Η απόσταση ανάμεσα σε μια κυβέρνηση που επιτελεί έργο και σε μια αντιπολίτευση που αναλώνεται σε θέματα που δεν αφορούν τους πολίτες ολοένα και μεγαλώνει.
Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ παραμένει κολλημένος μέσα σε μια χρονοκάψουλα που έχει σταματήσει να κινείται από τα καλοκαίρι του 2022, εντοπίζοντας το ενδιαφέρον του στις παρακολουθήσεις. Στο ίδιο μοτίβο, κινούνται και τα υπόλοιπα στελέχη του κόμματος, η ατζέντα των οποίων κινείται ακόμα σε ζητήματα που είτε έχουν απαντηθεί από τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών, είτε δεν αφορούν κανέναν.
Αυτό δε που συμβαίνει στο Σύριζα είναι πρωτοφανές... Την ίδια στιγμή που οι εσωτερικοί τριγμοί έχουν αρχίσει να οδηγούν στο θρυμματισμό του ιδεολογικού συνδετικού ιστού, ο Σύριζα μεταφέρει το κέντρο ενδιαφέροντος και σύγκρουσης στα δένδρα της πλατείας Εξαρχείων και του σταθμού του Μετρό που θα κατασκευαστεί εκεί.
Φυσικά, οι πολίτες που δεν έχουν μνήμη χρυσόψαρου, θυμούνται πολύ καλά παρόμοιες κινητοποιήσεις για τη σωτηρία του βιότοπου του Βοτανικού και τους κορμοράνους, καθώς και του δάσους στο παλαιό αεροδρόμιο στο Ελληνικό.
Ακόμα πιο εντυπωσιακή από την παραπάνω παραφωνία όμως είναι η εμπιστοσύνη ή μη, που δείχνουν οι πολίτες προς τους πολιτικούς ως ο πλέον κατάλληλος για πρωθυπουργός από το 38% των ερωτηθέντων. Ένα ποσοστό που αντιστοιχεί περίπου στο δείγμα των ερωτηθέντων που δηλώνουν πως θα ψηφίζουν ΝΔ.
Τον Στέφανο Κασσελάκη θεωρεί κατάλληλο για πρωθυπουργό μόλις το 8% των ερωτηθέντων, ενώ το κόμμα του συγκεντρώνει το 15% των ερωτηθέντων. Το ίδιο συμβαίνει και με το ΠΑΣΟΚ, το οποίο συγκεντρώνει ένα ποσοστό της τάξης του 13%, ενώ ο Νίκος Ανδρουλάκης μόλις το 7%.
Αυτό σημαίνει πως τόσο οι ψηφοφόροι του Σύριζα, όσο και οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, εκτιμούν ότι οι αρχηγοί των κομμάτων που υποστηρίζουν, αδυνατούν να επωμιστούν το βάρος του αξιώματος του πρωθυπουργού και πως έχουν «χάσει από τα αποδυτήρια», όπως συνηθίζει να περιγράφει αυτήν την κατάσταση, η ποδοσφαιρική διάλεκτος.
Επομένως, η κυβέρνηση έχει μπροστά της ένα πεδίο δόξης λαμπρόν, αφού δεν υπάρχει το αντίπαλο δέος μιας δυναμικής και κινηματικής αντιπολίτευσης. Αυτό προσμετράται στα συν. Στα συν προσμετράται και το γεγονός πως η κυβέρνηση δεν έχει απέναντι της καταστάσεις σαν κι αυτές που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της πρώτης τετραετίας.
Δεν έχει να αντιμετωπίσει συντονισμένες υβριδικές επιθέσεις, δεν έχει να διαχειριστεί μια υγειονομική κρίση, δεν έχει να απορροφήσει τους οικονομικούς κραδασμούς και τις επιπτώσεις από ένα πόλεμο στο ευρωπαϊκό έδαφος. Έχει να δουλέψει πάνω σε μια φαινομενικά πιο εύκολη ατζέντα, όπως είναι η καθημερινότητα των πολιτών. Αλλά να που το εύκολο, αποδεικνύεται δύσκολο.
Και δεν αποδεικνύεται δύσκολο μόνο λόγω της αποτελεσματικότητας που μερικές φορές παρουσιάζει. Αλλά και λόγω της επικοινωνιακής πολιτικής που ακολουθεί. Κλασσικό παράδειγμα η διαχείριση του νέου φορολογικού νομοσχεδίου.
Ενώ θα μπορούσε η κυβέρνηση να προχωρήσει σε μια μεταρρύθμιση με την υιοθέτηση μεθόδων απλοποίησης του φορολογικού συστήματος, αποκλιμάκωσης των φορολογικών συντελεστών προκειμένου να μειωθεί το κίνητρο της φοροδιαφυγής και να αυξηθεί αντίστοιχα το κίνητρο λογιστικής και φορολογικής καταγραφής όλων των συναλλαγών και υιοθέτησης κάθε μορφής ψηφιακών δυνατοτήτων για την πάταξη και τιμωρία της φοροδιαφυγής, επέλεξε την εύκολη επιβολή οριζόντιων μέτρων.
Και μάλιστα η επιβολή των συγκεκριμένων οριζόντιων μέτρων, δικαιολογείται μέσω της αντιμετώπισης όλων των φορολογουμένων ως δυνητικών φοροφυγάδων. Πώς φαίνεται πως αυτά τα μέτρα δεν θα ευδοκιμήσουν; Από την αναμενόμενη αποδοτικότητα.
Σύμφωνα με το υπουργείο τα νέα μέτρα για τους ελεύθερους επαγγελματίες θα αποφέρουν επιπλέον έσοδα ύψους 650 εκατ. με 700 εκατ. ευρώ. Σταγόνα στον ωκεανό όταν σύμφωνα με τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, η απώλεια φορολογικών εσόδων ανέρχεται στα 18 δισ. ευρώ.
Τι έχει περάσει στην κοινή γνώμη;
Πως και πάλι θα φορολογηθούν κάπως περισσότερο με ένα «φιξαρισμένο» ποσό, όσοι βρίσκονται στο όριο της φοροδιαφυγής, ενώ θα παραμείνουν στο απυρόβλητο οι ασκούντες εκτεταμένη φοροδιαφυγή. Διότι η απόσταση από το 700 εκατ. ευρώ μέχρι τα 18 δισ. ευρώ είναι μεγάλη.
Τι άλλο έχει αφήσει δυσάρεστη επίγευση, σε μια κρίσιμη ομάδα ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας, που είχαν στηρίξει από την πρώτη στιγμή τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ήδη από το 2016; Το επιχείρημα που χρησιμοποίησε ο υφυπουργός Οικονομικών, απαντώντας στην προχθεσινή ερώτηση του Θανάση Μαυρίδη σχετικά με τη φορολογική αναγνώριση όλων των εξόδων. Δηλαδή πως το μέτρο αυτό θα οδηγούσε «στη φορολογική πριμοδότηση της κατανάλωσης έναντι της αποταμίευσης».
Με αυτή τη λογική η φορολογική πολιτική, αντί να έχει σαν σκοπό την εκμετάλλευση όλων των δυνατών εργαλείων και τρόπων για τη σύλληψη της φοροδιαφυγής, χρησιμοποιείται σαν μέσο πίεσης προς τους φορολογούμενους, ώστε να επιλέξουν την αποταμίευση από την κατανάλωση. Δηλαδή η εφορία επιθυμεί «να καθοδηγεί» τους πολίτες, για τι θα κάνουν με τα εισοδήματα τους.
Απίστευτο αλλά όχι πρωτάκουστο. Εδώ η κυβέρνηση έχει παραδεχθεί πως θα επιβαρύνει φορολογικά, διαδικαστικά και λογιστικά όσους ενοικιάζουν τα ακίνητα τους μέσω βραχυχρόνιων μισθώσεων, ώστε να τους αναγκάσει να επιστρέψουν στις κλασσικές μακροχρόνιες μισθώσεις για να λυθεί στο στεγαστικό πρόβλημα της χώρας.
Ενώ είναι γνωστό πως το πρόβλημα θα λυθεί αν επανέλθει μεγάλο μέρος των περίπου 900.000 κλειστών ακινήτων της χώρας στην αγορά. Και πως θα επιτευχθεί αυτό; Αφενός μέσω της γενναίας μείωσης των φορολογικών συντελεστών των εισοδημάτων από ενοίκια που είχε αυξήσει ο Σύριζα και συνεχίζει να διατηρεί στο ίδιο ύψος η σημερινή κυβέρνηση και αφετέρου μέσω της φορολογικής έκπτωσης των δαπανών που απαιτούνται για να επανέλθουν αυτά τα κλειστά ακίνητα σε μια ικανοποιητική κατάσταση που απαιτεί η αγορά.
Είναι αξιοπερίεργο σήμερα που η κυβέρνηση μπορεί να ξεδιπλώσει άφοβα τη φιλελεύθερη οικονομική πολιτική της, που ούτως ή αλλιώς στηρίζει η πλειοψηφία των πολιτών απορρίπτοντας τα μοντέλα του ΠΑΣΟΚ και του Σύριζα, να προτιμά υιοθετεί θέσεις και μεθόδους που αποπνέουν οσμή σοσιαλιστικής ναφθαλίνης.
Όπως μάλιστα μου ανέφερε χθες έμπειρος και αποτελεσματικός «deal maker», τα μέτρα αυτά της κυβέρνησης μοιάζουν με μια γιγαντιαία «φορολογική περαίωση», με τη λογική ότι αφού η κυβέρνηση αδυνατεί να συλλάβει το σύνολο της φοροδιαφυγής κάνει μια «φορολογική περαίωση» και όποιον πιάσει.
ΥΓ. Την ώρα που έστελνα το άρθρο στον Διευθυντή Σύνταξης του liberal, διάβασα ότι από την αρχή της χρονιάς μέχρι τις 31 Οκτωβρίου καταγράφηκαν 1,4 εκατ. παραβάσεις, με καθαρή αποκρυβείσα αξία 33 εκατ. ευρώ.
Η απλή αριθμητική μας δείχνει ότι ο μέσος όρος του ποσού της κάθε φορολογικής παράβασης ήταν της τάξεως των 23 ευρώ.
Είμαστε σοβαροί;
Είναι πραγματικά υπερήφανες οι φορολογικές αρχές, για την αποτελεσματικότητα τους;
Δεν τους προβληματίζει το γεγονός, ότι η μέση φορολογική παράβαση που κατάφεραν να ανακαλύψουν ήταν μόλις 23 ευρώ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου