Η υγειονομική κρίση ανάγκασε τους κεντρικούς τραπεζίτες να εξαντλήσουν το οπλοστάσιό τους προκειμένου να προστατεύσουν ιδιώτες και επιχειρήσεις. Αρωγός τους οι κυβερνήσεις με τα πακέτα στήριξης σε βαθμό που δημιουργήθηκαν –επιπλέον- υπέρογκα χρέη και αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις...
Μέχρι τώρα η ανοχή του πληθωρισμού στο 2%, εμπεριείχε το σκεπτικό της τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας κάτι που επιτεύχθηκε, μέχρι το σημείο εκείνο όπου η μετα-πανδημική εποχή μας έρχεται με ένα πληθωρισμό της τάξης του 5% στην Ευρώπη και του 7% στις ΗΠΑ, που όλα δείχνουν ότι δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο τουλάχιστον προς το παρόν.
Κατά συνέπεια η πολιτική διατήρησης πολύ χαμηλών επιτοκίων και η υπερβάλλουσα ρευστότητα που δημιούργησαν οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στο σημείο εκείνο που θα απαιτείτο «στροφή» στη νομισματική τους πολιτική.
Ήδη τον Μάρτιο θα ξεκινήσει η τροχοδρόμηση της ανόδου των επιτοκίων εκ μέρους της FED –και οι αναλυτές αυξάνουν τις εκτιμήσεις τους για μια πιο επιθετική πολιτική εντός του 2022- ειδικά μετά το σκαρφάλωμα του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή στο 7,5% που ξεπέρασε τις προβλέψεις και αποτέλεσε ρεκόρ 40ετίας. Η Ευρώπη θα ακολουθήσει, αλλά η ΕΚΤ δεν θα βιαστεί να αυξήσει τα επιτόκια, περιορίζοντας τη δράση της στο ρυθμό μείωσης αγορών του δημοσίου χρέους.
Μέχρι τώρα η ανοχή του πληθωρισμού στο 2%, εμπεριείχε το σκεπτικό της τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας κάτι που επιτεύχθηκε, μέχρι το σημείο εκείνο όπου η μετα-πανδημική εποχή μας έρχεται με ένα πληθωρισμό της τάξης του 5% στην Ευρώπη και του 7% στις ΗΠΑ, που όλα δείχνουν ότι δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο τουλάχιστον προς το παρόν.
Κατά συνέπεια η πολιτική διατήρησης πολύ χαμηλών επιτοκίων και η υπερβάλλουσα ρευστότητα που δημιούργησαν οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στο σημείο εκείνο που θα απαιτείτο «στροφή» στη νομισματική τους πολιτική.
Ήδη τον Μάρτιο θα ξεκινήσει η τροχοδρόμηση της ανόδου των επιτοκίων εκ μέρους της FED –και οι αναλυτές αυξάνουν τις εκτιμήσεις τους για μια πιο επιθετική πολιτική εντός του 2022- ειδικά μετά το σκαρφάλωμα του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή στο 7,5% που ξεπέρασε τις προβλέψεις και αποτέλεσε ρεκόρ 40ετίας. Η Ευρώπη θα ακολουθήσει, αλλά η ΕΚΤ δεν θα βιαστεί να αυξήσει τα επιτόκια, περιορίζοντας τη δράση της στο ρυθμό μείωσης αγορών του δημοσίου χρέους.
Πώς θα επηρεαστεί η οικονομία
Η άνοδος των επιτοκίων και εδώ είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν, θα προκαλέσουν αρνητικές ή και θετικές επιπτώσεις στους οικονομικούς τομείς, σε επιχειρήσεις αλλά και στους ιδιώτες:
1) Η αύξηση του κόστους χρήματος θα μπορούσε να τορπιλίσει το αναπτυξιακό αφήγημα της χώρας και τις επενδύσεις, πάντα υπό προϋποθέσεις
2) Έχει ήδη ξεκινήσει προεξοφλητικά η άνοδος των αποδόσεων κρατικών και εταιρικών ομολόγων, που δημιουργεί η ΜΕΙΩΣΗ των τιμών των ομολόγων αυξάνοντας τις ανησυχίες σε χώρες ή επιχειρήσεις με διογκωμένα χρέη.
3) Επηρεάζονται αρνητικά οι τιμές των μετοχών των εταιρειών λόγω πτώσης της αξίας των μελλοντικών κερδών. Επίσης, ανεβαίνει το κόστος χρηματοδότησης και για τα κράτη και για τις επιχειρήσεις.
Είναι μόνο αρνητικές οι επιπτώσεις;
Επί της ουσίας, οι μειώσεις επιτοκίων τείνουν στην πραγματικότητα να συμβαίνουν σε περιόδους αδυναμίας, ενώ αυξήσεις όταν η δραστηριότητα έχει ανοδική τάση. Επομένως, ναι μεν οι επιχειρήσεις θα έχουν αυξημένο κόστος χρηματοδότησης, αλλά από την άλλη η ανοδική τάση θα σημαίνει ότι έχει ήδη υπάρξει αυξημένη ζήτηση για τα προϊόντα τους.
Στην Αμερική με το πακέτο Μπάιντεν και στην Ευρώπη με το Ταμείο Ανάκαμψης πρόκειται να χρηματοδοτηθούν και να επιδοτηθούν μεγάλα αναπτυξιακά έργα σε όλα τα επίπεδα: Στη χώρα μας έχουν ήδη δρομολογηθεί σε όλους τους κλάδους της οικονομίας δεδομένου του τεράστιου πακέτου κονδυλίων, που πρόκειται να εισρεύσει τα επόμενα χρόνια.
Μεγάλα έργα υποδομών που περιλαμβάνουν οδικούς άξονες, τα μετρό Αθήνας και Θεσσαλονίκης, την αναβάθμιση των συγκοινωνιών, τον εκσυγχρονισμό των αεροδρομίων, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τη μετάβαση στην «πράσινη ανάπτυξη», την καινοτομία.
Οσον αφορά τις επιχειρήσεις είναι σαφές ότι θα πληγούν περισσότερες αυτές που έχουν υψηλό τραπεζικό δανεισμό καθώς μια αύξηση των επιτοκίων θα δυσχεράνει έτι περαιτέρω τη θέση τους, ενώ αντίθετα υπάρχουν όπως επισημαίνουμε στο άρθρο μας: οι επιχειρήσεις με χαμηλό δανεισμό και αυξημένα ταμειακά διαθέσιμα που θα είναι σε θέση να αποκτήσουν πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους συνεχίζοντας απρόσκοπτα τα επενδυτικά τους πλάνα.
Το διογκωμένο ελληνικό χρέος και οι μετοχές
Το ελληνικό χρέος έχει μέσο επιτόκιο πληρωμής περί το 1,58%, μέση ληκτότητα περίπου 20 ετών έναντι του 8,2 ετών της ΕΕ και το κόστος χρηματοδότησης δεν είναι απαγορευτικό καθώς οι δανειακές ανάγκες τα επόμενα χρόνια δεν είναι μεγάλες.
Όσον αφορά τις μετοχικές αξίες, τα στατιστικά είναι κάθε άλλο παρά δυσάρεστα: Η έκθεση της T Rowe Price δείχνει ότι, για σχεδόν 50 χρόνια, το χρηματιστήριο των ΗΠΑ τείνει να έχει σταθερή απόδοση μετά την έναρξη ενός νέου ανοδικού κύκλου από τη Fed. Ο Yoram Lustig - Επικεφαλής της EMEA Multi-Asset Solutions -ανέφερε ότι «από τους 21 κύκλους αύξησης επιτοκίων που εξετάστηκαν, το χρηματιστήριο των ΗΠΑ δημιούργησε θετικές αποδόσεις 17 φορές στους 12 μήνες μετά την πρώτη αύξηση (με ποσοστό επιτυχίας 81%) και 16 φορές τους έξι μήνες μετά την πρώτη αύξηση (με ποσοστό επιτυχίας 76%). Από το 1984, το ποσοστό επιτυχίας είναι 100%».
Στην ελληνική αγορά πολλές μετοχές καταγράφουν μερισματικές αποδόσεις αρκετά υψηλότερες και των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και φυσικά των τραπεζικών καταθέσεων.
Για τους ιδιώτες η τσέπη θα επιβαρυνθεί, καθώς τυχόν αγορές ακινήτων ή και αυτοκινήτων με δανεισμό θα αυξήσει το κόστος, όπως άλλωστε θα συμβεί και στους ήδη δανεισμένους, με τους έχοντες cash να βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση. Πρόβλημα επίσης μπορεί να αντιμετωπίσουν εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις με κακή χρηματοοικονομική διάρθρωση, που ίσως αναγκαστούν σε περιορισμό δαπανών και ενδεχομένως και απολύσεις προκειμένου να ανταπεξέλθουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου