Του Θανάση Πολυμένη
ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΜΕΣΤΗ αίθουσα «Αντώνης Παπαδόπουλος» του Δημοτικού Ωδείου Δράμας, παρουσιάστηκε το βράδυ της Κυριακής 2 Οκτωβρίου, το μουσικό αναλόγιο «Τραντέλληνες» του Δραμινού λογοτέχνη και ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών Γιάννη Χαριτάντη.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ποντίων «Ακρίτες Νέας Κρώμνης» σε συνεργασία με το Δήμο Δράμας, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για την επέτειο των 100 χρόνων μνήμης από τη Μικρασιατική Καταστροφή...
Η μουσική «επένδυση» έγινε από το Δραμινό μουσικό Μανώλη Παργεντάκη, ο οποίος μάλιστα δημιούργησε όλο το έργο αφιλοκερδώς μαζί με το σχήμα του.Έχουν περάσει εκατό χρόνια από τον ξεριζωμό του χριστιανικού πληθυσμού από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία. Εξορία ονόμασαν οι ξένοι αναλυτές της εποχής, εκείνον τον τραγικό διωγμό από τις πατρογονικές ρίζες. Εκατό χρόνια από το 1922 και όμως η φωτιά εκείνη, ακόμα καίει. Λίγοι γνωρίζουν σήμερα τις βαθιές ρίζες του ελληνισμού στις περιοχές αυτές και το χειρότερο, τα παιδιά μας δεν διδάσκονται σχεδόν τίποτα στα σχολεία. Ένας τεράστιος πολιτισμός κοντεύει να μπει στη λήθη. Σε όλους εκείνους τους κατατρεγμένους, δώσανε την ταμπέλα του πρόσφυγα και αγνοήθηκε το πόσο Έλληνες υπήρξαν για αιώνες, μέσα σε πολύ δύσκολους καιρούς και τόπους.
Χαριτάντης: «Η Τουρκία θα μπορούσε να ζητήσει μια συγγνώμη»
Για το ίδιο το έργο του, αλλά και για το σήμερα, μιλάει στον «Πρωινό Τύπο» ο κ. Γιάννης Χαριτάντης, ο οποίος με ιδιαίτερη ευγένεια δέχθηκε να συνομιλήσει μαζί μας. Ο Γιάννης Χαριτάντης, Πόντιος στη καταγωγή, μεγάλωσε στη Δράμα. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και κατόπιν ειδικεύτηκε στην Ηλεκτρονική. Για πολλά χρόνια υπηρέτησε ως καθηγητής Ηλεκτρονικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο με τίτλο Οδός Ευξείνου Πόντου δημοσιεύτηκε το 2008. Στο βιβλίο αυτό αναδεικνύει τις αρετές, τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμικό πλούτο των προσφύγων Ποντίων, μέσα από μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση.
Αρχικά πείτε μας κ. Χαριτάντη, τι ακριβώς είναι το μουσικό αναλόγιο «Τραντέλληνες».
«Το βιβλίο αναπαριστά μια διαχρονική ιστορία του Πόντου, από την εποχή του μύθου – Φρίξος και Έλλη, Ιάσωνας – μέχρι την εποχή του αποικισμού, Μέγας Αλέξανδρος, Βυζάντιο, τον ξεριζωμό και την μετεγκατάσταση των Ποντίων στην Ελλάδα».
Πότε εκδόθηκε το μουσικό αναλόγιο «Τραντέλληνες» για πρώτη φορά;
«Η έκδοση έγινε για πρώτη φορά το 2019 για τα 100 χρόνια της Γενοκτονίας των Ποντίων. Και τώρα έχουμε 100 χρόνια από την ανταλλαγή των πληθυσμών, τον ξεριζωμό δηλαδή των Ελλήνων».
Όλα αυτά τα χρόνια, εσείς πώς βλέπετε τη διαδικασία των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια τόσο της Γενοκτονίας όσο και της Μικρασιατικής Καταστροφής; Πώς τα αντιμετωπίσαμε ως χώρα;
«Η Ελλάδα, μέχρι το 1974 δεν είχε ευαισθητοποιηθεί πάνω σ’ αυτό το θέμα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, έγινε η ιστορική τεκμηρίωση αυτού του θέματος από Έλληνες ιστορικούς και στη συνέχεια βγήκε η απόφαση της Βουλής, με την οποία αναγνωριζόταν η Γενοκτονία. Από εκεί και πέρα ξεκίνησαν οι δραστηριότητες γύρω απ’ αυτό το ζήτημα.
Υπάρχει βέβαια μια τεράστια κίνηση τελευταία, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αμερική, στην Αυστραλία και στον Καναδά για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων. Όχι εκδικητικά. Απλώς να μπορέσει, ακόμα και η Τουρκία να βοηθηθεί απ’ αυτή την ιστορία.
Διότι ένα έθνος το οποίο δεν αναγνωρίζει τα σφάλματα που έχει κάνει, θα τα επαναλάβει. Αυτό είναι όλο το θέμα. Εδώ ακόμα και οι Γερμανοί έφτασαν στο σημείο να έρθουν στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, να ζητήσουν συγγνώμη. Θα μου πείτε ότι το έγκλημα έχει γίνει. Όμως μια συγγνώμη απαλύνει τα πράγματα».
Μας βοηθάει να προχωράμε μπροστά…
«Ναι, είναι αλήθεια αυτό. Υπάρχει μεγάλη δραστηριότητα τώρα του ποντιακού στοιχείου. Εκείνο που με κάνει να χαίρομαι και το βλέπω και στη Δράμα αυτό, είναι η μεγάλη πολιτιστική κίνηση γύρω απ’ αυτό το θέμα. Γιατί μέχρι τώρα δίναμε έμφαση στη λύρα, στο χορό, στο τραγούδι κτλ. Η πολιτιστική διάσταση της Γενοκτονίας είχε πάει σε δεύτερη μοίρα. Τι πολιτισμό δηλαδή έφεραν στην Ελλάδα οι Πόντιοι, αλλά και οι Μικρασιάτες.
Αρκεί να πούμε ότι οι Μικρασιάτες ήταν περισσότεροι. Στο ενάμιση εκατομμύριο ανταλλαγέντων προσφύγων, οι Πόντιοι ήταν μόνο το 15,5%. Η Δράμα όμως, κατ’ αναλογία πληθυσμού μαζί με τη Βέροια, έχουν το μεγαλύτερο πληθυσμό προσφύγων. Με την απογραφή του 1925, η Δράμα είχε στο 70,2% του πληθυσμού της πρόσφυγες, από τους οποίους οι μισοί και παραπάνω ήταν Πόντιοι».
Εντούτοις σήμερα κ. Χαριτάντη, χωρίς να το γυρίσουμε στην πολιτική κατάσταση που υπάρχει, φαίνεται ότι η Τουρκία προσπαθεί να επαναλάβει κατά κάποιον τρόπο την ιστορία. Και φαίνεται ότι με τις δηλώσεις των πολιτικών της, ότι θέλουν να εκδικηθούν την Ελλάδα ακόμα περισσότερο.
«Κοιτάξτε. Γι’ αυτό είπα ότι αν είχαν ζητήσει μια συγγνώμη, θα ήταν πιο προσεκτικοί. Τώρα χαρακτηρίζονται – δυστυχώς και το φορτώνεται αυτό ο λαός – ως γενοκτόνο έθνος. Και αυτό νομίζω ότι είναι πολύ άσχημο για 80 εκατομμύρια κόσμο. Γι’ αυτό πιέζουμε για την αναγνώριση. Γιατί η συμπεριφορά τους μετά θα είναι διαφορετική.
Αυτή η επίθεση που γίνεται σήμερα στην Ελλάδα, είναι αχαρακτήριστη. Είναι έξω από κάθε διπλωματική διαδικασία, έξω από κάθε ορθολογισμό. Είναι απαράδεκτο να βγαίνει ο πρόεδρος της χώρας και να βρίζει προσωπικά τον πρωθυπουργό μιας άλλης χώρας, ότι θα έρθει νύχτα, να μας απειλεί και άλλα. Είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει.
Αλλά δεν πρέπει να φοβόμαστε. Εμένα τον παππού μου τον κατέβασαν δύο φορές από την κρεμάλα και στο τέλος τους δωροδόκησε και γλύτωσε και έφυγε. Και έλεγε μην του φοβάστε. Οι Τούρκοι, αν μπορούν κάτι να κάνουν, θα το κάνουν. Τώρα δεν το κάνουν, γιατί δεν μπορούν. Εγώ δεν πιστεύω ότι μπορούν να ακουμπήσουν έστω και μια σπιθαμή γης. Θα το σκεφτούν πάρα πολύ και στο τέλος θα βγει εις βάρος τους αν τολμήσουν».
Ζούμε σήμερα κ. Χαριτάντη ένα πρωτοφανές προσφυγικό κλίμα τουλάχιστον γύρω από τη Μεσόγειο. Πώς βλέπετε εσείς όλο αυτό που επικρατεί;
«Είναι μια δύσκολη κατάσταση. Κατ’ αρχάς η χώρα δεν μπορεί να δεχθεί όλο αυτόν τον πληθυσμό. Από την άλλη όμως, δεν πρέπει να κάνουμε – και δεν κάνουμε πιστεύω – την παραμικρή έκπτωση στην αντιμετώπιση αυτών των ανθρώπων σε ό,τι προβλέπει ο διεθνής νόμος και η ελληνική ανθρωπιά και φιλοξενία. Πρέπει να τα ζυγίζουμε αυτά και πιστεύω ότι η χώρα μας τα ζυγίζει αυτά. Είναι άνθρωποι. Πριν απ’ αυτούς στην Ελλάδα ήρθαν πάρα πολλοί Πόντιοι από την πρώην ΕΣΣΔ και ακόμα κι αυτοί κάποιες στιγμές δεν είχαν την σωστή αντιμετώπιση».
Σ’ αυτό ακριβώς ήθελα να σταθώ κ. Χαριτάντη, για το πώς αντιμετωπίστηκε το τελευταίο προσφυγικό κύμα με τους ομογενείς μας από την πρώην ΕΣΣΔ.
«Το πρώτο κύμα ξεκίνησε το 1937, μετά το 1939, μετά το 1955 και σήμερα φτάσαμε στο 1990, μετά την περεστρόικα.
Αυτό το τελευταίο κύμα στην Ελλάδα, αντιμετωπίστηκε γενικώς καλά. Θα μπορούσε να είναι ακόμα καλύτερα. Γιατί η Ελλάδα σήμερα δεν είναι στην κατάσταση που ήταν το 1922. Σήμερα η Ελλάδα είναι ένα οικονομικό αναπτυγμένο κράτος και θα μπορούσαν να έχουν καλύτερη αποκατάσταση. Οι άνθρωποι αγαπάνε αυτή τη χώρα. Και όταν ζεις στο εξωτερικό, αγαπάς ακόμα περισσότερο την Ελλάδα. Μόλις φύγεις από εδώ, έχει ένα αίσθημα ότι αφήνεις πίσω σου κάτι πολύτιμο και αυτό σε τραβάει και σε αναγκάζει να το βλέπεις ως σημείο αναφοράς».
Αυτό το σημείο αναφοράς που λέτε, πιστεύετε ότι είναι ικανό να κρατήσει την Ελλάδα του μέλλοντος;
«Πιστεύω πολύ στην Ελλάδα. Υπηρέτησα στο Πανεπιστήμιο 42 χρόνια ως καθηγητής. Τα νέα παιδιά μας είναι καταπληκτικά. Οι απόφοιτοι φοιτητές μας είναι τρομεροί επιστήμονες και βλέπεις ότι με το που στέλνουν ένα βιογραφικό έξω, γίνονται αμέσως ανάρπαστοι. Αυτό που χρειάζεται είναι να σταματήσουμε τη διχόνοια. Μπορεί να είμαι αιθεροβάμονας, αλλά αν η Ελλάδα πιστέψει στον εαυτό της, μπορεί να γίνει για παράδειγμα καλύτερη από την Ελβετία. Έχουμε περισσότερα στοιχεία για να είμαστε καλύτεροι από τους Ελβετούς».
Παρ’ όλα αυτά, τα καλά μυαλά φεύγουν έξω…
«Τα καλά μυαλά φεύγουν έξω, αλλά πολλοί γυρίζουν πίσω! Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, ότι δεν πρέπει να μας τρομάζει ότι κάποια μυαλά φεύγουν έξω. Η κλίμακα να περιοριστεί. Τα Πανεπιστήμιά μας δημιουργήθηκαν από μυαλά που ήταν έξω. Αν δεν έφευγαν αυτοί δεν θα είχαμε Πανεπιστήμια».
Κύριε Χαριτάντη, θα θέλατε να δώσετε ένα μήνυμα στους συμπολίτες μας;
«Το μήνυμα που έχω να δώσω, είναι ότι λατρεύω τη Δράμα, μ’ αρέσουν οι Δραμινοί, μ’ αρέσει το πολιτιστικό επίπεδο της Δράμας και νιώθω υπερήφανος στην πόλη στην οποία γεννήθηκα, στην πόλη την οποία σπούδασα και αγαπώ τους ανθρώπους πάρα πολύ από καρδιάς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου