδωσαν στις προκριματικές την ψήφο τους στον Μπάιντεν για να την «υφαρπάξει» η Κάμαλα Χάρις, υπαινισσόμενος ότι το Δημοκρατικό Κόμμα κινήθηκε κόντρα στους κανονισμούς του και το ίδιο το Σύνταγμα εξαπατώντας σύσσωμο τον αμερικανικό λαό.
Το αφήγημα εν συνεχεία «πέρασε» σε εθνική εμβέλεια κατά τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο Τραμπ από το Μαρ-α-Λάγκο θέλοντας να επαναφέρει πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας (και όπου επίσης υποστήριξε ότι η μεταβίβαση της εξουσίας το 2020 ήταν ειρηνική), ενώ τα ίδια επανέλαβε κατά την επιστροφή του στο πρώην Twitter με τον Ίλον Μασκ να συμφωνεί και να επαυξάνει. Πλέον έχει γίνει κεντρικό «μότο» στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις.
«Υφάρπαξαν την προεδρία από τον Τζο Μπάιντεν και δεν είμαι θαυμαστής του Μπάιντεν. Αλλά θα σας πω κάτι, από συνταγματική άποψη, από οποιαδήποτε άποψη και αν το δείτε, πήραν την προεδρία […] Για μία χώρα με ένα Σύνταγμα που τιμούμε -τιμούμε αυτό το Σύνταγμα- το να το έχουν κάνει με αυτόν τον τρόπο είναι αρκετά σοβαρό, αρκετά φρικτό. Θα πίστευε κανείς ότι θα είχαν διενεργήσει ψηφοφορία, θα είχαν ένα σύστημα προκριματικών εκλογών, θα είχαν κάνει κάτι, αλλά να του πάρουν την προεδρία, έτσι απλά σαν να ήταν παιδί...», δήλωσε ο πρώην πρόεδρος στη συνέντευξη Τύπου στο Μαρ-α-Λάγκο.
Πέραν του οξύμωρου να μιλά ο Τραμπ περί σεβασμού του Συντάγματος, το ίδιο το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών δεν περιλαμβάνει καμία πρόνοια ως προς τις διαδικασίες ανάδειξης των υποψηφίων των κομμάτων. Συνεπώς το ζήτημα αυτό λήγει εδώ, και ας έχει ο Τραμπ καταστήσει την έννοια της αντισυνταγματικότητας σχεδόν συνώνυμη με ό,τι δεν του αρέσει. «Πείτε ό,τι θέλετε. Αυτό ήταν πραξικόπημα σε βάρος προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν ήθελε να φύγει και του είπαν μπορούμε να το κάνουμε με τον καλό τρόπο ή με τον άσχημο τρόπο», επέμεινε μέρες αργότερα συνομιλώντας με τον Ίλον Μασκ.
Όσον αφορά τη διαδικασία ανάδειξης της Κάμαλα Χάρις, ο Μπάιντεν (που είναι γεγονός ότι δέχθηκε πιέσεις) ήταν ελεύθερος να αποσυρθεί οικειοθελώς και είχε κάθε δικαίωμα να υποστηρίξει την αντιπρόεδρο ως διάδοχό του στην κούρσα. Οι Δημοκρατικοί ήταν ελεύθεροι να συσπειρωθούν ή μη γύρω της, και συσπειρώθηκαν σε χρόνο-ρεκόρ ακριβώς εξαιτίας της απειλής που πρεσβεύει ο Τραμπ για τη χώρα και τη Δημοκρατία. Η ίδια η Χάρις ήταν ελεύθερη να διεκδικήσει το χρίσμα, και το έκανε. Οι έτεροι πιθανοί διεκδικητές του χρίσματος συντάχθηκαν μαζί της.
Το Δημοκρατικό Κόμμα έχει κανόνες γι’ αυτό το σενάριο και τηρήθηκαν όλοι. Η Χάρις εξασφάλισε όχι μόνο τις απαραίτητες ψήφους των αντιπροσώπων (2.350), αλλά τη στήριξη του 99% των αντιπροσώπων (4.567) κατά την ψηφοφορία που διοργάνωσε η Εθνική Επιτροπή των Δημοκρατικών (DNC), και η οποία ονομάστηκε «εικονική» ονομαστική ψηφοφορία δεδομένου ότι δεν είχε απέναντί της κάποιον άλλο διεκδικητή του χρίσματος. Οι αντιπρόσωποι ψήφισαν διά ηλεκτρονικής φόρμας ή τηλεφωνικά, ενώ η αντιπρόεδρος έλαβε επίσης τη στήριξη πρώην προέδρων και υψηλόβαθμων στελεχών του κόμματος.
H επίσημη απονομή του χρίσματος θα γίνει στο Συνέδριο των Δημοκρατικών που αρχίζει τη Δευτέρα στο Ιλινόι του Σικάγο. Ο Μπάιντεν κέρδισε τη συντριπτική πλειονότητα των αντιπροσώπων των Δημοκρατικών κατά τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών και «κλείδωσε» το χρίσμα τον Μάρτιο. Αλλά δεν ήταν επίσημα ο υποψήφιος των Δημοκρατικών -ήταν ο προφανής, προτιμώμενος υποψήφιος (όπως και τώρα η Χάρις πριν το Συνέδριο). Εάν το Δημοκρατικό Κόμμα ήθελε να αντικαταστήσει τον υποψήφιό του μετά το Συνέδριο θα επρόκειτο για αρκετά διαφορετική υπόθεση -και πάλι όμως δεν θα τίθετο ζήτημα αντισυνταγματικότητας, διότι ουδεμία αναφορά υπάρχει στο Σύνταγμα γι’ αυτές τις διαδικασίες.
Προς αποφυγή κάθε ενδεχομένου επιπλοκών κατά τις εκλογές, η Εθνική Επιτροπή των Δημοκρατικών διοργάνωσε την ψηφοφορία εγκαίρως ώστε το όνομα του διδύμου Χάρις-Γουόλς να μπορεί να τυπωθεί στα ψηφοδέλτια εντός της προθεσμίας που έληγε την 7η Αυγούστου. Ρεπουμπλικανοί έχουν αναγνωρίσει ότι μετά την ψηφοφορία της DNC δεν υπάρχει πλέον τρόπος να αμφισβητήσουν το «όνομα» της Χάρις στα ψηφοδέλτια, κάτι που δεν έχει φρενάρει όμως τον Τραμπ.
Οι φωνές που προειδοποιούν ότι φοβούμενος την ήττα ο Τραμπ θέτει τις βάσεις αμφισβήτησης του αποτελέσματος είναι πολλές, και αν μία θα έπρεπε τη δεδομένη στιγμή να ακουστεί πιο δυνατά από τις άλλες είναι αυτή του Τζον Μπόλτον, συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας επί προεδρίας του ίδιου του Τραμπ, πρώην βοηθού Γενικού Εισαγγελέα στο υπουργείο Δικαιοσύνης και πρώην πρεσβευτή των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη.
«Ο Τραμπ δεν χάνει ποτέ. Και έτσι, αν δεν ανακηρυχθεί νικητής του 2024, όπως και το 2020, θα πρέπει να είναι επειδή του φέρθηκαν άδικα για άλλη μια φορά, του έκλεψαν [τις εκλογές] για άλλη μια φορά. Δεν νομίζω ότι ξέρει ακριβώς ποια θα είναι η θεωρία του αυτή τη φορά για να εξηγήσει πώς του αρνήθηκαν να κερδίσει τις εκλογές, οπότε επιστρατεύει διάφορα πράγματα. Και νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι πρέπει να αρχίσουν να σκέφτονται περισσότερο τώρα για το πώς θα αρνηθούν στον Τραμπ τη δυνατότητα, την επομένη των εκλογών, αν χάσει, να προσπαθήσει να ρίξει τη διαδικασία στο χάος ξανά» δήλωσε ο Τζον Μπόλτον στην Κέιτλιν Κόλινς του CNN.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου