Κάποια συγγνώμη για τα πεπραγμένα του ανέμεναν να εκστομίσει. Αρκούσαν. Εις μάτην. Ο κατάλογος ήταν πολύ μακρύς: το εφιαλτικό Α’ εξάμηνο του 2019 που οδηγούσε συνειδητά τη χώρα στα βράχια, εκτός ευρωζώνης και ΕΕ, το αντι-συνταγματικό και άθλιο, προσβλητικό για τους πολίτες Δημοψήφισμα, το αχρείαστο και επαχθέστερο όλων 3ο Μνημόνιο που βύθισε τη χώρα σε νέα κρίση και δημιούργησε νέες δανειακές υποχρεώσεις, τις διώξεις κατά των πολιτικών του αντιπάλων με τη σκευωρία της Novartis.
Το φιάσκο με τις τηλεοπτικές άδειες, την έλλειψη ενσυναίσθησης και φρικτής, εσκεμμένης παραπλάνησης και επικοινωνιακής απερίγραπτης φαρσοκωμωδίας με πρωταγωνιστή τον ίδιο στην τραγωδία στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018 με 104 νεκρούς (τα απίστευτα που υποστηρίχτηκαν από κυβερνητικές πηγές για τις αιτίες της τραγωδίας, μέχρι και τα UFO επιστρατεύθηκαν και η κλιματική αλλαγή, ενώ επρόκειτο απλώς για εγκληματική αμέλεια κάποιου κατοίκου της περιοχής και σειράς επιχειρησιακών λαθών των αρμόδιων αρχών, όπως αποκαλύφτηκαν και στην πρόσφατη δίκη), οι «γερμανοτσολιάδες», οι «πουλημένοι», οι «προδότες» κι άλλα πολλά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κ. Τσίπρας μπορούσαν να καταρτίσουν άνετα δεκάδες «κυβερνητικών» προγραμμάτων τύπου Θεσσαλονίκης (όπως το έχει παραδεχτεί ο ίδιος ο κ. Βαρoυφάκης) για την εξαπάτηση των «κεντρώων» ψηφοφόρων, κάποιο μέρος μάλιστα των οποίων εξ εκείνων που αυτοχαρακτηρίζονταν ως τέτοιοι τον «αναγνώριζαν» ως ηγέτη τους, αλλά δεν μπορούσε να αλλάξει τη φύση του κόμματος και του εαυτού του για να κινηθεί προς κάποιο ελληνικής κοπής, υβριδικό «κεντροαριστερό» ή «σοσιαλδημοκρατικό» κομματικό μόρφωμα.
Λόγοι πολιτικής κομμουνιστογενούς καταγωγής, ιδεολογίας και πολιτικής κουλτούρας αποτελούσαν ανυπέρβλητο εμπόδιο. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να καταδικάσει απερίφραστα την πολιτική βία την οποία θώπευε, υποστήριζε και εξυμνούσε παντού και να δεχτεί άνευ επιφυλάξεων και υποσημειώσεων τους κανόνες και τους θεσμούς της κοινοβουλευτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Δεν ήταν (ούτε είναι) διατεθειμένος να το κάνει, διότι έτσι θα αποκοπτόταν από την «αντι-συστημική» βάση που ήθελε να εκπροσωπεί και στην οποία ήθελε πολιτικά να χρησιμοποιεί ως εφαλτήριο.
Έτσι, επέλεξε να μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ σε προσωπικό, αρχηγικό κόμμα με τη βοήθεια της προεδρικής, πραιτοριανής φρουράς που είχε δημιουργήσει, καθώς ούτε σοβαρό εσωκομματικό αντίπαλο είχε ούτε σοβαρή εσωκομματική αμφισβήτηση της πολιτικής που ακολουθούσε.
Επέλεξε να στηρίξει τα «δικαιώματα» του καταδίκου τρομοκράτη Κουφοντίνα, που επί κυβέρνησής του έκανε άνετα βόλτα στους τόπους των εγκλημάτων του, να λέει σε όλα όχι, να στηρίζει άκριτα κάθε αίτημα και κάθε δυναμική διεκδίκηση ακροαριστερών και άλλων «μαζικών» οργανώσεων, να μην έχει αποσύρει το «η εμείς ή αυτοί» και το «είτε τους τελειώνουμε είτε μας τελειώνουν», να υιοθετεί ακόμα και χυδαία συνθήματα όπως το «Μητσοτάκη γ@μ@@σαι», να τάζει λαγούς με πετραχήλια, να ασκεί μια αδίστακτη λαϊκιστική αντιπολίτευση εξ ορισμού άνευ αρχών και φραγμών, έχοντας κατασκευάσει μια πραγματικότητα η οποία δεν είχε καμιά σχέση με τις πραγματικές εμπειρίες των πολιτών και την πραγματική πραγματικότητα. Συνέχισε απτόητος τη διχαστική, μισαλλόδοξη και εμφυλιοπολεμική ρητορεία του.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, έχοντας κληρονομήσει έναν παράλυτο και διαβρωμένο κρατικό μηχανισμό, δεν είχε προλάβει να βάλει σε εφαρμογή το πρόγραμμά της και ήρθε αντιμέτωπη με πολλαπλές κρίσεις διάρκειας (πανδημία, εμβολιασμοί και αντιστάσεις, πίεση στον Έβρο και στο ΝΑ Αιγαίο από την Τουρκία κ.τ.λ.) τις οποίες και κατάφερε να διαχειριστεί με θάρρος και επαρκή αποτελεσματικότητα.
Ο κ. Τσίπρας είχε βλάψει τη χώρα του ανεπανόρθωτα ως κυβέρνηση την έβλαπτε τώρα σοβαρά και ως αντιπολίτευση. Παρέμεινε πιστός στη γραμμή του ευτελούς, επικίνδυνου και χυδαίου λαϊκισμού. Ήρθε, κατά συνέπεια, η εκλογική του συντριβή στις δυο διαδοχικές εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου και του Ιουνίου του 2023 για να τον οδηγήσουν σε παραίτηση.
Τη στιγμή που γίνεται προσπάθεια από διάφορους κύκλους να ενθαρρύνουν κάτι που αποκαλούν rebranding του κ. Τσίπρα, όρος κατ’ εξοχήν επικοινωνιακός, το πρόβλημα τόσο για αυτόν όσο και για το κόμμα του, τον ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου παραμένει βουλευτής είναι βαθύτατα πολιτικό και ιδεολογικό, απολύτως πρόβλημα πολιτικής ταυτότητας και πολιτικής προοπτικής, όχι προγραμμάτων, τα οποία εύκολα ψευδεπίγραφα και παραπλανητικά μπορούν να καταρτιστούν.
Δεν είναι τυχαίο που κάποιος εντελώς άγνωστος εξ Αμερικής ορμώμενος ήρθε και άρπαξε εν μια νυκτί το κόμμα του!! Καταβάλλεται, λοιπόν, συστηματική προσπάθεια από τον ίδιο και τα κέντρα ισχύος που τον υποστηρίζουν και προβάλλουν ως έσχατη εν εφεδρεία ηγέτη κάποιου «ενιαίου φορέα» της «Κεντροαριστεράς», που μόνο στη φαντασία ορισμένων κατοικοεδρεύει (τη χρεία άλλων μαρτύρων έχουμε, το δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις), να δειχτεί ότι «άλλαξε», έγινε σοβαρός ηγέτης διεθνούς, ευρωπαϊκής υφής και εμβέλειας, ικανός να ενώσει και να ηγηθεί κάποιου «προοδευτικού μετώπου». Άρα άφεση αμαρτιών δια της λήθης για όλα τα ανομήματά του και τα πεπραγμένα του.
Τι ακριβώς συντέλεσε στη νέα αυτή μετάλλαξη προς τη «σοβαρότητα» δεν έγινε γνωστό, αν ήθελε κανείς να κρίνει με βάση την ιδεολογία και το πρόγραμμα κάποιου ηγέτη ενταγμένου στον «κεντροαριστερό χώρο», με «σοσιαλδημοκρατική» ιδεολογία. Ο ίδιος δεν έχει τίποτα να πει και τίποτα να δώσει. Αρκείται στο «προοδευτικός χώρος» όπου άπαντες χωρούν, από το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέχρι και τις λοιπές αριστερές δυνάμεις κατά το δοκούν. Τι ακριβώς έχει κάνει για να «αλλάξει» μπορεί να διερωτηθεί ο απλός πολίτης. Πώς έχει αποτιμήσει τη θητεία του ως κυβέρνηση (2015-2019), αν έκανε λάθη ή όχι, εάν έχει νέο «όραμα» για τη χώρα, ποιο είναι αυτό και πώς προτίθεται να το προωθήσει και να το εφαρμόσει.
Είναι φανερό ότι τίποτα από αυτά δεν συντρέχει. Δε θεωρεί ότι υπάρχει λόγος αναδρομής και κριτικής αποτίμησης των πεπραγμένων της Αριστεροδεξιάς κυβέρνησής του, της χειρότερης κυβέρνησης της Μεταπολίτευσης. Πρόκειται φυσικά για μια νέα Πολιτική Απάτη, διότι προβάλλεται στη βάση της πολιτικής λήθης. Πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο με νέο μακιγιάζ.
O ίδιος έχει ψελλίσει κάτι για «αυταπάτες» στην περίοδο της διακυβέρνησής του, ήτοι, όπως ο όρος δηλοί, ψευδείς πεποιθήσεις προερχόμενες από ψέμα, φαντασιοπληξία και εξαπάτηση, επειδή δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να αντιληφθεί την πραγματικότητα. Αλλά, κι αυτή τη «δικαιολογία», τη δήθεν γενική «αυτοκριτική» στην κομματική διάλεκτο (πήραμε τις επιθυμίες μας για πραγματικότητα έλεγαν οι παλιές κομματικές αριστερές καραβάνες) έχει κατακρημνίσει ο Γιάννης Δραγασάκης, αντιπρόεδρος τότε της κυβέρνησής του. Έχει υποστηρίξει ότι επρόκειτο για συνειδητή πολιτική ρήξης με την ΕΕ και ψυχρό πολιτικό υπολογισμό, κάθε άλλο παρά «αυταπάτες» είχε ο ίδιος. Απλώς, η ρήξη συνεπαγόταν προσφυγή σε αντιδημοκρατικά μέτρα, πολιτική εκτροπή.
Επομένως έκαναν πίσω για να σώσουν το τομάρι τους. Αλλά και ο κ. Τσακαλώτος τον διαψεύδει, παραδεχόμενος ότι μπλοφάριζαν για το Grexit, δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι έπαιζαν το παιγνίδι του Σόιμπλε. Παράλληλα, ο φίλος του τότε Υπουργού Οικονομικών Βαρουφάκη Αμερικανός οικονομολόγος Τζέιμς Γκαλμπραίηθ ετοίμαζε μυστικά το Σχέδιο Β’ για τη μετάβαση σε παράλληλο νόμισμα, τελικά, δηλαδή, στο εθνικό νόμισμα, τη δραχμή. Ταυτόχρονα ο κ. Λαφαζάνης, ηγέτης της πολυπληθούς πιο αριστερής πτέρυγας του κόμματος, σχεδίαζε το ριφιφί στο Νομισματοκοπείο για να κατασχέσει ευρωπαϊκά κεφάλαια. Όλα αυτά, οι «μπλόφες» και τα συναφή, εκτός των άλλων, στοίχησαν στη χώρα πάνω από 100 δισ. ευρώ.
Η δεύτερη απόπειρα κάποιας «αυτοκριτικής» του κ. Τσίπρα ήταν ακόμα χειρότερη. Σε συνέντευξή του στη δημοσιογράφο Ξένια Κουναλάκη για την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (3/3/24) παραδέχτηκε ότι υπήρξαν «λάθος χειρισμοί» στο θέμα της τεράστιας σκευωρίας της Novartis. Είχε καλές «προθέσεις». Εννοούσε, φυσικά, ότι δεν κατάφερε με «σωστούς» χειρισμούς να φυλακίσει το σύνολο των πολιτικών του «εχθρών», όπως τον προέτρεπε ο κ. Πολάκης. Έσπευσαν τότε αρκετοί κονδυλοφόροι να τον υμνήσουν για την υποτιθέμενη γενναία αυτοκριτική του. Μάλιστα, ο ίδιος είχε εκστομίσει και το ανεπανάληπτο «αν είναι αθώοι να το αποδείξουν», μεταφέροντας το βάρος της απόδειξης από την κατηγορούσα αρχή στα θύματα. Εγκληματική άποψη για ένα δυτικό Κράτος Δικαίου. Καλώς ήρθατε στη Σοβιετία.
Έτσι, η συνάντηση «Πινοσέτ» και «Τραμπ» στην πρόσφατη εκδήλωση του «Ιδρύματος» δεν αποτελεί παρά πρελούδιο μιας νέας Πολιτικής Απάτης που αυτή τη φορά δε θα είναι «η πρώτη φορά Αριστερά» (με την Ακροδεξιά) αλλά έχουν ως προμετωπίδα το «προοδευτικές δυνάμεις» και το «Κεντροαριστερά».
Ματαίως προσπάθησε να μιμηθεί τον Ανδρέα Παπανδρέου και να σκυλευτεί την κληρονομιά του. Δεν είναι, βέβαια, ο μόνος, αλλά δικαίως ο Πέτρος Ευθυμίου επισήμανε πρόσφατα ότι ο μιμητισμός του έφτασε σε σημείο εγγαστριμυθίας, πολιτικός νάνος είναι.
Πώς μπορούν να εμπιστευθούν ξανά οι πολίτες έναν εγγαστρίμυθο;
Γιατί ένας πρώην Π/Θ του ΠΑΣΟΚ προσφέρει συμμαχία σε έναν πολιτικό νάνο; σε ένα φθαρμένο προϊόν; σε κάποιον που επέφερε συνειδητά ανεπανόρθωτη, ανήκεστο βλάβη και ζημία στη χώρα; σε κάποιον απόμαχο και αποτυχημένο πολιτικό που καμιά σχέση δεν έχει με την «Κεντροαριστερά»;
Έπεται η συνέχεια. Βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή.
*Ο Βασίλης Καπετανγιάννης είναι πολιτικός επιστήμων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου