Δευτέρα 16 Μαΐου 2022

Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις πέραν θριαμβολογιών και καταστροφολογίας

Του Νίκου Μελέτη

Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον, η συνάντησή του με τον πρόεδρο Μπάιντεν και η ομιλία του στο Κογκρέσο, όπως και κάθε επίσκεψη Έλληνα ηγέτη στον Λευκό Οίκο είναι εξαιρετικής σημασίας καθώς δίνει την ευκαιρία εμβάθυνσης και διεύρυνσης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, δίνει το στίγμα της αμερικανικής πολιτικής και η ελληνική πλευρά ελπίζει κάθε φορά σε μια ισχυρή στήριξη έναντι της Τουρκίας.
Η εκάστοτε αντιπολίτευση είτε θα ασκεί κριτική γενικώς εναντίον της... βελτίωσης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων (το τμήμα εκείνο τουλάχιστον που το κάνει για ιδεολογικούς λόγους), είτε προσπαθεί να θέσει από μόνη της τον πήχη των προσδοκιών της επίσκεψης τόσο ψηλά, που ο επισκεπτόμενος την Ουάσιγκτον πρωθυπουργός να περνά υποχρεωτικά από κάτω.

Βεβαίως ελάχιστη σημασία έχει το που θέτει η κυβέρνηση ή η αντιπολίτευση του πήχη των επιδιώξεων μιας τέτοιας επίσκεψης, αν και μερικές φορές υπάρχει ο πειρασμός υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων και του ρόλου που μπορεί να έχει η Ελλάδα έναντι των Αμερικανών.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει θέσει από μόνη της αρκετά ψηλά τον πήχη των προσδοκιών καθώς απολογητικά απαντούσε όλο το τελευταίο διάστημα στην αντιπολίτευση για τη σημασία του να είναι η Ελλάδα «αξιόπιστη, δεδομένη και σταθερή σύμμαχος» των ΗΠΑ. Επίσης, η συνεχής αναφορά στην αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και ενίσχυση του στρατιωτικού αποτυπώματος των ΗΠΑ στην Ελλάδα, έδινε ορισμένες φορές την εντύπωση ότι η ασφάλεια και η επιβίωση των ΗΠΑ εξαρτάται από την Ελλάδα και συνεπώς θα πρέπει να ανταμειφθεί με ισχυρά ανταλλάγματα.

Η κυβέρνηση δηλώνει ότι ο κ.Μητσοτάκης θα θέσει στην αμερικανική πλευρά τον αποσταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας αλλά και το ζήτημα της αναβάθμισης παλιών και πώλησης νέων F16 στην Τουρκία, με την επισήμανση ότι αυτά τα μαχητικά δίνονται σε μια κατ όνομα σύμμαχο χώρα που συνεχίζει την επιθετική πολιτική εναντίον της Ελλάδας και την παράνομη δραστηριότητα στο Αιγαίο με ακριβώς αυτά τα αεροσκάφη.

Η συγκυρία της δημοσίευσης από την WSJ της επιστολής της αμερικανικής κυβέρνησης προς τους ηγέτες του Κογκρέσου με την οποία παροτρύνονταν να εξετάσουν θετικά το αίτημα της Τουρκίας για αναβάθμιση των F16, δεν είχε βεβαίως σχέση με την επίσκεψη Μητσοτάκη ,αλλά περισσότερο με τις διεργασίες μεταξύ Ουάσιγκτον-Άγκυρας για την ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων, δημιούργησε όμως αρνητικό κλίμα στην Αθήνα.

Έτσι και η αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία βεβαίως δύσκολα θα μπορούσε να ασκήσει κριτική για την πρόσδεση της χώρας στο «αμερικανικό άρμα»(κάτι που ξεκίνησε επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ), δεν είχε άλλη επιλογή αντιπολίτευσης και άδραξε την «ευκαιρία» βάζοντας η ίδια ως πήχη για την επίσκεψη Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον να εξασφαλίσει τουλάχιστον δέσμευση ότι η Ουάσιγκτον δεν θα επιτρέψει ούτε την αναβάθμιση ούτε την πώληση F1 στην Τουρκία.
Δυστυχώς, στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις πολλές φορές και στο παρελθόν και τώρα, δημιουργείται μια μεγάλη παρεξήγηση: θεωρούμε ότι είναι η Ελλάδα που είναι υπερδύναμη και αυτή που υπαγορεύει οδηγίες ,συστάσεις και επιλογές στις ΗΠΑ . Και οτι η αμερικανική εξωτερική πολιτική χαράσσεται και διαμορφώνεται στη βάση όχι των εθνικών συμφερόντων των ΗΠΑ όπως τα αντιλαμβάνεται η κάθε κυβέρνηση και ο εκάστοτε Πρόεδρος, αλλά στο πως θα εξυπηρετήσει τις ελληνικές επιδιώξεις κυρίως απέναντι στην Τουρκία.
Σε αυτή τη συζήτηση μάλιστα υπερεκτιμάται και η σημασία των παραχωρήσεων και διευκολύνσεων που προσφέρει η χώρα μας καθώς θεωρείται ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει σε ανταπόδοση να προσφέρουν «γη και ύδωρ».

Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις πράγματι έχουν αναβαθμιστεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια με την ώθηση που έχουν δώσει οι δυο τελευταίες κυβερνήσεις, με την παρότρυνση και διευκόλυνση του υπερδραστήριου πρεσβευτή Τ.Πάϊατ.

Επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ διασώθηκαν οι διμερείς σχέσεις με τη δύσκολη προεδρία Τραμπ, δρομολογήθηκε η ανανέωση της MDCA και εγκαινιάστηκε μια καλή σχέση με τον τότε ΥΠΕΞ Μ.Πομπέο η οποία ενδυναμώθηκε ακόμη περισσότερο με την κυβέρνηση της ΝΔ. Η συνεργασία 3+1 θεμελιώθηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Η παρουσία του Μ. Μενέντεζ φίλου της Ελλάδας και πολέμιου του αυταρχικού και αναξιόπιστου (ως συμμάχου), καθεστώτος Ερντογάν στην προεδρία της Επιτροπής εξωτερικών σχέσεων της Γερουσίας, αποτέλεσε ένα σημαντικό «όπλο» για την αναβάθμιση των διμερών σχέσεων, με την έγκριση μάλιστα του EAST MED ACT. Παρά το γεγονός ότι συνήθως οι Δημοκρατικοί Πρόεδροι στραβοκοιτάζουν σταθερά προς την Τουρκία, η εκλογή Μπάιντεν δημιούργησε πρόσθετες προσδοκίες λόγω των στενών δεσμών του με το Κυπριακό λόμπι στις ΗΠΑ και την ενασχόληση του με το Κυπριακό από τη θέση του Αντιπροέδρου, αν και η γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπαρτμεντ είναι παραδοσιακά πιο φιλική προς την Τουρκία.

Η επίσκεψη γίνεται σε καλή συγκυρία, μετά την υπογραφή της MDCA, με την Αλεξανδρούπολη και με τον νέο ρόλο της χώρας λόγω της Ουκρανικής κρίσης.

Η Ελλάδα όμως δεν παίζει μόνη της όπως ίσως θεωρούμε στην Αθήνα.

Η Τουρκία είναι παρούσα είτε εκβιάζοντας είτε κολακεύοντας είτε απειλώντας και κυρίως εκμεταλλευόμενη τον γεωστρατηγικό ρόλο της στην περιοχή της Ευρασίας και της Μ.Ανατολής.
Αρκεί να αναφέρουμε την ατζέντα της διπλωματικής δραστηριότητας :16-17 Μαΐου στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα έχει συναντήσεις ο Τούρκος αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Σ.Ονάλ, στις 18 Μαΐου θα βρίσκεται στην Ουάσιγκτον κατά πάσα πιθανότητα ο Μ.Τσαβούσογλου(εάν φυσικά δεν αλλάξει ο προγραμματισμός λόγω της στάσης του κ.Ερντογαν στην αίτηση ένταξης Φιλανδίας-Σουηδίας στο ΝΑΤΟ).

Συγχρόνως όπως παρατηρούσε γνωστός σχολιαστής των εξελίξεων στην Τουρκία ο κ.Ερντογάν ακόμη δεν έχει λάβει πρόσκληση από τον Μπάιντεν και είναι ίσως η πρώτη φορά που ο Ερντογάν δεν έχει προσκληθεί στον Λευκό Οίκο τον πρώτο χρόνο θητείας ενός νέου Προέδρου.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός οφείλει να αναδείξει τη σημασία της Ελλάδας για τα συμφέροντα της Δύσης και των ΗΠΑ, την προσήλωση της στη διεθνή νομιμότητα, τη σταθερότητα στις θέσεις της αυτές, το ιστορικό παράδοξο η Ατλαντική Συμμαχία στην οποία συμμετέχει να μην μπορεί να την προστατεύσει από τη σημαντικότερη απειλή που αντιμετωπίζει (καθώς η Τουρκία είναι «Σύμμαχος» με δικαίωμα βέτο), την αποσταθεροποίηση που προκαλούν αναθεωρητικές πολιτικές όπως αυτή του Β.Πούτιν αλλά και του Τ. Ερντογάν, αλλά και την υπονόμευση της ενότητας της Δύσης από την Άγκυρα.
Η Αθήνα μπορεί να εντάξει την ελληνοαμερικανική σχέση σε αμυντικό, ενεργειακό οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, στο ευρύτερο πλαίσιο συζήτησης για την Ασφάλεια στη μετά τη ρωσική εισβολή Εποχή.

Και σε όλα αυτά, καθώς και στη νέα μεγάλη αντιπαράθεση της Δημοκρατικής Δύσης με τον αυταρχισμό και αναθεωρητισμό της Ρωσίας, ο κ. Μητσοτάκης θα βρει ευήκοα ώτα στο Κογκρέσο.

Η διατήρηση του παγώματος της αναβάθμισης και πώλησης F16 στην Τουρκία είναι σημαντική για την Ελλάδα, όμως η απόφαση από τους Αμερικανούς θα ληφθεί με βάση την ψύχραιμη ανάλυση της κατάστασης και όχι για να κάνουν «δώρο» στον Έλληνα πρωθυπουργό.

Οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να πετάξουν στα «σκουπίδια» την Τουρκία για να ικανοποιήσουν την Ελλάδα, η χώρα μας όμως δεν έχει άλλη επιλογή από το αποδεικνύει με κάθε τρόπο τη σημασία που έχει για τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η στενή ελληνοαμερικανική σχέση που θα περιλαμβάνει και την εγγύηση ασφάλειας απέναντι σε απειλές που στρέφονται και εναντίον της χώρας μας και εναντίον των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή.

Αυτά για να μπορούμε να κάνουμε μια ακριβή αποτίμηση, της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον και όχι απλώς να πανηγυρίζει η κυβέρνηση και να αποδοκιμάζει η Αντιπολίτευση, σε ένα μείζονος σημασίας ζήτημα, που υπερβαίνει τα κόμματα και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου