Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

To ΕΣΥ δοκιμάζεται από ανεμβολίαστους

Το 99% όσων νοσηλεύονται σε ΜΕΘ δεν έχουν εμβολιαστεί πλήρως 
– Αύξηση των εισαγωγών ασθενών με COVID-19 στα νοσοκομεία 
Το τέταρτο πανδημικό κύμα των ανεμβολίαστων βιώνει και η χώρα μας, με το 95% όσων νοσούν σήμερα από την COVID-19 και το 99% όσων νοσηλεύονται σε μονάδες εντατικής θεραπείας να είναι ανεμβολίαστοι ή μερικώς εμβολιασμένοι... 
Τη στιγμή που παραμένει έντονη η συζήτηση για τα «προνόμια» των εμβολιασμένων, μία νέου τύπου υγειονομική ανισότητα γίνεται όλο και πιο εμφανής: οι εμβολιασμένοι έχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες να μολυνθούν, να μολύνουν άλλους, να νοσήσουν και να νοσήσουν βαριά. Και σύμφωνα με τους ειδικούς, «εάν ένας φορέας του στελέχους “Δέλτα” που είναι εξαιρετικά μεταδοτικό συναντηθεί με μία παρέα 20 ατόμων εκ των οποίων οι μισοί είναι ανεμβολίαστοι, έχει τη δυνατότητα να μολύνει τους 10 ανεμβολίαστους, αλλά μόνο έναν από τους εμβολιασμένους».
Ο μεγάλος όγκος αυτού του κύματος που συνεχίζουν να οδηγούν οι νέοι ανεμβολίαστοι έχει ως συνέπεια την αύξηση των νοσηλειών περιστατικών COVID-19, η οποία θέτει για άλλη μία φορά σε εγρήγορση τα νοσοκομεία. Την περασμένη Πέμπτη καταγράφηκαν 173 νέες εισαγωγές ασθενών με COVID-19, όταν στα τέλη Ιουνίου οι νέες εισαγωγές ήταν περίπου 40 σε ημερήσια βάση.
«Τα νέα περιστατικά COVID στο νοσοκομείο έχουν αυξηθεί ραγδαία τις τελευταίες δέκα ημέρες. Ενώ το προηγούμενο διάστημα προσέρχονταν περίπου δύο νέα περιστατικά σε κάθε εφημερία μας, πλέον βλέπουμε περισσότερα από 20», επισημαίνει στην «Κ» η αναπληρώτρια καθηγήτρια Πνευμονολογίας του ΕΚΠΑ, στη Μονάδα Πνευμονολογίας και Αναπνευστικής Ανεπάρκειας της Α΄ Πανεπιστημιακής Κλινικής Εντατικής Θεραπείας στον Ευαγγελισμό και μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, Παρασκευή Κατσαούνου. Και συνεχίζει: «Οι ασθενείς που χρειάζονται νοσηλεία είναι σε ποσοστό 95%-96% ανεμβολίαστοι. Στην κλινική το τελευταίο διάστημα είχαμε ένα περιστατικό νοσηλείας πλήρως εμβολιασμένου, ο οποίος ωστόσο είναι ανοσοκατεσταλμένος και είναι γνωστό ότι σε αυτούς τους ασθενείς το εμβόλιο είναι λιγότερο αποτελεσματικό». Την παρατήρηση αυτή επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία που ανέφερε την περασμένη Πέμπτη και η καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας του ΕΚΠΑ Βάνα Παπαευαγγέλου, σύμφωνα με την οποία μόνο 42 από τους 4.600 ασθενείς που διασωληνώθηκαν συνολικά από τον Φεβρουάριο 2021 έως πριν από μία εβδομάδα είχαν πλήρως εμβολιαστεί

«Ο μέσος όρος ηλικίας των ασθενών που βλέπουμε έχει μειωθεί», συνεχίζει η κ. Κατσαούνου. «Αυτό θα σήμαινε πιο ελαφριά περιστατικά, αλλά είχαμε και σοβαρές περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, στην κλινική μας είχαμε μία 20χρονη και έναν 30χρονο χωρίς υποκείμενα νοσήματα και οι οποίοι χρειάστηκε να νοσηλευτούν σε ΜΕΘ, που σημαίνει ότι ναι μεν δεν νοσούν σοβαρά οι νέοι αλλά κάποιοι, έστω και ένα μικρό αλλά υπαρκτό ποσοστό, μπορεί να κινδυνεύσουν. Και με αυτή τη λογική θα έπρεπε να σκεφτούν τον εμβολιασμό όχι μόνο σαν υποχρέωση προς τους πιο μεγάλους αλλά και για τον εαυτό τους. Μας έχουν έρθει νεαροί ασθενείς με COVID-19 από νησιά με τις κάψουλες αεροδιακομιδών. Και αυτό έχει σημασία, γιατί στην εξίσωση για τη λήψη αποφάσεων αντιμετώπισης της COVID-19 πέρα από το σοβαρό πρόβλημα υγείας που προκαλεί, το κομμάτι της νοσηλείας, αλλά και την πίεση στο ΕΣΥ θα πρέπει να βάλουμε και το οικονομικό κόστος των αεροδιακομιδών». 

Ο καθηγητής Πνευμονολογίας του ΕΚΠΑ Στέλιος Λουκίδης, ως πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, επικοινώνησε με συναδέλφους του σε νοσοκομεία την τελευταία εβδομάδα και μεταφέρει στην «Κ» την εικόνα από τις νοσηλείες ασθενών με COVID-19. Οπως επισημαίνει, «όλοι έχουν την άποψη ότι υπάρχει μία αύξηση των εισαγωγών χωρίς ωστόσο να φτάνει στα όρια της πίεσης στο ΕΣΥ, κάτι που ενδεχομένως όμως να αλλάξει σε 10-15 ημέρες, λόγω του ότι τα εξιτήρια που εκδίδονται υπολείπονται των εισαγωγών. 
Αυτό που βλέπουμε είναι ότι το 90% των νοσηλευομένων είναι ανεμβολίαστοι, και από τους υπόλοιπους ένα μικρό ποσοστό είναι πλήρως εμβολιασμένοι. 
Αυτό επιβεβαιώνει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι ο εμβολιασμός ανεπιφύλακτα προστατεύει και δεύτερον, ότι ένα μικρό ποσοστό των εμβολιασμένων ενδέχεται να νοσήσει. Μάλιστα, το ποσοστό αυτό φαίνεται να είναι λίγο υψηλότερο όταν πρόκειται για το στέλεχος “Δέλτα” σε σχέση με άλλες παραλλαγές του SARS-CoV-2».


Η άμυνα του οργανισμού

«Η πιθανότητα να μολυνθεί από τον SARS-CoV-2 ένας εμβολιασμένος υπάρχει αλλά είναι πολύ μικρή, και υπολογίζεται περίπου στο 10% σε σχέση με τον κίνδυνο που διατρέχει ένας ανεμβολίαστος. 
Για να το εξηγήσω διαφορετικά, εάν ένας φορέας του στελέχους “Δέλτα” που είναι εξαιρετικά μεταδοτικό συναντηθεί με μία παρέα 20 ατόμων εκ των οποίων οι μισοί είναι ανεμβολίαστοι, έχει τη δυνατότητα να μολύνει τους 10 ανεμβολίαστους και μόνο έναν από τους εμβολιασμένους», τονίζει στην «Κ» ο καθηγητής φαρμακολογίας, φαρμακογονιδιωματικής και Ιατρικής Ακριβείας στο Ιατρικό Τμήμα του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Φαρμακολογίας, Ευάγγελος Μανωλόπουλος. Οπως εξηγεί, τα αντισώματα λειτουργούν ως άμυνα του οργανισμού και δεν αφήνουν τον ιό να εισέλθει στο κύτταρο και να πολλαπλασιαστεί. Στην περίπτωση που ο οργανισμός δεχθεί πολλούς ιούς τα αντισώματα θα τους εξουδετερώσουν όλους ή τουλάχιστον τους περισσότερους, που σημαίνει ότι ακόμα και εάν κάποιος μολυνθεί δεν μπορεί να αναπτύξει υψηλό ιικό φορτίο
«Και για τον λόγο αυτό ακόμα και εάν μολυνθεί, δεν θα νοσήσει σοβαρά, ενώ και η διάρκεια των ήπιων συμπτωμάτων που θα εκδηλώσει θα είναι μικρή, μικρότερη σε σχέση με κάποιον που δεν έχει κάνει το εμβόλιο. Και για τον ίδιο λόγο η πιθανότητα να μεταδώσει τον ιό είναι πολύ μικρότερη, περίπου 10%, συγκριτικά με την πιθανότητα ένας ανεμβολίαστος να μολύνει τους ανθρώπους γύρω του», επισημαίνει ο κ. Μανωλόπουλος. 

Εξαίρεση στον κανόνα αποτελούν τα άτομα με χαμηλή ανοσιακή απόκριση όπως είναι οι μεταμοσχευμένοι ή άτομα που κάνουν χρήση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων. Σε αυτή την περίπτωση η αποτελεσματικότητα των εμβολίων έχει φανεί ότι είναι πολύ χαμηλή. Εκτός από αυτούς τους ασθενείς προς το παρόν δεν έχουν αναφερθεί για άλλες κατηγορίες πασχόντων ουσιαστικές διαφορές στην προστασία που παρέχουν τα εμβόλια από το ενδεχόμενο νόσησης. 
Σχολιάζοντας τον διαφορετικό βαθμό πρόσβασης των εμβολιασμένων και των ανεμβολίαστων σε χώρους θεαμάτων και διασκέδασης, ο κ. Μανωλόπουλος τονίζει ότι αυτό γίνεται καθαρά για την προστασία των ανεμβολίαστων. «Δεν πρόκειται για προνόμια. Είναι οι εμβολιασμένοι που αποκτούν το δικαίωμα να επιστρέψουν σε μία φυσιολογική ζωή. Και παίρνουμε μέτρα, αφενός για να προστατέψουμε κάποιους εμβολιασμένους που λόγω χαμηλής ανοσιακής απόκρισης δεν καλύπτονται πλήρως από το εμβόλιο, αφετέρου για να προστατέψουμε τους ανεμβολίαστους. Να μη βρεθούν σε κλειστούς χώρους ή σε χώρους με συνθήκες συγχρωτισμού με άλλους, όπου κινδυνεύουν να κολλήσουν», καταλήγει ο καθηγητής.

Διάρκεια ανοσίας και τρίτη δόση 

Ο μεγάλος άγνωστος του εμβολιασμού παραμένει η διάρκεια της ανοσίας που παρέχουν τα εμβόλια. 
«Σύμφωνα με δημοσιευμένα δεδομένα, αντισώματα εντοπίζονται σχεδόν στο σύνολο των εμβολιασμένων για τουλάχιστον οκτώ μήνες. Και οι μελέτες συνεχίζονται. Αλλωστε τα αντισώματα είναι η μία διάσταση της ανοσίας. Υπάρχει και η κυτταρική ανοσία. Πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι αυτή μπορεί να είναι μακροχρόνια», σημειώνει στην «Κ» ο  καθηγητής Φαρμακολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Ευάγγελος Μανωλόπουλος
Το τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει η συζήτηση για τη χορήγηση μιας τρίτης δόσης του εμβολίου κατά προτεραιότητα σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, όπως άτομα με υποκείμενα νοσήματα και υγειονομικοί. Σύμφωνα με τον κ. Μανωλόπουλο, «εκτιμώ ότι το θέμα αυτό θα μας απασχολήσει πιο έντονα αρχές του φθινοπώρου. Αυτό που πρέπει να απαντηθεί είναι τι θα σημαίνει μια τρίτη δόση, δηλαδή πόσο επιπλέον διάστημα θα παρέχει προστασία και πώς σχετίζεται αυτή με έναν ενδεχόμενο επαναληπτικό εμβολιασμό»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου