Σάββατο 23 Μαΐου 2020

Η στρατηγική περικύκλωση της Ελλάδας

Η δημόσια συζήτηση για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε μεγάλο βαθμό επικεντρώνεται στην καθημερινή διαχείριση του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε (π.χ. μεταναστευτικές ροές, παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, υπερπτήσεις). 
Έτσι όμως βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος.
Με μια σειρά από κινήσεις η Τουρκία πλέον επιδιώκει τη στρατηγική περικύκλωση (strategic encirclement) της Ελλάδας. 
Ο συγκεκριμένος όρος προέρχεται από την επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων και περιγράφει τη στρατηγική που εφαρμόστηκε στο παρελθόν από τις ΗΠΑ εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, του... Ιράν και άλλων εχθρικών χωρών.
Μια προσεκτική ματιά στον χάρτη θα πείσει ακόμα και τον πιο δύσπιστο παρατηρητή. 
Η Άγκυρα ενισχύει καθημερινά το καθεστώς του Σάρατζ στην Τρίπολη με ξένους μισθοφόρους, στρατιωτικούς συμβούλους και οπλικά συστήματα. Το τουρκικό ναυτικό διατηρεί μια ιδιαίτερα ισχυρή παρουσία στα ανοικτά της Λιβύης που παρέχει ένα πέπλο προστασίας στις φιλοτουρκικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, η Άγκυρα έχει δημιουργήσει μια αεροπορική γέφυρα με την Τρίπολη που τροφοδοτεί συνεχώς την πολεμική προσπάθεια.
Η Τουρκία έχει πετύχει τον βασικό της σκοπό, παίρνοντας μεγάλα ρίσκα. Έχει αποκτήσει ένα στρατηγικό προγεφύρωμα στην κεντρική Μεσόγειο, που αργά ή γρήγορα θα χρησιμοποιήσει εναντίον μας. 
Η υπογραφή του τουρκο-λιβυκού μνημονίου για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών ήταν μόνο η αρχή.


Παράλληλα, η τουρκική ηγεσία έχει κατορθώσει να ενισχύσει την αμυντική της σχέση με την Αλβανία, εκμεταλλευόμενη τις βαθιά ριζωμένες ανασφάλειες που υπάρχουν στη γειτονική χώρα έναντι της Ελλάδας. 
Πριν ακριβώς έναν μήνα, το αλβανικό κοινοβούλιο επικύρωσε τη διμερή συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας. Στις 23 Απριλίου, δηλαδή την ίδια μέρα με την επικύρωση, ανακοινώθηκε η συμμετοχή του αλβανικού ναυτικού στη μεγάλη τουρκική ναυτική άσκηση «Ασπίδα της Μεσογείου» (Akdeniz Kalkanı).

Δεν είναι όμως μόνο η Αλβανία που προσελκύει το τουρκικό ενδιαφέρον στα Βαλκάνια. Με αφορμή τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, η τουρκική διπλωματία κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί την ψυχρότητα που υπάρχει στις σχέσεις της Αθήνας με τη Σόφια. 
Αυτή οφείλεται στη Συμφωνία των Πρεσπών που αναγνώρισε (παρά τις έντονες βουλγαρικές αντιρρήσεις) τη μακεδονική ταυτότητα και γλώσσα. Με άλλα λόγια, εξομαλύνθηκε μερικώς η σχέση μας με τα Σκόπια εις βάρος των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων. Αυτή είναι μια κρίσιμη παράμετρος που αγνοήθηκε από την τότε κυβέρνηση που διαπραγματεύθηκε τη συμφωνία.

Την ίδια στιγμή, η Άγκυρα ενισχύει διαρκώς τη ναυτική της παρουσία στην κυπριακή ΑΟΖ για να ασκήσει πίεση στην Κυπριακή Δημοκρατία και κατά επέκταση στην Ελλάδα. 
Επίσης, η τουρκική διπλωματία κάνει διπλωματικά ανοίγματα σε χώρες που νιώθουν αποκλεισμένες από τα ενεργειακά τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως είναι ο Λίβανος, η Ιορδανία και η Παλαιστινιακή Αρχή. Στη Συρία, παρά τις ήττες που έχει υποστεί, η Άγκυρα έχει πετύχει τον έλεγχο των βορειοδυτικών περιοχών. Δεν πρέπει να διαφεύγει τις προσοχής μας ότι δεν έχει γίνει ακόμα οριοθέτηση της κυπριακής ΑΟΖ με τη Συρία.


Το συμπέρασμα είναι ότι η τουρκική ηγεσία έχει υιοθετήσει μια στρατηγική περικύκλωσης της Ελλάδας και της Κύπρου. Η τουρκική ηγεσία οικοδομεί ένα πλέγμα συμμαχιών για να αυξήσει την πίεση στην Αθήνα και τη Λευκωσία. Ακόμα και να υποθέσει κανείς ότι τίποτα με όλα αυτά δεν μας αφορούν (με εξαίρεση την τουρκική παρουσία στην κυπριακή ΑΟΖ), οι κινήσεις της Άγκυρας εκ των πραγμάτων επηρεάζουν την ελληνική ασφάλεια.

Η δημιουργία των τριμερών σχημάτων συνεργασιών με την Αίγυπτο και Ισραήλ δεν μπορεί από μόνη της να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του τουρκικού αναθεωρητισμού. 
Πρέπει να ληφθούν μεγάλες πρωτοβουλίες από την ελληνική πλευρά για τη στρατηγική ανάσχεση της τουρκικής επιθετικότητας. Οι διμερείς μας σχέσεις με τη Μόσχα βρίσκονται σε απελπιστικά χαμηλό επίπεδο, με ευθύνη και των δύο πλευρών.

Η Ρωσία δεν είναι ούτε «εταίρος», ούτε «σύμμαχος» είναι μια μεγάλη δύναμη που η Αθήνα δεν έχει σοβαρό λόγο να αποξενώσει. Τη στιγμή μάλιστα που πολλές σοβαρές φωνές στην Αμερική και την Ευρώπη ζητούν εξομάλυνση των σχέσεων με το Κρεμλίνο. Εξάλλου, η μεγάλη βελτίωση των ρωσοτουρκικών σχέσεων επέτρεψε στην Άγκυρα να στρέψει την προσοχή της στην Ανατολική και Κεντρική Μεσόγειο.

Το διπλωματικό άνοιγμα στη Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι μια σημαντική εξέλιξη που πιστώνεται η σημερινή ηγεσία του ΥΠΕΞ. 
Δεν φτάνει όμως αυτό. 
Η Ελλάδα πρέπει να εκπονήσει μια νέα ολιστική πολιτική για τη Μέση Ανατολή. Να δώσει έμφαση στην ανάπτυξη των σχέσεων της με τον Λίβανο, τη Συρία (ο πόλεμος τελειώνει!), την Ιορδανία και τη Τυνησία. Η Αθήνα πρέπει επίσης να οικοδομήσει μια νέα σχέση με τον κουρδικό παράγοντα εκτός Τουρκίας, έστω με τη συνδρομή μη κρατικών δρώντων (ΜΚΟ, επιχειρηματικός κόσμος).

Η σχέση μας με την Τουρκία έχει περάσει σε μια νέα φάση αντιπαράθεσης με άγνωστη κατάληξη. ΄Όσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσουμε, τόσο το καλύτερο για εμάς.

Μάνος Καραγιάννης
Αναπληρωτής Καθηγητής στο King's College London και 
στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου