Από το πετρέλαιο μέχρι τη ζάχαρη, από το παλλάδιο μέχρι το σιτάρι, από τον χαλκό μέχρι τη σόγια και από το καλαμπόκι ως το ρόδιο, διαπιστώνεται για διαφορετικούς λόγους και αιτίες, μια βουβή, συνεχής και παρατεταμένη άνοδος των τιμών τους.
Για αρκετούς αναλυτές, η τοποθέτηση νέων κεφαλαίων στην ευαίσθητη αγορά των εμπορευμάτων θα έχει... σίγουρα παρενέργειες, όπως και σε όλα τα asset classes, στα οποία εισρέουν ολοένα και περισσότερα κεφάλαια. Την περασμένη εβδομάδα πάνω από $58 δισ. νέα κεφάλαια εισέρρευσαν στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης / New York Stock Exchange (NYSE), την ίδια στιγμή που στην αγορά των ομολόγων / bonds καταγράφηκαν εισροές της τάξεως των $13 δισ. Αμφότερες οι κινήσεις αυτές, είναι ενδεικτικές των διαθέσεων των λιμναζόντων διαθέσιμων κεφαλαίων που αναζητούν αποδόσεις.
Είναι φανερό, ότι οι επενδυτές είναι αποφασισμένοι να ακολουθήσουν το σκαρφάλωμα των τιμών όλων των επενδυτικών κατηγοριών και προϊόντων, σε νέα δυσθεώρητα επίπεδα. Οι επενδυτές γνωρίζουν ότι οι αποτιμήσεις των χρηματιστηρίων βρίσκονται ψηλά, ότι οι τιμές των εμπορευμάτων έχουν ξεφύγει και ότι οι μετοχές των τεχνολογικών εταιρειών προεξοφλούν ήδη από σήμερα τις εξελίξεις της επόμενης δεκαετίας. Και όμως αγοράζουν. Γιατί;
Διότι νοιώθουν την σιγουριά, ότι οι τιμές θα κινηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση για καιρό ακόμα και δεν θέλουν να χάσουν την ευκαιρία. Και από που εκπορεύεται αυτή η σιγουριά; Από την διαρκή και αδιάληπτη παροχή ρευστότητας από το σύστημα των κεντρικών τραπεζών, που πλέον συνεπικουρείται από τα κρατικά πακέτα ενίσχυσης των οικονομιών, στην προσπάθεια αντιμετώπισης της ύφεσης λόγω της πανδημίας.
Επομένως στην ζυγαριά των επενδυτικών αποφάσεων, από την μια πλευρά μπαίνουν οι υψηλές αποτιμήσεις και από την άλλη πλευρά το μοναδικό στα ιστορικά χρονικά, κύμα ρευστότητας. Και η ζυγαριά γέρνει προς την δεύτερη πλευρά. Οπότε η δυναμική της ρευστότητας υπερνικά κατά κράτος, οποιεσδήποτε ενστάσεις για το ύψος των αποτιμήσεων και το υψηλό ρίσκο που παρουσιάζουν τοποθετήσεις σε αυτά τα επίπεδα τιμών.
Ταυτόχρονα οι επενδυτές δείχνουν σε αυτό το σημείο να αδιαφορούν για τις πληθωριστικές πιέσεις, που έχουν αρχίσει να γίνονται ορατές και να οριοθετούνται προς στιγμήν σε χαμηλά επίπεδα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Fed.
Στην επανεμφάνιση του πληθωρισμού, συνηγορούν τόσο η επιστροφή στην ανάπτυξη, που εκτιμάται ότι θα γίνει με ταχύτερους ρυθμούς από τους προβλεπόμενους λόγω των εμβολιασμών, όσο και η ισχυρή ταμειακή δυνατότητα των επιχειρήσεων, αλλά και των νοικοκυριών.
Η ταμειακή δυνατότητα αυτή, στηρίζεται στην μέχρι στιγμής μείωση της κατανάλωσης, στην διατήρηση αμυντικής και συντηρητικής στάσης ως προς τα έξοδα και τις δαπάνες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και στην κρατική ενίσχυση μέσω επιδομάτων και άλλων εργαλείων στήριξης.
Είναι σίγουρο ότι το «άνοιγμα» της αγοράς και η αύξηση της ζήτησης θα εμφανιστούν απότομα, σε μια στιγμή που το σύστημα της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, όχι μόνο δεν έχει επανέλθει στην κανονικότητα του, αλλά παρουσιάζει μεγάλες στρεβλώσεις.
Η πιθανότατη έκρηξη της ζήτησης, είναι σίγουρο ότι δεν θα ικανοποιηθεί στα τρέχοντα επίπεδα τιμών. Και αυτό θα συμβεί και λόγω της σημαντικής αύξησης των θαλάσσιων ναύλων και της μετατροπής αρκετών κοντέινερς που βρίσκονται εν πλω ή σε λιμάνια σε αποθηκευτικούς χώρους λόγω της αδυναμίας εκτελωνισμού τους. Μέχρι τότε όμως, οι ευαίσθητες κεραίες των επενδυτών θα έχουν αφουγκραστεί τη αλλαγή της τάσης.
Επομένως η απότομη ζήτηση, δεν θα είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί και η αναμενόμενη ανισορροπία θα οδηγήσει τις τιμές της πραγματικής οικονομίας υψηλότερα.
Η αγορά των ομολόγων, που παρακολουθεί από πιο κοντά τον πληθωρισμό, άρχισε ήδη να κερδίζει κάποιες μονάδες, προκαλώντας προβλήματα και στην πολιτική της Fed.
Αν οι κεντρικές τράπεζες σε όλον τον κόσμο, δεν διαβάσουν αυτές τις αλλαγές και επιμείνουν στην ίδια συνταγή των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων, τότε τα πράγματα θα γίνουν ακόμα δυσκολότερα. Διότι δεν θα έχουν δοθεί λύσεις, αλλά θα έχουν «κλωτσήσει το τενεκεδάκι πιο μακριά».
Η διατήρηση αυτής της στρέβλωσης, θα πλήξει την πραγματική οικονομία, το σύνολο των επενδυτικών προϊόντων, την παραγωγή χρηματιστηριακών υπεραξιών, την παραγωγικότητα, τον ανταγωνισμό, αφού το χαμηλού ή και μηδενικού κόστους χρήμα, διαταράσσει στο σύνολο της, την κοινωνία. Διότι παύει να αποτελεί εργαλείο έκτακτης ανάγκης, αλλά μετατρέπεται σε πάγια και διαρκή πολιτική επιλογή.
Συστημικό ατύχημα
To γεγονός, ότι αποσοβήθηκε ένα σημαντικό και ίσως συστημικό ατύχημα στις χρηματιστηριακές αγορές από το φαινόμενο των wallstreetbets/r, μάλλον εφησύχασε τις αγορές, αντί να τις θέσει σε συναγερμό. Η πιθανότητα συστημικού ατυχήματος όπως φάνηκε, είναι πολύ μεγάλη.
Και η πιθανότητα μετάδοσης της, είναι εξ ίσου σημαντική. Η ευφορία από τις υπερβολές των IPOs και των SPACs και οι πρόσφατες εξελίξεις στα κρυπτονομίσματα, συντελούν ακόμα περισσότερο στην απόκρυψη της αύξησης του ρίσκου.
Και εδώ η παρέμβαση του επίσημου τομέα, του λεγόμενου official sector, θα παίξει το δικό της ρόλο. Όπως στα χρηματιστήρια, όλα θα εξαρτηθούν από τις αποφάσεις των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών σχετικά με το πόσο μακριά μπορεί να πάει, η πολιτική του «δωρεάν χρήματος», έτσι και στα κρυπτονομίσματα, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες θα έχουν τον τελευταίο λόγο.
Τις τελευταίες ημέρες παρατηρείται μια συντονισμένη προσπάθεια του ιδιωτικού τομέα για την ένταξη του bitcoin στις συστημικές εμπορικές συναλλαγές, στις κεντρικές επενδυτικές και χρηματιστηριακές αγορές, στις τραπεζικές υπηρεσίες υποστήριξης και θεματοφυλακής. Αντίθετα ο επίσημος τομέας, όπως τον περιγράψαμε προηγουμένως, αυξάνει τα μηνύματα συναγερμού, ανησυχίας, επιφυλακής και δυσαρέσκειας.
Και εδώ ο κίνδυνος πρόκλησης ατυχήματος, εξαρτάται από τη απόφαση του κεντρικού συστήματος των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών, να «ξεμπερδέψουν» με τα κρυπτονομίσματα. Και ας μην γελιόμαστε. Η ευκολία με τη οποία οι αμερικανικές χρηματιστηριακές αρχές συνέβαλαν στη καταστροφή των ερασιτεχνών, κερδοσκόπων και ιδεοληπτικών νεαρών της wallstreetbets/r, που πήδηξαν στο κενό, έδειξε ότι για την προστασία του συστήματος, έστω και στο «παρά ένα», ο επίσημος τομέας αναλαμβάνει δράση.
Επομένως, οποιαδήποτε αλλαγή στις πολιτικές των χαμηλών επιτοκίων, της αέναης παροχής ρευστότητας και της ανεκτικότητας απέναντι στα κρυπτονομίσματα, θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικές ζημιές στα «πολλά και εύκολα λεφτά» των χρηματιστηριακών αγορών.
Και πότε θα μπορούσε να εμφανιστεί αυτή η αλλαγή; Όταν γίνει κοινή συνείδηση από την πλειοψηφία του επίσημου τομέα, ότι το επιταχυνόμενο παιχνίδι των χρηματιστηριακών υπεραξιών και ψηφιακών φουσκών, βλάπτει σοβαρά την πραγματική οικονομία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου