Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2021

Τα Rafale άνοιξαν τον δρόμο στις Belharra – Tο παρασκήνιο της ελληνογαλλικής συμφωνίας

Tο ραντάρ Sea Fire εγγυάται την επιτυχία των
32 αντιαεροπορικών πυραύλων Aster 30.
Οι Γάλλοι υπερηφανεύονται ότι ο συνδυασμός αυτός
 μπορεί να επιτύχει 100% τους στόχους
 εισερχόμενων αεροσκαφών.
Φωτ. 
FDI@NAVAL GROUP
Το παρασκήνιο της συμφωνίας
Η απόφαση για την πρόσκτηση 3+1 γαλλικών φρεγατών FDI ΠΝ, γνωστών σε πρότερη φάση και ως Belharra, παρότι ανακοινώθηκε σχεδόν αιφνιδιαστικά προκειμένου να μειωθούν δραστικά τα περιθώρια διαρροών, δεν ελήφθη σε καμία περίπτωση «εν μια νυκτί». 
Αν και οι συζητήσεις επιταχύνθηκαν περίπου τις τελευταίες 15 ημέρες, οι επαφές μεταξύ Αθηνών και Παρισίων για το πιο φιλόδοξο πρόγραμμα της γαλλικής ναυπηγικής βιομηχανίας των τελευταίων ετών έχουν ιστορία περίπου δύο ετών. Τον Οκτώβριο του 2019, μάλιστα, ο τότε αρχηγός ΓΕΝ Νίκος Τσούνης μετέβη στο Λοριάν, έδρα της Naval Group, για την πρώτη κοπή ελάσματος χάλυβα που επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για τη ναυπήγηση της πρώτης Belharra...

Οι συζητήσεις που ακολούθησαν και μετά τις αλλαγές στην ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού (Π.Ν.), είχαν στο επίκεντρο την Belharra. 
Ωστόσο κάποια στιγμή η δυναμική των συζητήσεων ατόνησε. Κύριος λόγος ήταν η τεράστια διαφορά αντιλήψεων ανάμεσα στη Naval και στους επιτελείς του Π.Ν. Οι τεχνικές λεπτομέρειες έχουν τη σημασία τους. Ωστόσο, grosso-modo η διαφορά ανάμεσα στους Γάλλους και τους επιτελείς του Π.Ν. ήταν μία. 
Η Naval αντιμετώπιζε σε αρχική φάση την FDI ως ένα ακόμη πλοίο το οποίο θα ενταχθεί στην ευρεία ποικιλία του γαλλικού ναυτικού, ενώ το Π.Ν. αντιμετωπίζει τις φρεγάτες ως την κύρια μονάδα επιφανείας, γύρω από την οποία αναπτύσσεται αρθρωτά ο Στόλος. 
Για τους Γάλλους η φρεγάτα είναι μια ακόμα μονάδα, για το Π.Ν. όμως η φρεγάτα είναι βασική μονάδα κρούσης και προβολής ισχύος.

Οι διαφορές

Σε εκείνη την αρχική φάση, πρόβλημα υπήρχε και με το γεγονός ότι το Π.Ν. δεν ικανοποιούνταν από τον αριθμό βλημάτων που πρόσφερε η Naval για την πρώιμη εκδοχή της φρεγάτας FDI. Επιπλέον, σε εκείνο το αρχικό στάδιο οι δύο πλευρές δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν ούτε στην τιμή. Ακολούθησε το καλοκαίρι του 2020 και η απόφαση της Αθήνας να προχωρήσει στην αγορά 18 γαλλικών μαχητικών τύπου Rafale, ενώ λίγο νωρίτερα ουσιαστικά είχε ανοίξει μια παράλληλη διαδικασία κατάθεσης προτάσεων για τη νέα φρεγάτα του Π.Ν.

Oλα αυτά γίνονταν πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα του υπουργού Εθνικής Aμυνας Νίκου Παναγιωτόπουλου, στον οποίο πιστώνεται άλλωστε η διαρκής λειτουργία ενός ασφαλούς διαύλου μεταξύ του Π.Ν. και του Μεγάρου Μαξίμου, προκειμένου να αποφεύγονται πιθανές παρεμβάσεις. Κάπως έτσι άρχισε μια περίοδος που διήρκεσε σχεδόν ένα χρόνο, όπου, εκτός από τη γαλλική, κατατέθηκαν προτάσεις από ΗΠΑ (HFF, όπως είχε μετονομαστεί η ελληνική εκδοχή των MMSC), Ολλανδία (S 11515), Ηνωμένο Βασίλειο (Arrowhead 140), Ιταλία (FREMM/Bergamini), Ισπανία (F-110) και Γερμανία (Α300). Τον περασμένο Ιούνιο έμεινε επισήμως εκτός η Ισπανία, ενώ είχε γίνει σαφές πως οι τρεις βασικοί διεκδικητές ήταν οι Γάλλοι, οι Αμερικανοί και οι Ολλανδοί, με τους Ιταλούς να εκπροσωπούν ένα αρκετά ανταγωνιστικό πλοίο, αλλά να ασχολούνται ελάχιστα έως καθόλου με την προώθησή του.

Στη θερινή περίοδο που ακολούθησε και στις συζητήσεις που είχαν προηγηθεί, η γαλλική φρεγάτα άρχισε να κερδίζει αρκετούς υποστηρικτές. Το αντίπαλον δέος, η αμερικανική φρεγάτα, υποστηριζόταν όχι τόσο ως πλοίο αλλά ως πλατφόρμα που θα επέτρεπε την περαιτέρω ενίσχυση των αμυντικών δεσμών Ελλάδας – ΗΠΑ και τη μελλοντική πρόσδεση με το πρόγραμμα «Constellation» του αμερικανικού ναυτικού. Δεν είναι τυχαίο ότι ουδέποτε προχώρησε η εισήγηση του Ανώτατου Ναυτικού Συμβουλίου (Νοέμβριος 2020) για προμήθεια αμερικανικών φρεγατών, στη βάση της ικανοποίησης κάποιων από τα στοιχεία της ευρύτερης πρότασης, όπως ήταν η δυνατότητα διακρατικής συμφωνίας.

Η Naval, βεβαίως, δεν είχε εγκαταλείψει τον αγώνα, μάλιστα το τελευταίο εξάμηνο είχε καταθέσει αρκετές, απανωτές βελτιωτικές προτάσεις. Την προηγούμενη Παρασκευή (24/9) κατέφθασε η τελευταία. Το πρωί του Σαββάτου η συμφωνία είχε οριστικοποιηθεί με τη σύμφωνη γνώμη σύσσωμης της ηγεσίας του Π.Ν.


Πώς το Πολεμικό Ναυτικό θα περάσει στην ψηφιακή εποχή


Eνα από τα βασικά ατού της FDI θεωρείται η τεχνολογική υπεροχή της. Η συνεργασία των γαλλικών αμυντικών κολοσσών Naval Group, Thales και MBDA για τη ναυπήγηση του πλοίου και τον εξοπλισμό του θεωρείται εγγύηση για τη μετάβαση του Π.Ν. από την εποχή των ασύρματων τηλεπικοινωνιών στο δικτυοκεντρικό σύστημα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η FDI δύναται να μετατραπεί σε μια πλατφόρμα που δεν θα εξυπηρετεί μόνο τις ανάγκες προβολής ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά θα μπορεί να αποτελεί κόμβο συνεργασίας ανάμεσα σε διαφορετικά συστήματα μάχης, πλοία και αεροπλάνα. 
Το πλέον καινοτόμο στοιχείο που διαθέτει είναι ο συνδυασμός του ραντάρ Sea Fire, της πλήρους σουίτας σόναρ (κύτους και ρυμουλκούμενου) και του συστήματος μάχης (SETIS). Το SETIS προσφέρει στους χειριστές του πλήρη οπτικο-ηλεκτρονική άποψη 360 μοιρών, επιτρέποντας την ανάπτυξη του συνόλου του οπλισμού της φρεγάτας σε 24ωρη βάση. 
Το ραντάρ Sea Fire, όπως φαίνεται και στο γράφημα, δίνει στην FDI τη δυνατότητα έγκαιρου εντοπισμού απειλών αλλά και ταχείας ενεργοποίησης των επιθετικών οπλικών συστημάτων που διαθέτει. 
Το Sea Fire εγγυάται, επίσης, την επιτυχία των 32 αντιαεροπορικών πυραύλων Aster 30. 
Οι Γάλλοι υπερηφανεύονται ότι ο συνδυασμός αυτός μπορεί να επιτύχει 100% τους στόχους εισερχόμενων αεροσκαφών (one shot-one kill), αποτρέποντας επιθέσεις κορεσμού. 
Ως προς την πλήρη σουίτα σόναρ της FDI, οι άνθρωποι της Naval υπενθυμίζουν ότι το 2020 έλαβε το βραβείο αριστείας ανθυποβρυχιακού πολέμου HOOKEM από τον τότε διοικητή του Αμερικανικού 6ου Στόλου. 
Τις αυξημένες ανθυποβρυχιακές δυνατότητες της FDI συμπληρώνει ο εξοπλισμός με τις τορπίλες MU-90. 
Πρακτικά με τα δύο σόναρ (κύτους και συρόμενο) και το ελικόπτερο MH-60R αποτελεί έναν πραγματικά επικίνδυνο αντίπαλο για κάθε υποβρύχιο στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς διαθέτει τρεις διαφορετικούς τρόπους εντοπισμού της κίνησης κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και δύο μέσα εξουδετέρωσης (ελικόπτερο και τορπίλες).

Ο γρίφος εκσυγχρονισμού των ΜΕΚΟ

Ο –μερικός– εκσυγχρονισμός των (γερμανικής σχεδίασης) τεσσάρων φρεγατών τύπου ΜΕΚΟ υπήρξε εξαρχής από τους όρους που το Π.Ν. έθετε σε κάθε ενδιαφερόμενο για το πρόγραμμα των νέων φρεγατών. Οι τέσσερις φρεγάτες τύπου ΜΕΚΟ («Υδρα», «Σπέτσαι», «Ψαρά», «Σαλαμίς») αποτελούν ακόμη και σήμερα την αιχμή του δόρατος του Π.Ν., ωστόσο έπειτα από συνεχή υπηρεσία που κυμαίνεται ανάμεσα στα 30 και τα 22 έτη, και δίχως Εκσυγχρονισμό Μέσης Ζωής (ΕΜΖ), έχουν φθάσει στα όρια των αντοχών τους, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των στελεχών του Π.Ν.

Οι ΜΕΚΟ (παρελήφθησαν η «Υδρα» το 1992, η «Σπέτσαι» το 1996, η «Ψαρά» το 1998 και η «Σαλαμίς» το 1999) αποτέλεσαν τη δεκαετία του ’90 μια επιλογή που έφερε τότε την Ελλάδα στην πρωτοπορία, ενώ επιβεβαίωσε ακόμα μία σταθερά, την επιλογή κυρίων μονάδων επιφανείας που ναυπηγούνται στην Ευρώπη. Με εκτόπισμα 3.350 τόνων, μήκος 117 μέτρων και ταχύτητα 30 κόμβων, η κλάση ΜΕΚΟ ήταν από τις πιο γρήγορες φρεγάτες της εποχής της. Βέβαια, μια σύγκριση με τις δυνατότητες που προσφέρει σήμερα η FDI, ακόμη και αν είναι θεμιτή προκειμένου να φανεί η αλλαγή σε σχέση με τη δεκαετία του ’90, δεν είναι ιδιαίτερα βάσιμη, καθώς τα άλματα της τεχνολογίας έκτοτε είναι πραγματικά τεράστια. Πρόκειται για σύγκριση ανάμεσα σε αναλογικά ηλεκτρονικά συστήματα και πλήρως δικτυοκεντρικές, ψηφιακές πλατφόρμες. Οι ΜΕΚΟ διαθέτουν μεν συστήματα εγγύς προστασίας (CIWS) τύπου Phalanx, ωστόσο η αντιαεροπορική προστασία τους είναι μάλλον περιορισμένη. Βέβαια, οι ΜΕΚΟ διέθεταν εξελιγμένα –για την εποχή– ηλεκτρονικά αντίμετρα.

Οι συζητήσεις που βρίσκονται αυτήν τη στιγμή σε εξέλιξη είναι απολύτως συνδεδεμένες με την εξεύρεση λύσης στο ζήτημα των ναυπηγείων, ώστε οι φρεγάτες ΜΕΚΟ να εκσυγχρονιστούν στην Ελλάδα. Αν και η ανάγκη για τη διατήρηση των επιχειρησιακών ικανοτήτων τους σε υψηλά επίπεδα είναι δεδομένη, εξίσου σημαντική θεωρείται και η –κάποια στιγμή– εμπλοκή των ελληνικών ναυπηγείων στη διαδικασία ανανέωσης του Π.Ν. Μέχρι πρότινος η συζήτηση εντός του Π.Ν. αφορούσε τον εκσυγχρονισμό και των τεσσάρων ΜΕΚΟ. Ωστόσο, αυτήν τη στιγμή περιστρέφεται γύρω από την πιο ρεαλιστική πιθανότητα της αναβάθμισης των δύο ΜΕΚΟ που βρίσκονται στις τάξεις του Π.Ν. για λιγότερα χρόνια («Ψαρά» και «Σαλαμίς») και η αξιοποίηση των δύο παλαιότερων («Υδρα», «Σπέτσαι») σε άλλους ρόλους.

Αυτονόητα, όπως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, τμήματα από κάποιο από τα παλαιότερα πλοία μπορεί να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να μειωθεί το κόστος εκσυγχρονισμού των δύο νεότερων. Υπενθυμίζεται ότι ο προϋπολογισμός για τον εκσυγχρονισμό και των τεσσάρων ΜΕΚΟ είχε ανέλθει (έπειτα από αρκετά «παζάρια» ανάμεσα στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους) σε 560 εκατ. ευρώ. Αν και τώρα οι προβλέψεις δαπανών περιορίζονται στην αγορά των νέων FDI, θεωρείται δεδομένο ότι οι δύο ΜΕΚΟ θα αναβαθμιστούν σε τέτοιο βαθμό που θα τους δοθεί η δυνατότητα ενεργού υπηρεσίας για ακόμα 10 με 15 έτη, χρονικό διάστημα ικανό έως ότου προχωρήσει και το υπόλοιπο ναυπηγικό πρόγραμμα του Π.Ν.

Η «Σαλαμίς» ήταν η τελευταία από τις φρεγάτες τύπου ΜΕΚΟ που παρέλαβε το Πολεμικό Ναυτικό το 1999.

Σχεδιάζοντας σήμερα το μέλλον σε ουρανό και θάλασσα

Η προμήθεια τριών φρεγατών τύπου FDI με κόστος 2,9 δισ. ευρώ και παραδόσεις εντός του 2025 (δύο πλοία) και του 2026 (το τρίτο), με προαίρεση αγοράς και μιας τέταρτης, είναι ένα άλμα εκσυγχρονισμού του Π.Ν. Δεν είναι ωστόσο το τέλος και ούτε θα μπορούσε να είναι, δεδομένης της γεωπολιτικής κατάστασης, αλλά και των επιχειρησιακών αναγκών. Ο στόλος φρεγατών του Π.Ν. απαρτίζεται (με βάση το επιχειρησιακό «οργανόγραμμα») από 13 πλοία, εκ των οποίων 9 ολλανδικές (S) και 4 γερμανικές (ΜΕΚΟ). Στη πρώτη περίπτωση των S, η μέση ηλικία των πλοίων προσεγγίζει τα 39-40 έτη και σε εκείνη των ΜΕΚΟ τα 25. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ακόμη και αν ναυπηγηθούν τέσσερις FDI, όσο προηγμένες και αν είναι, δεν μπορούν να καλύψουν το κενό που θα δημιουργηθεί την επόμενη δεκαετία από τη σταδιακή απόσυρση των παλαιότερων και πιο παρωχημένων μονάδων, που αυτήν τη στιγμή κυριολεκτικά έχουν υπερβεί κατά δύο και τρεις φορές τα απώτατα χρονικά όρια των προδιαγραφών τους.

Αυτή η πραγματικότητα είναι και ο λόγος που μεταξύ Π.Ν. και Naval δεν έχουν σταματήσει καθόλου οι συζητήσεις για την προμήθεια κορβετών τύπου Gowind. Ο λόγος που η Αθήνα δεν προχωράει αυτή τη στιγμή στη συζήτηση για 3+1 κορβέτες Gowind είναι αρχικά δημοσιονομικός, καθώς προτιμά τη μετακύλιση του σχετικού κόστους στο επόμενο (δημοσιονομικό) έτος, αλλά και διότι επί του παρόντος δεν υπάρχουν ναυπηγεία που μπορούν να αναλάβουν αυτό το έργο στην Ελλάδα.

Εφόσον προχωρήσει αυτός ο σχεδιασμός, όπως τον έχουν στο μυαλό τους οι επιτελείς, ένα πιθανό μελλοντικό Π.Ν. (με ορίζοντα το 2028) θα απαρτίζεται από 10-12 πλοία, εκ των οποίων η συντριπτική πλειονότητα θα είναι γαλλικά. Η μετατροπή του Π.Ν. σε ένα «μίνι» γαλλικό ναυτικό κρύβει κάποιους κινδύνους, οι οποίοι συνδέονται κυρίως με την ψηφιακή μετάβαση. Οι συμφωνίες είναι καλές, ωστόσο το Π.Ν. αντιμετωπίζει μια τεράστια πρόκληση, εκείνη της εξεύρεσης προσωπικού το οποίο θα μπορέσει να χειριστεί αυτές τις νέου τύπου ψηφιακές πλατφόρμες πολέμου που είναι οι FDI και –εν καιρώ– οι Gowind.

Ηδη αυτή τη στιγμή υπάρχει τεράστια ανησυχία στο Π.Ν. για τη διαρκή «διαρροή» στελεχών, ακόμη και προτού θεμελιωθεί το δικαίωμα σύνταξης. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει, πέρα από την αγορά εξοπλισμών, το ελληνικό κράτος να επενδύσει σημαντικά αφενός στην εκπαίδευση των νέων στελεχών σε συστήματα που έως τώρα ήταν άγνωστα (ή έστω μερικώς γνωστά) για το Π.Ν., αλλά και να δημιουργήσει τις συνθήκες για την προσέλκυση ταλέντου. Στους προβληματισμούς όλων όσοι κληθούν να διαχειριστούν αυτή την «ψηφιακή μετάβαση» του Π.Ν., περιλαμβάνεται η αναβάθμιση των υφιστάμενων υποδομών, που είναι σχεδιασμένες να εξυπηρετούν πλοία προηγούμενων δεκαετιών. Ενώ εξίσου αιτιολογημένος είναι και ο προβληματισμός από την απουσία συμμετοχής της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, τουλάχιστον με βάση τις μέχρι τώρα εξαγγελίες.

Διαλειτουργικότητα

Ενα Π.Ν. με επίκεντρο τις FDI εκ των πραγμάτων θα μπορεί να είναι επιχειρησιακά διαλειτουργικό με μια ολοένα πιο «γαλλική» Πολεμική Αεροπορία (Π.Α.), η οποία από το τέλος του έτους θα αρχίσει να παραλαμβάνει τα πρώτα μαχητικά τύπου Rafale τα οποία έχουν ήδη «προικισθεί» με υποστρατηγικού χαρακτήρα πυραύλους τύπου SCALP. Στην παρούσα στιγμή οι συζητήσεις μεταξύ των δύο πλευρών για τις FDI δεν έχουν καταλήξει στο εάν θα περιληφθούν στο πακέτο και ναυτικοί SCALP (Naval Cruise Missiles) με δυνατότητα μακρού πλήγματος μέχρι και σε βάθος 1.000 χιλιομέτρων.

Αυτό το «γαλλικό» δικτυοκεντρικό περιβάλλον θα μπορεί, επίσης, να συνεργαστεί άψογα με τη μελλοντική ραχοκοκαλιά της Π.Α., δηλαδή τα αναβαθμισμένα F-16 Viper.
Αλλωστε, τα ραντάρ ηλεκτρονικής σάρωσης των νέων F-16 V ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τα Sea Fire των φρεγατών FDI (το λεγόμενο AESA). Και βεβαίως, είναι απολύτως σαφές ότι σε ένα τέτοιο εξελιγμένο περιβάλλον επιχειρήσεων, πιθανή μελλοντική επιλογή μετάβασης στα αεροσκάφη πέμπτης γενιάς F-35 θα γίνει πολύ ομαλότερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου