Όπως είναι φυσικό, η επιχείρηση αυτή προκάλεσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον και ήγειρε σειρά ερωτημάτων γύρω από τους στόχους της, τη δυνατότητα διατηρήσεως του καταληφθέντος εδάφους ως διαπραγματευτικό χαρτί, κατά πόσο αποδυναμώνεται η αμυντική προσπάθεια στην ανατολική Ουκρανία, όπου η Ρωσικές δυνάμεις έχουν επικεντρώσει την κύριά τους προσπάθεια, ποια είναι η δυνατότητα υποστηρίξεως των Ουκρανικών δυνάμεων, αν αποτελεί σπατάλη δυνάμεων και δυνατοτήτων σε δευτερεύοντα στόχο και άλλα τέτοια ζητήματα. Γύρω από αυτά έχει αναπτυχθεί μια ευρεία, ενδιαφέρουσα και εμπεριστατωμένη ανάλυση τις περισσότερες φορές, είτε με θετική είτε με αρνητική προσέγγιση.
Όμως το θεμελιώδες ερώτημα είναι ποια είναι η επίδραση αυτής της επιχειρήσεως στη ροή και στην έκβαση του πολέμου; Απλά, κατά πόσο δύναται αυτή η επιχείρηση να οδηγήσει τους Ουκρανούς στη νίκη και στην επικράτηση επί των Ρώσων; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα πρέπει να ανατρέξουμε στον σκοπό της, όπως τον προσδιορίζουν αυτοί που σχεδίασαν και διεξάγουν την επιχείρηση.
Στην αρχική φάση της επιχειρήσεως, εντός της πρώτης εβδομάδας, από Ουκρανικής πλευράς επικρατούσε σιωπή και συσκότιση γύρω από αυτό το ζήτημα. Τη δεύτερη εβδομάδα, όταν η Ρωσική αντίδραση αρχίζει να μορφοποιείται, με τις όποιες αδυναμίες της, ο Πρόεδρος, ο Υπουργός Αμύνης και ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της Ουκρανίας προσδιόρισαν ως στόχο «την εξάλειψη από τα σύνορα των απειλών του ρωσικού στρατού», πρακτικά δηλαδή, την προστασία των παραμεθορίων Ουκρανικών περιοχών από Ρωσικές προσβολές από τα εδάφη στα οποία εισέβαλαν.
Με βάση αυτά, πρόκειται για μια προσπάθεια περιορισμένου αντικειμενικού σκοπού, αμυντική, τοπικής ασφαλείας, η οποία φυσικά ελάχιστα μπορεί να προσφέρει στην αλλαγή της πορείας του πολέμου. Αυτό επιβεβαιώνεται και από μια άλλη σημαντική ενέργεια την καταστροφή των γεφυρών επί του ποταμού Σέιμ. Επισήμως προβάλλεται ως σκοπός η διακοπή της υποστηρίξεως και ο εγκλωβισμός των Ρωσικών δυνάμεων εντεύθεν του ποταμού, όμως αυτή είναι μια καθαρά αμυντική δράση. Μια φιλόδοξη δύναμη, η οποία επιχειρεί να επιτύχει αποφασιστικά αποτελέσματα στο πεδίο δεν καταστρέφει τις γέφυρες, επιχειρεί με ταχεία και συνδυασμένη ενέργεια να τις θέσει υπό τον έλεγχό της, δημιουργώντας προϋποθέσεις ελευθέριας ενεργείας και διευρύνσεως του πεδίου δράσεως της σε βάρος του αντιπάλου. Επομένως, η Ουκρανική δύναμη έχει περιπέσει σε αμυντική στάση, ασχέτως αν της δοθεί η δυνατότητα να διευρύνει τοπικά έτι περαιτέρω την έκταση του εδάφους που θα ελέγξει.
Ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, έθεσε και ένα δεύτερο στόχο την αποδυνάμωση των Ρωσικών δυνάμεων από το μέτωπο της Ουκρανίας. Αυτός, συνιστά μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επιχειρησιακή προσέγγιση, με διπλή ανάγνωση, πρώτον να αποδυναμωθεί η επιθετική δυνατότητα των Ρωσικών δυνάμεων, επιβραδύνοντας ή απαγορεύοντας σε αυτές να επιτύχουν τους στόχους τους και δεύτερον να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την ανάληψη Ουκρανικής επιθετικής ενεργείας προς επίτευξη αποφασιστικού αποτελέσματος, για παράδειγμα την έξοδο στον Εύξεινο Πόντο.
Το πρώτο δεν είναι ορατό, οι Ρωσικές δυνάμεις συνεχίζουν σταθερά προς την κατάληψη των αντικειμενικών τους σκοπών, στη βορειοανατολική Ουκρανία, προς το προπύργιο του Ντονέτσκ, το Ποκρόβσκ, το οποίο οι Ουκρανικές αρχές καλούν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τις προσεχείς ημέρες. Κάποιοι ισχυρίζονται, ακόμη και Ουκρανοί στρατιωτικοί, ότι αυτό λαμβάνει χώρα με εντονότερο ρυθμό, λόγω της αποδυναμώσεως των Ουκρανικών δυνάμεων με τη διάθεση τμημάτων στο Κουρσκ, σε κάθε περίπτωση όμως τουλάχιστον με την ίδια ένταση όπως πριν την εκτόξευση της επιθέσεως στο Ρωσικό έδαφος. Το δεύτερο μέχρι τώρα δεν έχει φανεί στον ορίζοντα και ούτε είναι εύκολα εφικτό, δηλαδή αν οι Ουκρανικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν τις ανάλογες δυνατότητες για ανάληψη επιθέσεως, καθώς είναι γνωστό ότι υπάρχουν προβλήματα στελεχώσεως, οπλικών συστημάτων εφοδίων και υλικών.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, δεν φαίνεται η Ουκρανική διείσδυση να αποστερεί ή να θέτει σε κίνδυνο προς το παρόν τη στρατηγική και επιχειρησιακή πρωτοβουλία από τις Ρωσικές δυνάμεις, οι οποίες κατέχουν περίπου το 18% του ουκρανικού εδάφους και συνεχίζουν με αργό αλλά σταθερό ρυθμό τις επιθετικές τους επιχειρήσεις στη βορειανατολική Ουκρανία, διευρύνοντας το κατεχόμενο έδαφος. Όμως, επειδή ο πόλεμος δεν φαίνεται ότι θα τερματισθεί άμεσα, είναι πολύ πρώιμο να εκτιμηθεί πως θα μπορούσε να αξιοποιηθεί η Ουκρανική παρουσία στη συγκεκριμένη περιοχή σε μελλοντικές επιχειρήσεις.
Επίσης, ένα κρίσιμο ερώτημα είναι αν οι Ρωσικές δυνάμεις μπορούν να ανατρέψουν τις Ουκρανικές και να αποκαταστήσουν την κυριαρχία τους στο Ρωσικό έδαφος. Σίγουρα, είναι εντός των δυνατοτήτων των Ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων, όμως δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει άμεσα ή σε πολύ σύντομο χρόνο χωρίς να διακινδυνευθεί η επιτυχία σε άλλα σημεία του μετώπου. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αναληφθεί μια οργανωμένη και συστηματική επιχείρηση, η οποία μπορεί να διαρκέσει και μήνες, με στιβαρή διοίκηση και όχι όπως σήμερα με ένα μείγμα ετερόκλητων δυνάμεων και ένα συγκεχυμένο μοντέλο διοικήσεως και ελέγχου.
Εύλογα κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι με βάση τη στρατιωτική λογική που αναλύθηκε παραπάνω ότι η Ουκρανική επίθεση δύσκολα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επιτυχία, πλην όμως συζητείται σε όλο τον κόσμο και αποτελεί πρώτο θέμα στα μέσα επικοινωνίας. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η επιτυχία της, στην επικοινωνιακή της δύναμη και στα μηνύματα τα οποία εκπέμπει.
Μια περιορισμένη τακτική επιτυχία είναι δυνατόν να έχει τεράστιες επιπτώσεις στο πολιτικό και στρατηγικό επίπεδο. Είναι τα ζητήματα τα οποία θέτει επιτακτικά στη Ρωσική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία και δημιουργεί κινδύνους υποστηρίξεως του πολέμου από τη Ρωσική κοινωνία αλλά και αποσταθεροποιήσεως αυτού καθεαυτού του καθεστώτος.
Η αποτυχία των Ρωσικών δυνάμεων να αποτρέψουν την κατάληψη του Ρωσικού εδάφους από τους Ουκρανούς και να προστατεύσουν τον Ρωσικό πληθυσμό, θέτει σκληρά και αμείλικτα ερωτήματα για τη Ρωσική ηγεσία, χωρίς πειστικές απαντήσεις μέχρι τώρα. Αυτά σε συνδυασμό με εικόνες από την ανατροπή Ρώσικων δυνάμεων και τη σύλληψη ως αιχμαλώτων Ρώσων στρατιωτικών, εντός του εδάφους τους, την καταστροφή των ρωσικών γεφυρών, τα κατεστραμμένα χωριά και τον εκτοπισμό των Ρώσων κατοίκων της περιοχής, δημιουργούν κλίμα αμφιβολίας για την πολιτική κυριαρχία του Πούτιν, το οποίο μπορεί να μην είναι άμεσα ορατό πλην όμως είναι υπαρκτό.
Ο πόλεμος βρίσκεται πλέον στο Ρωσικό έδαφος η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» του Πούτιν για την προστασία των «αδελφών Ρώσων» της Ουκρανίας έφερε τον πόλεμο στην αυλή της Ρωσίας. Η αμηχανία που διακατέχει τη Μόσχα είναι άμεσα ορατή και μόνο από το γεγονός ότι ανακοίνωσε τη διεξαγωγή «αντιτρομοκρατικής επιχειρήσεως» στην περιοχή του Κούρσκ, υπό την ηγεσία της FSB, πρώην KGB, η οποία ελάχιστη σχέση έχει με στρατιωτικές επιχειρήσεις. Δηλαδή, οι ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας με τις οποίες αντιπαρατίθεται η Ρωσία εδώ και δυόμιση χρόνια βαφτίζονται τρομοκρατική δύναμη.
Η εικόνα του Πούτιν ως στιβαρού ηγέτη, ο οποίος άτεγκτα υποστηρίζει την εθνική ασφάλεια και ακεραιότητα της Ρωσίας, του οποίου η μετεωρική άνοδος ξεκίνησε και οικοδομήθηκε το 1999, με την ισοπέδωση της Τσετσενίας, για να καταστείλει το εκεί αυτονομιστικό κίνημα, φαίνεται ότι θολώνει. Αν η Ρωσική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία δεν καταφέρει να αποκαταστήσει το Ρωσικό έδαφος, σε εύλογο χρόνο, θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα στο εσωτερικό με επιπτώσεις και στο μέτωπο. Στρατιωτικά, η Ρωσία είναι πολύ δύσκολο να ηττηθεί, όσο και να ενισχυθεί η Ουκρανία, όμως όσο ο πόλεμος παρατείνεται, γεγονότα απρόβλεπτα, όπως η Ουκρανική εισβολή, είναι δυνατόν να υπονομεύσουν την πολεμική προσπάθεια της Ρωσίας και να τη φέρουν σε μειονεκτική θέση.
Κλείνοντας, η Ρωσία ενεπλάκη σε ένα πόλεμο τον οποίο εκτιμούσε ότι θα μπορούσε να κερδίσει σε σύντομο χρόνο, χωρίς να έχει προετοιμασθεί για το απρόβλεπτο και δυόμιση χρόνια μετά συνεχίζει χωρίς να έχει μπροστά της μια καθαρή στρατηγική νίκης. Αυτή είναι μια πορεία σε αχαρτογράφητα νερά που μπορεί να κρύβει, εκπλήξεις, απρόβλεπτες εξελίξεις και θανάσιμους κινδύνους.
* Ο Κωνσταντίνος Γκίνης είναι Στρατηγός ε.α – Επίτιμος Α/ΓΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου