Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

«Δεν μπορώ να καταλάβω την τέχνη σου και δεν μπορώ να την αγαπήσω»: Το παράδοξο της αλληλογραφίας Στρίντμπεργκ - Γκογκέν

Στα λεξικά της τέχνης, δύο ημερομηνίες συνοδεύουν το όνομα του Πολ Γκογκέν: 1848 - 1903. Οι λεξικογράφοι για να μπορέσουν να περιγράψουν τον βίο του ζωγράφου αρκούνται στο «πολυτάραχος». Πώς να στριμώξεις σε λίγες αράδες τη ζωή ενός καλλιτέχνη που από την εποχή της νιότης όργωνε τις θάλασσες ως ναυτικός κι αργότερα άλλαζε τις δουλειές σαν τα πουκάμισα: χρηματιστής, δημοσιογράφος, συλλέκτης έργων τέχνης και ζωγράφος, ο Γκογκέν αποφάσισε για τρίτη και τελευταία φορά να... εγκαταλείψει τον πολιτισμό και να επιστρέψει στο σπίτι του στην Ταϊτή, που μόλις λίγους μήνες πριν είχε εγκαταλείψει από πλήξη και αηδία.

Αφού έδωσε εντολή στον ατζέντη του στο Παρίσι να ξεπουλήσει όλα τα έργα του, γράφει στον Αύγουστο Στρίντμπεργκ (1849-1912), τον Σουηδό συγγραφέα, δραματουργό (και αυτοαποκαλούμενο «συμβολιστή ζωγράφου»), ζητώντας έναν πρόλογο για τον κατάλογο της πώλησης. Μεταφράζω μέρος από την απάντηση του Στρίντμπεγκ:

Αύγουστος Στρίντμπεργκ

«Επιμένεις να θέλεις ως πρόλογο στον κατάλογο το ανά χείρας σημείωμα… Θα στο είχα προσφέρει πρόθυμα να το ‘χεις μαζί σου ως ανάμνηση στο νησί της Ωκεανίας, όπου αποζητάς έναν χώρο ν’ ανασάνεις∙ έναν τρόπο να χωρά το μεγάλο σου ανάστημα. Όμως, από την αρχή νιώθω πως πατώ σε δύο βάρκες κι ευθέως σου απαντώ με ένα ''δεν μπορώ'' ή, πιο βάναυσα, με ένα ''δεν πρόκειται''. 

Δεν μπορώ να καταλάβω την τέχνη σου και δεν μπορώ να την αγαπήσω. Ξέρω πως αυτή μου η ομολογία ούτε θα σε εκπλήξει ούτε θα σε πληγώσει, γιατί φαίνεται ότι θρέφεσαι από το μίσος των άλλων. Η προσωπικότητά σου, προσεκτικά ανέγγιχτη από τις επιθέσεις του κόσμου, είναι ευχαριστημένη και μόνο από την αντιπάθεια που προκαλεί. Εύλογα, ίσως, διότι από τη στιγμή που γίνει αντικείμενο θαυμασμού, θα αποκτήσει θιασώτες. Αυτοί, είτε θα σε πετάξουν σε ένα ρεύμα είτε θα βαφτίσουν την τέχνη σου με ένα όνομα που οι νεότεροι στα χρόνια ζωγράφοι θα ακολουθήσουν λίγα χρόνια ως αντιγραφείς μιας σχολής. 

Καθώς σκεφτόμουν το βράδυ το έργο του Πυβί ντε Σαβάν, η μουσική του μαντολίνου και της κιθάρας με οδήγησε στο ατελιέ σου. Στους τοίχους του ακτινοβολούσαν εικόνες που στοίχειωσαν τον ύπνο μου. Είδα δέντρα που κανείς φυσιοδίφης δεν θα ανακαλύψει, ζώα που ούτε ο Κυβιέ δεν φαντάζεται κι ανθρώπους που μόνο εσύ μπορείς να πλάσεις.

Μια θάλασσα που ξεχύνεται από ένα ηφαίστειο, ένας ουρανός στον οποίο κανένας θεός δεν μπορεί να ζει — Κύριε, είπα στο όνειρό μου, δημιουργήσατε έναν νέο ουρανό και γη, μα δεν είμαι ευτυχής από τον κόσμο της δημιουργίας σας. Με τυφλώνει ο ήλιος. Νιώθω πιο στέρεα κοντά στο κιαροσκούρο. Και στον παράδεισό σου ζει μια Εύα που δεν είναι το ιδανικό μου, καθώς, στ’ αλήθεια, έχω κι εγώ ένα άλλο γυναικείο πρότυπο. 

Ο Γκογκέν δεν μπορεί να συγκριθεί με το έργο του Σαβάν, ούτε με τον Μανέ, ούτε με τον Μπαστιάν-Λεπάζ

Αυτοπροσωπογραφία του Πολ Γκογκέν, 1888. Πηγή φωτ.: Facebook/ Paul Gauguin, the Master of Colours 

Ποιος είναι τότε; Είναι ο Γκογκέν, ένας πρωτόγονος που μισεί τον απάνθρωπο πολιτισμό. Κάτι σαν τον Τιτάνα, που, ζηλεύοντας τον δημιουργό του, φτιάχνει το δικό του δημιούργημα. Ένα παιδί που διαλύει τα παιχνίδια του για να φτιάξει άλλα. Εκείνος που αρνείται και αψηφά τον συρμό, επιλέγοντας να βλέπει τον ουρανό κόκκινο, παρά μπλε, όπως είθισται.

Καλό ταξίδι Δάσκαλε! Όταν γυρίσεις, ίσως έχω μάθει να νιώθω την τέχνη σου. Όταν μπορέσω να ετοιμάσω έναν αληθινό πρόλογο για τον κατάλογο της νέας σου πώλησης, τότε θα με πλημμυρίζει η ανάγκη να γίνω πρωτόγονος. Τότε θα μπορώ να βλέπω τον κόσμο με πρωτόγονα μάτια».

Έργο («Aita Tamari vahine Judith te Parari» μερικές φορές αναφέρεται ως «Annah la Javanaise»), του Πολ Γκογκέν, φιλοτεχνημένο το 1893–94. Ιδιωτική Συλλογή. Πηγή φωτ.: Twitter/ El Eremita

Την επιστολή ο Γκογκέν, όχι μόνο δεν την κράτησε μυστική, αλλά μαζί με τη δική του απάντηση, τύπωσε τον κατάλογο. Με τα 12.000 φράγκα της πώλησης, γύρισε στην Ταϊτή, όπου πέθανε άρρωστος οχτώ χρόνια μετά. Γράφει στον Στρίντμπεργκ:

]…] Όταν σε είδα στο ατελιέ να παίζεις κιθάρα και να τραγουδάς, τα γαλάζια βόρεια μάτια σου εξέταζαν προσεκτικά τους πίνακες στους τοίχους. Τότε ήταν που σκέφτηκα να σου ζητήσω το προλογικό. Ήμουν μάρτυρας μιας εξέγερσης κι αντίκρυσα ένα σοκ ανάμεσα στον πολιτισμό σου και τη βαρβαρότητά μου. Υποφέρεις από τον πολιτισμό σου. Η βαρβαρότητα, για μένα, είναι η πηγή της νιότης.

Αύγουστος Στρίντμπεργκ. Πηγή φωτ.: Twitter/ Dave Kearns

Πριν τη δική μου Εύα, τη ζωγράφισα σε σχήματα και μέτρα ενός άλλου κόσμου. Οι αναμνήσεις σου είναι αυτές που σε κρατούν δέσμιο στο παρελθόν. Όμως, η Εύα του πολιτισμένου σας κόσμου είναι αυτή που κάνει εσάς και εμάς τους υπόλοιπους, μισογύνηδες.

Η – πέρα από τον χρόνο – Εύα, που στο εργαστήριό μου σε τρομάζει, ίσως, κάποια μέρα, σου αποκαλυφθεί. Αυτός ο κόσμος μου, που ούτε ο Κυβιέ, ούτε κανένας φυσιοδίφης μπορεί να ανακαλύψει, θα είναι ο Παράδεισος που θα έχω μόνο σκιαγραφήσει. Διότι από το σκίτσο ως την πραγματοποίηση του ονείρου είμαστε πολύ μακριά. Τι σημασία όμως έχει; Το να οραματιζόμαστε την ευτυχία δεν είναι από μόνο του μια πρόγευση της Νιρβάνας;»

Έργο (Mana’o tupap’u) του Πολ Γκογκέν φιλοτεχνημένο το 1892. Albright-Knox Art Gallery, Buffalo.

Πολλές όψεις από τη ζωή του Γκογκέν εμφανίζουν σκιές στο όνομα της σημερινής πολιτικής ορθότητας. Πιο πέρα, όμως, θα προβάλλει πάντα η Εύα του ζωγράφου∙ λουσμένη στο φως, με τη γύμνια του πρωτόπλαστου πριν το προπατορικό αμάρτημα. Και στον αφορισμό του Σουηδού που δεν έχει τη ματιά του άγριου, θα διαβάζουμε χωρίς ίχνος ψευτιάς, την προμηθεϊκή δύναμη του ζωγράφου. 

Σε ελεύθερη απόδοση από τα αγγλικά στο «The World's Great Letters», Simon and Schuster. 

Κεντρική φωτ.: «Από πού ερχόμαστε; Τι είμαστε; Που πάμε;»  είναι το ερώτημα που θέτει ο Γκογκέν  στο έργο του που του δίνει ο ίδιος τίτλο στην επάνω αριστερή γωνιά (D'où Venons Nous Que Sommes Nous  Où Allons Nous). Ο Γκογκέν θεώρησε πως είναι το τελευταίο του και δήλωσε πως μετά από αυτό θα αυτοκτονούσε (δεν το έκανε). Συλλογή του Μουσείου Βοστώνης.

Γιώργος Μυλωνάς



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου