Όπως κοινός είναι και ο φόβος της ανόδου των ακροδεξιών στοιχείων σε πολλές χώρες, που επαναφέρουν πάνω από τη γηραιά ήπειρο το φάντασμα του λαϊκισμού. Σε αυτό το πολιτικό σκηνικό, είναι από τις φορές εκείνες, που η Ελλάδα δεν αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα προβληματισμού, αλλά αντιθέτως, κάποιοι μιλούν για παράδειγμα success story σε αυτή την περίοδο πολιτικών ανακατατάξεων στο ευρωπαϊκό στερέωμα.
Μετά τις εκλογές του Ιουνίου η Νέα Δημοκρατία, έχοντας λάβει ένα ποσοστό περί του 41% από τους ψηφοφόρους, καταγράφει στη δεύτερη θητεία της, τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, στο οποίο μετέχουν συνολικά δέκα αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων...
Από πολλούς στην ευρωπαϊκή οικογένεια του ΕΛΚ, η επιστροφή της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στη διακυβέρνηση της χώρας, έχει χαρακτηριστεί ως απόδειξη επιστροφής της πολιτικής απέναντι στον λαϊκισμό, πρεσβεύοντας, μάλιστα, όλα όσα η σημερινή κεντροδεξιά θέλει να βάλει στην προμετωπίδα της, διεκδικώντας υπεροχή στην Ευρώπη, την επιμονή δηλαδή στις μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική ορθότητα.
Βασικός άξονας αυτού του επιτυχημένου παραδείγματος αποτελεί χωρίς αμφιβολία η πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Με τη χώρα να έχει ανακτήσει πλέον την επενδυτική βαθμίδα, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, η αύξηση της απασχόλησης και των επενδύσεων, η προώθηση σειράς μεταρρυθμίσεων σε κομβικούς τομείς της λειτουργίας του κράτους, η πρόβλεψη για πρωτογενή πλεονάσματα και η τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων, έρχονται να καταλήξουν για παράδειγμα σε έναν προϋπολογισμό, ο οποίος ήταν ανάμεσα στους 7 της ευρωζώνης, που κρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ότι ανταποκρίνεται πλήρως στις κατευθυντήριες γραμμές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, λαμβάνοντας το «πράσινο φως» χωρίς υποσημειώσεις και αστερίσκους.
Ο προβληματισμός επί των οικονομικών μεγεθών δεν αφορά πλέον την Ελλάδα, αλλά χώρες όπως η Ιταλία, η Γερμανία ή η Γαλλία.
Η εικόνα της Ελλάδας, που φαίνεται να πληροί πλέον τα στάνταρς των Βρυξελλών, παρουσιάζεται από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη και ως απάντηση στον λαϊκισμό, που η χώρα έζησε την περίοδο 2015-2019 και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ο κίνδυνος του λαϊκισμού, ωστόσο, δεν έχει εκλείψει για την Ευρώπη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η άνοδος, που καταγράφει σε μια σειρά κρατών, η ακροδεξιά. Στη Γερμανία, μπορεί οι Χριστιανοδημοκράτες να βρίσκονται στην αντιπολίτευση και να κατατάσσονται πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις, το AfD, όμως, το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία, είναι σταθερά δεύτερο.
Στην Ολλανδία, το Κόμμα για την Ελευθερία, με επικεφαλής τον Geert Wilders ενδεχομένως να βρεθεί και στην κυβέρνηση. Αν μέχρι σήμερα, η ενίσχυση των ακροδεξιών κομμάτων αποδιδόταν στο μεταναστευτικό -ξεκινώντας από την άνοδο Λεπέν στη Γαλλία ή την ανάδειξη στην πρωθυπουργία της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία- μία σειρά προκλήσεων, όπως η ακρίβεια, οι πληθωριστικές πιέσεις ή η ενεργειακή κρίση, που βίωσε η Ευρώπη την προηγούμενη χρονιά, έρχονται να συμπληρώσουν τις αιτίες, που οδηγούν τους Ευρωπαίους στα άκρα, σημειώνουν οι αναλυτές.
Η Ελλάδα έχει περάσει και φαίνεται να έχει προσπεράσει και αυτή τη φάση. Η ακροδεξιά στη χώρα, που εμφανίστηκε στο πολιτικό σκηνικό διεκδικώντας λόγο και ρόλο τα χρόνια της κρίσης, έχει επιστρέψει στο περιθώριο, αφήνοντας την παρουσία της σε κάποια σχεδόν γραφικά πρόσωπα.
Η κεντροδεξιά επιστρέφει, η ακροδεξιά ενισχύεται και φοβίζει, η κεντροαριστερά από την άλλη φαίνεται να βρίσκεται σε υποχώρηση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, διότι δεν παρουσίασε στους πολίτες μια εναλλακτική πρόταση, που να έπεισε για την αποτελεσματικότητά της. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι Podemos στην Ισπανία, ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, αλλά και η κεντροαριστερά στην Ιταλία, τη Γαλλία και τις σκανδικαβικές χώρες.
Η επόμενη κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση για την Ευρώπη είναι τον Μάιο και τον Ιούνιο. Η κοινή κάλπη των ευρωεκλογών θα αποτυπώσει την κατεύθυνση, που οι Ευρωπαίοι πολίτες θέλουν να δώσουν στις χώρες τους, αλλά και στην ευρωπαϊκή οικογένεια, της οποίας είναι μέλη. Ο κίνδυνος να προκύψει από την κάλπη αυτή ένα ευρωκοινοβούλιο με έντονη παρουσία του ακροδεξιού στοιχείου, είναι υπαρκτός, με τις Βρυξέλλες να «ξορκίζουν» ένα τέτοιο ενδεχόμενο και να επιχειρούν να δώσουν το επόμενο διάστημα μία προοπτική στρατηγικής ατζέντας, που θα λαμβάνει υπόψιν τις ανησυχίες των πολιτών. Το αν θα το επιτύχουν, θα φανεί σε έξι μήνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου