Τέλος, μία μεγάλη έρευνα από τη Νέα Υόρκη που δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα διαπίστωσε ότι η αποτελεσματικότητα των τριών εμβολίων της COVID-19 που κυκλοφορούν στις ΗΠΑ μειώθηκε συνολικά από το 91.7% στο 79.8%.
Άρα Θα Μπορούσαμε να Πούμε ότι η Ανοσία έχει Μειωθεί;
Αν και αυτό ακόμα δεν έχει επιβεβαιωθεί πλήρως, αυτή τη στιγμή αρκετά εργαστηριακά πειράματα έχουν δείξει ότι το στέλεχος Δέλτα ως επί το πλείστον δεν μπορεί να αποφύγει την εξουδετέρωση από τα αντισώματα του εμβολιασμού ή μίας προηγούμενης λοίμωξης. Κατά συνέπεια η αύξηση στα περιστατικά COVID-19 στους εμβολιασμένους αποδίδεται είτε στην αυξημένη μολυσματικότητα του στελέχους Δέλτα είτε στη μείωση της ανοσίας από τα εμβόλια. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι στους οίκους ευγηρίας των ΗΠΑ που εξετάστηκαν είχαν αρκετά συνοδά νοσήματα, επομένως η ανοσία τους περιορίστηκε ταχύτερα σε σχέση με άλλους πληθυσμούς. Επίσης ήταν ένας από τους πρώτους πληθυσμούς που εμβολιάστηκαν, επομένως είναι αναμενόμενο να έχουν μειωμένα αντισώματα μετά από σχεδόν 8 μήνες.
Η μελέτη από τη Μεγάλη Βρετανία θέλησε να ξεπεράσει το παραπάνω πρόβλημα εστιάζοντας περισσότερο στο διάστημα μετά την εξάπλωση του στελέχους Δέλτα, συνυπολογίζοντας επίσης το χρόνο που είχε περάσει από τη 2η δόση του εμβολίου. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι λοιμώξεις στους εμβολιασμένους ήταν ανάλογες με το χρόνο που είχε περάσει από τη χορήγηση της 2ης δόσης. Συγκεκριμένα, όσοι είχαν κάνει το εμβόλιο της AstraZeneca είχαν 68% προστασία από τη λοίμωξη 2 εβδομάδες μετά τη 2η δόση και 61% στις 90 ημέρες. Η μείωση της αποτελεσματικότητας ήταν μεγαλύτερη σε όσους είχαν κάνει το εμβόλιο της Pfizer. Συγκεκριμένα, 14 ημέρες μετά τη 2η δόση, η προστασία από το στέλεχος Δέλτα ήταν 85% για το στέλεχος Δέλτα, ενώ 90 ημέρες αργότερα ήταν 75%.
Στο Ισραήλ, όπου χορηγήθηκε μόνο το εμβόλιο της Pfizer, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι αυτοί που έκαναν και τις δύο δόσεις του εμβολίου τον Ιανουάριο είχαν διπλάσιο κίνδυνο να μολυνθούν με τον ιό συγκριτικά με αυτούς που εμβολιάστηκαν τον Απρίλιο.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η μείωση της προστασίας από τα εμβόλια ενδέχεται να αποδίδεται σε άλλα αίτια, όπως για παράδειγμα οι μεταβολές στη συμπεριφορά του πληθυσμού σε μία κοινότητα. Για παράδειγμα, στη μελέτη από τη Νέα Υόρκη διαπιστώθηκε ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων μειώθηκε περισσότερο στις ηλικίες 18-49 συγκριτικά με τις ηλικίες 65+, για παράδειγμα. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι το άνοιγμα της εστίασης και της διασκέδασης σίγουρα συνέβαλε σε κάποιο βαθμό για την αύξηση των περιστατικών.
Μπορούν τα Εμβόλια να Προστατεύσουν Ακόμα από τη Σοβαρή Νόσηση;
Αυτή τη στιγμή τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων στην πρόληψη της σοβαρής νόσησης παραμένει υψηλή. Στη μελέτη από τη Νέα Υόρκη, για παράδειγμα, η αποτελεσματικότητα των εμβολίων στην πρόληψη των νοσηλειών από την COVID-19 παρέμεινε κοντά στο 95%. Δεδομένα από το Υπουργείο Υγείας του Ισραήλ έχουν δείξει ότι η προστασία που προσφέρουν τα εμβόλια από τη σοβαρή νόσηση είναι ακόμα πάνω από 92% για τους κάτω των 50 και 85% για τους άνω των 50 ετών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Public Health England, οι 2 δόσεις των εμβολίων προσφέρουν 96% προστασία από τη νοσηλεία.
Γιατί Υπάρχουν Αμφιβολίες Σχετικά με τη Χορήγηση Ενισχυτικών Δόσεων;
Η απόφαση των ΗΠΑ να αρχίσουν τη χορήγηση ενισχυτικών δόσεων προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις για 2 λόγους. Αρκετοί υποστήριξαν ότι δεν υπάρχει ανάγκη χορήγησης νέων δόσεων καθώς η προστασία από τη σοβαρή νόσηση παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Επιπλέον, δεν ήταν λίγοι αυτοί που τόνισαν ότι είναι ανήθικο να χορηγούνται τρίτες δόσεις στις ΗΠΑ σε μία περίοδο όπου ορισμένες χώρες δεν έχουν κάνει ακόμα ούτε μία δόση. Βέβαια, ορισμένες άλλες χώρες έχουν ξεκινήσει ήδη τη χορήγηση ενισχυτικών δόσεων, όπως για παράδειγμα το Ισραήλ. Η Γερμανία θα αρχίσει επίσης τη χορήγηση ενισχυτικών δόσεων στις ευπαθείς ομάδες το Σεπτέμβριο. Στη Μεγάλη Βρετανία ακούγεται επίσης ότι θα αρχίσουν να χορηγούνται ενισχυτικές δόσεις το Σεπτέμβριο, ωστόσο αυτό δεν έχει ακόμα ανακοινωθεί.
Σήμερα, είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι οι ενισχυτικές δόσεις είναι απαραίτητες για τους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς. Το ίδιο ισχύει πιθανώς και για τους ηλικιωμένους, οι οποίοι συχνά παρουσιάζουν μειωμένη απόκριση στο σχήμα των 2 δόσεων. Όπως φαίνεται, ενισχυτική δόση θα πρέπει να χορηγηθεί επίσης και στους επαγγελματίες υγείας οι οποίοι έρχονται σε επαφή με αρκετούς ασθενείς.
Ωστόσο, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει λόγος χορήγησης ενισχυτικών δόσεων στον υπόλοιπο πληθυσμό, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι υπάρχουν ακόμα αρκετές χώρες που δεν έχουν χορηγήσει ούτε ένα εμβόλιο.
Υπάρχουν Δεδομένα που Δείχνουν ότι η Χορήγηση Τρίτης Δόσης Προσφέρει Οφέλη;
Προς το παρόν, τα δεδομένα αυτά είναι μεν περιορισμένα, αλλά επαρκούν σε κάποιο βαθμό. Με βάση αυτά που γνωρίζουμε για τα υπόλοιπα εμβόλια, η χορήγηση μίας δόσης μήνες ή και χρόνια μετά την αρχική δόση μπορεί να ενισχύει την προστασία που προσφέρει το εμβόλιο. Μία έρευνα για τα εμβόλια της COVID-19 τον Ιούνιο έδειξε ότι οι ασθενείς που έχουν κάνει μεταμοσχεύσεις παρουσιάζουν μειωμένη απόκριση στα εμβόλια και επομένως χρειάζονται 3 δόσεις. Πρώιμα δεδομένα που δημοσιεύτηκαν την περασμένη εβδομάδα από το Ισραήλ έδειξαν ότι η αποτελεσματικότητα της τρίτης δόσης στην πρόληψη των λοιμώξεων στους άνω των 60 είναι περίπου 86% μία εβδομάδα μετά τη χορήγηση της δόσης.
Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι σε ορισμένους ασθενείς η χορήγηση μίας ενισχυτικής δόσης μπορεί να προσφέρει οφέλη. Αν και σίγουρα οι δόσεις αυτές θα πρέπει να χορηγηθούν πρώτα στις ευπαθείς ομάδες, εφόσον υπάρχει διαθεσιμότητα φαίνεται ότι μπορεί να προσφέρουν οφέλη στο σύνολο του πληθυσμού. Είναι σημαντικό να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι το υψηλότερο ιικό φορτίο από το στέλεχος Δέλτα παρατηρείται σε όλες τις ηλικίες, επομένως ακόμα και στις νεαρές ηλικίες η τρίτη δόση μπορεί να περιορίσει την εξάπλωση του ιού.
Ένα άλλο θέμα σήμερα είναι και η long COVID, η οποία τείνει να εξελιχθεί σε σοβαρό πρόβλημα για τη δημόσια υγεία. Γνωρίζουμε ότι η νόσος μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και σε ασθενείς που παρουσίασαν ήπια συμπτώματα, επομένως ακόμα κι αν η συχνότητα της είναι 1%, δυνητικά μπορεί να επηρεάσει ένα μεγάλο αριθμό ασθενών. Τα εμβόλια μπορούν να αποτρέψουν και τη long COVID, επομένως θα πρέπει να εξετάσουμε και αυτό τον παράγοντα στην απόφαση για τη χορήγηση ενισχυτικών δόσεων.
Αντώνης Δημητρακόπουλος
ΕΔΙΠ Παθολογίας - Νευροανοσολογίας στην εταιρεία Ιατρική Σχολή Παν/μίου Αθηνών
Πρότυπη Ομάδα Κλινικής Παθολογίας
Οτι γραφετε κυριε ειναι φληναφληματα διοτι χρησιμοποιειτε σποραδικα στατιστικα στοιχεια τα οποια δεν οδηγουν σε ασφαλες συμπερασμα.Οταν το Ισραηλ,η χωρα που παρακολουθει επισταμενως την πορεια ιου εμβολιων,ειναι φειδωλη,ε,τοτε ας αναμενουμε.
ΑπάντησηΔιαγραφή