Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

«Οσία Μαρία η Αιγυπτία» - Διήγημα του Βασίλη Τσιαμπούση επ’ ευκαιρία της εορτής της (1η Απριλίου)

ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ Δευτέρα κάποιας Μεγάλης Τεσσαρακοστής, στα χρόνια που ο Ιουστινιανός βασίλευε στην Πόλη, ένας ιεροµόναχος ονόµατι Ζωσιµάς ακολουθώντας τον Κανόνα του µοναστηριού του Τιµίου Προδρόµου πήρε µισό ψωµί και τρία ξερά σύκα και χώθηκε στην έρηµο της Ιουδαίας.
Για είκοσι µέρες περπατούσε και προσευχόταν ακατάπαυστα. Έτρωγε, αν έβρισκε, άγριο µέλι και, αντί για νερό, µασούσε χλωρά φύλλα απ’ τα φυτά που αποτελούσαν τη λιγοστή βλάστηση. 

Την εικοστή πρώτη µέρα συνάντησε έναν ξεροχείµαρρο. Στάθηκε να ξαποστάσει και τότε αντιλήφθηκε ότι απ’ την απέναντι όχθη τον παρακολουθούσε κρυφά µια ανθρώπινη φιγούρα.
Ήταν ένα αποστεωµένο ον µε σώµα γυµνό και καµένο από τον ήλιο, σαν...

να ’χε βγει µέσα από κάποια καπνοδόχο· οι άσπρες τρίχες της κεφαλής του έφταναν µέχρι τα γόνατα και κάπως κάλυπταν τη γύµνια του.
Ο Ζωσιµάς προχώρησε προς το µέρος του πιστεύοντας ότι θα ’ταν κάποιος ασκητής της ερήµου. Ο άλλος όµως, βλέποντάς τον να πλησιάζει, κρύφτηκε πίσω από έναν βράχο και του φώναξε: «Αβά, µη µε πλησιάζεις, είµαι γυναίκα και µάλιστα γυµνή. Αν όµως θέλεις να µιλήσουµε, δώσ’ µου το πανωφόρι σου να σκεπαστώ».
Τότε ο ιεροµόναχος έριξε καταγής το ράσο του κι έστρεψε το πρόσωπό του στην αντίθετη µεριά. Eκείνη ήρθε, το φόρεσε και γονατίζοντας του είπε: «Πάτερ, εὐλόγησον».
Όταν σηκώθηκε όρθια, τον ρώτησε: «Πώς βρέθηκες, αβά, σ’ αυτό το µέρος, όπου έζησα η αµαρτωλή σαράντα εφτά χρόνια χωρίς ν’ αλλάξω κουβέντα µε κανέναν και χωρίς κανείς να δει τη γύµνια και την αθλιότητά µου;».
«Κάθε Σαρακοστή», της αποκρίθηκε εκείνος, «οι αδελφοί της µονής του Τιµίου Προδρόµου βγαίνουµε κι ασκητεύουµε στην έρηµο µε προσευχή και νηστεία. Την Κυριακή των Βαΐων επιστρέφουµε στο µοναστήρι για να ψάλλουµε τα Θεία Πάθη και την ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου µας. Έτσι βρέθηκα εδώ πέρα. Όσο για τ’ ότι σε συνάντησα, ίσως είναι θέληµα Θεού και ποιος µπορεί να καταλάβει τις βουλές Του».
«Δόξα Σοι ὁ Θεὸς ἡµῶν, δόξα Σοι!», έκανε εκείνη τον σταυρό της. Έπειτα ρώτησε διστακτικά: «Πάτερ, πώς είναι ο έξω κόσµος; Πώς στέκεται η Εκκλησία µας, τ’ αδέρφια µας, τα έθνη τα µικρά και τα µεγάλα; Η Αίγυπτος και η Αλεξάνδρεια; Η Ιερουσαλήµ; Οι πλούσιοι και οι φτωχοί; Οι υγιείς και οι άρρωστοι, που ο Θεός να τους δίνει κουράγιο;».
Ο Ζωσιµάς απάντησε: «Μητέρα, ο Χριστός χαρίζει απλόχερα την αγάπη Του στον κόσµο. Κι εκείνοι που Τον δέχονται γίνονται ευτυχισµένοι. Αλλά κι όσους κρατούν τα φυλλοκάρδια τους κλειστά, κι αυτούς τους νοιάζεται ο Πατέρας µας και ίσως περισσότερο απ’ τους άλλους».
«Κύριε ελέησον!», έκανε πάλι η γυναίκα τον σταυρό της.
«Αν θέλεις όµως», είπε ο Ζωσιµάς, «πες µου κι εσύ πώς βρέθηκες στην έρηµο. Ποια είναι η ιστορία σου, ποιοι ήταν οι δικοί σου, η πατρίδα σου… Και σ’ τα ρωτάω αυτά για να γνωρίσω την αγιότητά σου, εγώ που πέρασα όλη τη ζωή µου κλεισµένος σ’ ένα στενό κελί».
Εκείνη του είπε: 

«Θα σου διηγηθώ την ιστορία µου, αλλά πρώτα ας προσευχηθούµε για τους κατατρεγµένους του κόσµου, για τις πόρνες και τους αλήτες, για τους µπεκρήδες και τους ζητιάνους, για τους δούλους των σαρκικών απολαύσεων, για όλους όσοι υποφέρουν. Και προσευχήσου, πάτερ, και για µένα, γιατί, όπως αυτός ο ξεροπόταµος είναι η απόδειξη ότι από δω περνούσε κάποτε ρέµα ορµητικό, έτσι και η καρδιά µου είναι βαθιά αυλακωµένη από την αµαρτία».
Όταν η προσευχή τους τελείωσε, η γυναίκα κάθισε καταγής, έσκυψε το κεφάλι, όπως κάνουν στην εξοµολόγηση, και άρχισε να διηγείται:
«Γεννήθηκα σ’ ένα ψαροχώρι της Αιγύπτου, δέκα καλύβες όλες κι όλες πνιγµένες στη φτώχεια και τη λάσπη. Δώδεκα χρονών το έσκασα και πήγα στην Αλεξάνδρεια, να ζήσω µια καλύτερη ζωή. Εκεί έπιασα δουλειά σ’ ένα εργαστήριο κι έκλωθα ρόκα. Με τα χρήµατα που έπαιρνα ίσα που εξασφάλιζα το ψωµί µου αλλά, επειδή ήµουν ανεξάρτητη, ένιωθα περηφάνια κι ευχαρίστηση.
Καθώς δεν είχα συγγενείς και φίλους, σχετίστηκα από νωρίς µε πολλούς άντρες. Ήµουν φιλήδονη κι ακόλαστη και µου φαινόταν ότι προορισµός µου ήταν να ικανοποιώ τη φύση µου κι εκείνους που έρχονταν µαζί µου. Κάποιοι νόµιζαν ότι πουλούσα το κορµί µου για χρήµατα αλλά εµένα πιο πολύ µ’ ένοιαζε η ερωτική µου ευχαρίστηση.
Ένα πρωί σεργιάνιζα στο λιµάνι της πόλης και αντιλήφθηκα πολύ κόσµο να επιβιβάζεται σε µεγάλα καράβια. Ήταν άντρες, γυναίκες, νεαροί και νεαρές, που κουβαλούσαν µπόγους και εφόδια για µακρινό ταξίδι. Ρωτώντας έµαθα ότι θα ταξίδευαν στους Άγιους Τόπους, για να γιορτάσουν την Ύψωση του Τίµιου Σταυρού. Κι επειδή µου άρεσαν οι περιπέτειες, αποφάσισα να ταξιδέψω µαζί τους. Δεν είχα όµως χρήµατα και ζήτησα, µε θράσος, από κάποιους νεαρούς να µου πληρώσουν τα ναύλα. Ήταν περισσότεροι από δέκα και τους υποσχέθηκα ότι στο πλοίο θα τους πρόσφερα το σώµα µου γι’ αντάλλαγµα.
Μετά από λίγες µέρες βρέθηκα στα Ιεροσόλυµα. Κατά το ταξίδι δεν υπήρξε ακολασία που να µην την έκανα. Τόσο, που αργότερα απορούσα πώς δεν µας έστειλε όλους ο Θεός στον πάτο της θάλασσας. Αλλά, σκεφτόµουν, στο καράβι υπήρχαν και µικρά παιδιά που δεν τα βάραινε κανένα κρίµα. Και µόνο έπειτα από χρόνια κατάλαβα ότι ο Θεός δεν αφανίζει τους αµαρτωλούς αλλά επιµένει να τους δίνει ευκαιρίες για να επιστρέψουν στην αγκαλιά του.
Όταν έφτασε η µέρα της Ύψωσης του Σταυρού, απ’ το πρωί µαζεύτηκαν στον ναό της Αναστάσεως άντρες, γυναίκες, παιδιά, Έλληνες, Άραβες, Εβραίοι κι όλες οι φυλές του κόσµου. Στεκόµουν εντυπωσιασµένη στο προαύλιο και παρατηρούσα τα πρόσωπά τους, τα χρώµατα των ρούχων τους, τα τουρµπάνια και τις µαντίλες που φορούσαν στα κεφάλια τους, τις θεαµατικές χειρονοµίες τους... Την ώρα που χτυπούσαν οι καµπάνες για τη Θεία Ύψωση επιχείρησα να µπω κι εγώ στον ναό. Ήθελα να παρακολουθήσω όσα θα γίνονταν, για να µπορώ αργότερα να τα διηγούµαι στους δικούς µου. Αλλά ένιωσα µια αόρατη δύναµη να µ’ εµποδίζει να περάσω το κατώφλι, σαν ρεύµα δυνατό που µ’ έσπρωχνε προς τα πίσω. Προσπάθησα κι άλλες φορές να µπω και πάλι χωρίς αποτέλεσµα. Εξαντληµένη εγκατέλειψα την προσπάθεια πιστεύοντας ότι για τον Θεό ήµουν ένα σκουπίδι, ένα τίποτε, γι’ αυτό µε έδιωχνε από κοντά Του.
Γύρισα στην αυλή και κάθισα σ’ ένα πεζούλι. Έβλεπα γονιούς µε µικρά παιδιά να χώνονται στον ναό σαν να ήταν το σπίτι τους. Γέρους και γριές να σέρνουν τα πόδια τους ή να τους κουβαλούν µέσα σε κουβέρτες και τίποτε να µην τους εµποδίζει να προσκυνήσουν. Έβαλα τα κλάµατα, την ίδια στιγµή που ξέσπασε µια ξαφνική καλοκαιριάτικη µπόρα. Και τότε µου φάνηκε σαν να ήταν οι χοντρές σταγόνες τα δάκρυα της Παναγίας, που ανακατεύονταν µε τα δικά µου.
Στο µεταξύ, όσοι ήταν στον αυλόγυρο έτρεχαν να καλυφθούν κάτω από υπόστεγα ή µέσα στον ναό. Εγώ έπεσα καταγής, µέσα στις λάσπες, κι έµεινα ακίνητη. Τα ρούχα µου µούσκεψαν και βρόµισαν, και τα µαλλιά µου κόλλησαν στο κεφάλι µου. Ενώ βρισκόµουν σ’ αυτή την κατάσταση, ξετυλίχτηκε µέσα µου, µε ντροπή και σπαραγµό, το κουβάρι της προηγούµενης ζωής µου. Κι έπιασα ένα µινύρισµα: «Μανούλα, σώσε µε, µόνο εσένα έχω… Μανούλα µου, µόνο εσένα έχω…», που το επαναλάµβανα συνέχεια, ώσπου έχασα τελείως τις αισθήσεις µου.
Συνήλθα γύρω στο µεσηµέρι. Τη στιγµή που άνοιξα τα µάτια µου, κάποιος, νοµίζοντας ότι ήµουν ζητιάνα, µου έδωσε τρεις δεκάρες. Τις έσφιξα στη χούφτα µου, µ’ αυτές θ’ ανάψω ένα κερί, σκέφτηκα.
Στον ναό η λειτουργία είχε τελειώσει αλλά ο κόσµος συνέχιζε να καταφτάνει και να προσκυνά. Στάθηκα πάλι µπροστά στην τεράστια ξύλινη πόρτα. Κι αισθάνθηκα το αεράκι πάλι να µε σπρώχνει, µόνο που αυτή τη φορά µε χτυπούσε στην πλάτη και ήταν γλυκό σαν χάδι.
Προσκύνησα τον Τίµιο Σταυρό και όλες τις εικόνες µία προς µία. Αγκάλιασα την εικόνα της Παναγίας και χρειάστηκε να µε αποσπάσουν µε τη βία από πάνω της, γιατί ήθελαν να προσκυνήσουν κι άλλοι. Στάθηκα µπροστά στο εικόνισµα του αγίου Ιωάννη του Προδρόµου και άρχισα να τον παρατηρώ µε προσοχή: Αδύνατος σαν σκιάχτρο, ντυµένος µε κουρέλια αλλά στην πλάτη είχε φτερά σαν αετός. Δίπλα στα πόδια του ήταν ζωγραφισµένο ένα πιάτο που είχε µέσα το κοµµένο του κεφάλι, το ίδιο που στηριζόταν στους γερµένους ώµους του. Συνέχισα να τον κοιτάζω ώρα πολλή, µην µπορώντας να ξεκολλήσω τα µάτια µου από πάνω του.
Σε µια στιγµή πλησίασε ένας ηλικιωµένος νεωκόρος. Η εµφάνισή µου και η στάση µου έδειχναν ότι ήµουν τρελή και ίσως κάποιος ανώτερος τον είχε διατάξει να µε διώξει. Εγώ, αντί να διαµαρτυρηθώ ή να θυµώσω, γονάτισα και του φίλησα τα πόδια. Απόρησε και ταράχτηκε. Ύστερα τον ρώτησα ποια ήταν η ιστορία του αγίου της εικόνας.

«Είναι ο Ιωάννης ο Πρόδροµος», παραξενεύτηκε που δεν τον ήξερα. «Πέρασε τη ζωή του στην έρηµο τρώγοντας ακρίδες και άγριο µέλι. Αυτός βάφτισε τον Ιησού Χριστό αλλά έπειτα ο Ηρώδης του έκοψε το κεφάλι· το βλέπεις που βρίσκεται µέσα στο πιάτο;».
«Και τα φτερά;», τον ρώτησα.
«Τα φτερά… φυτρώνουν στις πλάτες εκείνων που ασκητεύουν πολλά χρόνια. Σε όσους ξεπερνούν την ανθρώπινη φύση και γίνονται άγγελοι».
«Και γιατί είναι φτιαγµένα από πούπουλα, όπως των πουλιών;».
«Τα πούπουλα… είναι τα εκατοµµύρια των προσευχών που έχουν απευθύνει στον Θεό. Ίσως να τους τα δίνει Εκείνος για να ζεσταίνονται τις νύχτες, ξέρω κι εγώ τι να σου πω;».
Τη στιγµή που έβγαινα απ’ τον ναό, ο γέρος µε πρόλαβε και µου έδωσε δυο πρόσφορα κι ένα µικρό προσευχητάρι, τυλιγµένα σε µια πετσέτα. Αισθάνθηκα χαρά, γιατί ποτέ µέχρι τότε δεν είχα αποχτήσει κάποιο δικό µου βιβλίο. Μετά από πορεία πολλών ηµερών κατέληξα σ’ αυτόν τον τόπο.
Από τότε εδώ είναι το σπίτι µου και η εκκλησία µου. Έζησα τρώγοντας ρίζες και πίνοντας τα δάκρυα των ξεραµένων φυτών. Τα ρούχα µου έλιωσαν κι έµεινα γυµνή. Πολλές φορές τις νύχτες λιποθυµούσα από την παγωνιά. Και την άλλη µέρα οι ακτίνες του ήλιου µε τύφλωναν και µου έκαιγαν το σώµα και τα χείλη, θαρρείς για να σκοτώσουν τις αναµνήσεις των αµαρτιών µου. Κατόρθωσα όµως να επιβιώσω, γιατί η Παναγία δεν µε άφησε ούτε µια στιγµή µονάχη!»
.
Όταν τέλειωσε την αφήγησή της, τα µάτια του πατέρα Ζωσιµά ήταν δακρυσµένα.
«Αβά», του είπε η γυναίκα µε συµπάθεια, «δεν είναι σωστό να κλαις για µένα. Εγώ ήµουν νεκρή και αναστήθηκα, χαµένη στο πουθενά κι επέστρεψα στην αγκαλιά της µάνας µου· δεν θέλω λοιπόν να λογαριάζεις ότι υποφέρω».
«Πώς αλλιώς να σου δείξω την αγάπη µου», της είπε εκείνος, «αν όχι µε τα δάκρυά µου;».
«Αν θέλεις να µου δείξεις την αγάπη σου, του χρόνου, τη Μεγάλη Πέµπτη, να µου φέρεις Θεία Κοινωνία, να κοινωνήσω. Θα σε περιµένω απέναντι απ’ το µοναστήρι, εκεί που ο Ιορδάνης πλησιάζει τις κατοικηµένες περιοχές. Αυτό είναι το µεγαλύτερο δώρο που θα µπορούσες να µου κάνεις».
Έπειτα του φανέρωσε ότι τα τελευταία χρόνια ζητούσε επίµονα από τον Θεό να της επιτρέψει να εξοµολογηθεί και να κοινωνήσει. «Κι έστειλε εσένα να µε συναντήσεις στη µέση της ερήµου».
«Μητέρα», συγκινήθηκε ακόµα πιο πολύ ο αβάς, «θέλω να σου δώσω ένα κοµµάτι από το ράσο µου, σαν υπόσχεση ότι του χρόνου θα έρθω να σε κοινωνήσω». Εκείνη αρνήθηκε, «Εσένα», του είπε, «θα σε χρειαστεί περισσότερο απ’ ότι σ’ εµένα».

Όλους τους επόµενους µήνες ο Ζωσιµάς σκεφτόταν τη γυναίκα που ούτε το όνοµά της είχε ζητήσει να µάθει. Είχε απερίγραπτη επιθυµία κι αγωνία να την ξαναδεί και προσευχόταν κάθε µέρα στον Θεό µην τυχόν συνέβαινε κάτι απρόοπτο και δεν µπορούσαν να ξανασυναντηθούν.
Την επόµενη Σαρακοστή ο αβάς ήταν άρρωστος και δεν βγήκε από το µοναστήρι στην έρηµο. Τα χρόνια τον βάραιναν και η υγεία του ήταν εύθραυστη. Τη Μεγάλη Πέµπτη όµως έβαλε σ’ ένα µικρό σκεύος τη Θεία Κοινωνία και σ’ ένα σακούλι δυο φέτες ψωµί και λίγες µουλιασµένες φακές. Χαράµατα αναχώρησε για το συµφωνηµένο µέρος.
Η γυναίκα έφτασε, όταν είχε πια νυχτώσει. Πέρασε τον ποταµό, τον πλησίασε και του είπε: «Πάτερ, ευλόγησον», κι έπεσε στα γόνατα.
«Ευλογηµένος ο Θεός που ήρθες», της αποκρίθηκε ο Ζωσιµάς χαρούµενος.
Χωρίς άλλη κουβέντα, σηµάδι της µεγάλης της λαχτάρας, άρχισε εκείνη ν’ απαγγέλει το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ἡµῶν», ενώ σταυροκοπιόταν συνεχώς. Ο αβάς έβγαλε το σκεύος, όπου είχε φυλαγµένη τη Θεία Κοινωνία: «Μεταλαµβάνει ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ…», «Μαρία», είπε τ’ όνοµά της η γυναίκα και κοινώνησε. Έπειτα σήκωσε τα χέρια της στον ουρανό και µουρµούρισε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην Σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆµα σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλµοί µου τὸ σωτήριόν Σου».
Τότε ο Ζωσιµάς πρόσεξε ότι τα χέρια και τα πόδια της δεν είχαν πια καθόλου σάρκα, ήταν µόνο δέρµα και κόκαλα. Το πρόσωπό της όµως έλαµπε σαν ήλιος µέσα στη νύχτα. Και τα µάτια της φανέρωναν τη µεγάλη ευτυχία που αισθανόταν. Της πρόσφερε το µπαλωµένο ράσο του κι εκείνη το φόρεσε. Ήταν τόση η αγιότητά της, ώστε προηγουµένως δεν την ένοιαξε που ο αβάς την είχε δει γυµνή.
Έπειτα της πρόσφερε το ψωµί και τις µουσκεµένες φακές. Κάνοντας τον σταυρό της πήρε µε τα δάχτυλά της τρία σπυριά. Τα κατάπιε και είπε: «Δόξα Σοι ὁ Θεὸς ἡµῶν, δόξα Σοι». Όταν σηκώθηκε να φύγει, του ζήτησε την επόµενη Σαρακοστή να έρθει πάλι στον ξεροχείµαρρο, όπου είχαν συναντηθεί την πρώτη φορά. «Θα σε περιµένω εκεί», του είπε.
«Μακάρι να ήµουν άγιος», απάντησε ο αβάς, «να ερχόµουν από τώρα µαζί σου στην έρηµο». Και, πριν προλάβει εκείνη ν’ αντιδράσει, έπεσε στα γόνατα και της φίλησε τα δάχτυλα των ποδιών.

Την επόµενη Σαρακοστή η υγεία του Ζωσιµά ήταν καλύτερη.
 
Ξεκίνησε, λοιπόν, πρωί της Καθαράς Δευτέρας έχοντας µαζί του λίγο ψωµί και νερό. Έφτασε στον ξεροχείµαρρο µετά από τρεις µέρες ασταµάτητης πορείας. Και κατευθύνθηκε στον βράχο πίσω απ’ τον οποίο η Μαρία είχε κρυφτεί στην πρώτη τους συνάντηση. 
Τη βρήκε ξαπλωµένη στο χώµα, νεκρή, µε το σώµα της απείραχτο και τα χέρια σταυρωµένα στο στήθος. Πάνω από το κεφάλι της, σκαλισµένα στον βράχο, υπήρχαν ανορθόγραφα τα εξής λόγια: «Αβά Ζωσιµά, πέθανα τον µήνα Φαρµεθί, αµέσως µετά που κοινώνησα. Θάψε το νεκρό µου σώµα και ψάλε τη νεκρώσιµη ακολουθία, για να µε συγχωρήσει ο Θεός».
Ο Ζωσιµάς, µε το ελάχιστο νερό που του ’χε αποµείνει, έπλυνε το πρόσωπό της και είπε τα νεκρώσιµα τροπάρια. Έπειτα έσκαψε τον τάφο της και την έθαψε. Με δύο κοµµάτια ξύλο έκανε ένα σταυρό, ενώ µε πέτρες έγραψε στο χώµα τ’ όνοµά της. Από κάτω, µε πετραδάκια µαζεµένα από την κοίτη του χειµάρρου, συµπλήρωσε: «Το πνεύµα της έκανε πανιά, η σάρκα της από παλιά ήταν φευγάτη· η γη σκεπάζει µόνο τα νεκρά οστά της»…

Αυτή είναι µια αφήγηση του βίου της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας για όσους πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται οι άγιοι να περπατούν επάνω στα νερά χωρίς να βυθίζονται, να προσεύχονται αιωρούµενοι, να ηµερεύουν άγρια θηρία, ν’ αντέχουν στις κακουχίες και τα βασανιστήρια χωρίς να υποφέρουν, για να πειστούµε πόσο µεγάλη είναι η χάρη του Θεού και πόσο θαυµαστός ο κόσµος στον οποίο ζούµε.
Όσο για κάποιους άλλους, που αναζητούν την Αλήθεια στην ανατροπή της φυσικής τάξης και ενισχύονται ψυχικά από παραµυθολογίες, καθόλου µην τους περιγελάσουµε. 
Γιατί, αν δεν υπήρχαν κι αυτοί τότε… ποιος θα εγκατέλειπε ποτέ την Αλεξάνδρεια και τις ηδονές της για να καταφύγει στην έρηµο, ποιος θα πουλούσε τα υπάρχοντά του για να τα µοιράσει στους φτωχούς, ποιος θα στοιχηµάτιζε την ίδια την ψυχή του για να κερδίσει µια καθόλου σίγουρη θέση στην αιώνια ζωή;

Βασίλης Τσιαμπούσης
facebook.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου