Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

ΤΟ ΜΠΟΥΡΣΟΥΚΙ

Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο και υπαίθριες δραστηριότητεςΌνομα : Χρυσάνθη
Επίθετο : Αλεβιζάκη
Όνομα πατρός : Εμμανουήλ
Όνομα μητρός : Μυροφόρα
Τόπος γέννησης : Κιλκίς
………………………………………………………………………………………
Η Χρυσάνθη Αλεβιζάκη ήταν δικαστής, Πρόεδρος Πρωτοδικών στη Θεσσαλονίκη. Ήταν μοναχοπαίδι του συνταγματάρχη Μανώλη Αλεβιζάκη, ήρωα της Κορέας και πραγματικού αντιστασιακού στη διάρκεια της δικτατορίας, που διώχθηκε τότε από το στρατό και...
πέθανε απ’ τον καημό του. 
Η μάνα της, μια εργατική και ήσυχη γυναίκα, έχασε τον κόσμο όλο όταν έχασε τον άντρα της. Το πάλεψε λίγα χρόνια με τη μοδιστρική που καταγινόταν, αλλά σε λίγο καιρό “έφυγε” κι αυτή και η Χρυσάνθη έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνη της για να καταφέρει σπουδάσει. Την έφαγαν οι δρόμοι για τα ιδιαίτερα από γειτονιά σε γειτονιά, τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Αργότερα, ρίχτηκε πάλι με τα μούτρα στο διάβασμα για να γίνει δικαστής, μιας και πίστευε ότι αυτό το επάγγελμα της ταίριαζε. Δεν έβλεπε τίποτα έξω από το στόχο της. Στο τέλος τα κατάφερε. Τι τα θες όμως, μ’ αυτά και μ’ αυτά, έχασε τη χρυσή ηλικία της νιότης της. Δεν έζησε σαν νέος άνθρωπος, δεν διασκέδασε, δεν φλέρταρε. Σχέσεις με το άλλο φύλο δεν είχε ποτέ. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το διαχειριστεί. Τι δηλαδή, να ράβεται απ’ το φιγουρίνι και να βάφεται για να τραβήξει την προσοχή των αντρών; Δεν ήταν του χαρακτήρα της. Όποιος έχει μάτια, βλέπει, δεν χρειάζονται τα φκιασίδια. Έτσι έλεγε για να παρηγορήσει τον εαυτό της. Άφησε τα πράγματα στην τύχη τους και όσο περνούσε ο καιρός, η εικόνα της ερχόταν όλο και κοντύτερα στο στερεότυπο της μεγαλοκοπέλας. Τα χρώματα που αγαπούσε να φοράει ήταν το γκρι, το μπεζ και ότι άλλο τη βοηθούσε να γίνεται αόρατη, έτσι που να μην ενοχλεί και να μην την ενοχλούνε στο δρόμο. Την εμφάνισή της συμπλήρωναν κάτι στρογγυλά γιακαδάκια, (πού τα βρισκε και τ’ αγόραζε ένας Θεός ξέρει), κάτι χαμηλές γόβες και ένα μαλλί κοντό, χωρίς χτένισμα, πιασμένο με ένα κοκαλάκι σαν κι αυτό που της φορούσε η μάνα της στο σχολείο. Ήταν πια δρομολογημένο ότι θα έμενε στο ράφι, μόνη, άκληρη κι έρημη. Αν ζούσε ο πατέρας της, δεν θα τα περνούσε αυτά. Δυστυχώς όμως, μόνο κάποιες αναμνήσεις έμεναν απ’ αυτόν στο μυαλό της, που τις ανασκάλευε κάθε τόσο για να κρατάει την εικόνα του ζωντανή, καθώς και ένα σκαλιστό κασελάκι με φωτογραφίες και άλλα θυμητάρια του, που το είχε πάντα δίπλα, στο προσκεφάλι της.
Δικαστής σαν τη Χρυσάνθη δεν ξαναπέρασε από τα έδρανα του Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης. Πάντα διαβασμένη στις υποθέσεις που δίκαζε, με βαθειά γνώση της νομοθεσίας, με αίσθηση δικαίου, με πάθος για το επάγγελμα και την επιστήμη της, με αγωνία να μην αδικήσει ποτέ κανέναν στην κρίση της. Τα κοινά εγκλήματα ήταν η καθημερινή ρουτίνα της. Ήταν όμως και τα εγκλήματα πάθους που ήταν γι’ αυτήν μεγάλο μυστήριο. Δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς ένας άνθρωπος που είναι το αρνί του Θεού όλη του τη ζωή, μπορεί να αρχίσει ξαφνικά να μοιράζει μαχαιριές και κουμπουριές, λες και κάποιο θηρίο που ταϊζόταν και μεγάλωνε μέσα του, έσπασε τα ξαφνικά τα λουριά του και να βγήκε στο μεϊντάνι. Οι άνθρωποι αυτοί στο δικαστήριο, ούτε να κρυφτούν νοιάζονταν, ούτε και για ελαφρυντικά. Δήλωναν ένοχοι και μπορούσαν να την κοιτάζουν κατάματα σαν να είχαν κάνει το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Στην Χρυσάνθη όμως δεν έφτανε μια απλή ομολογία. Ήθελε τη βαθύτερη αιτία των πραγμάτων. Γι’ αυτό και στις δίκες έδινε πάντα μεγάλο βάρος στην ακροαματική διαδικασία. Μια δικογραφία δεν της έλεγε και πολλά πράγματα. Την αποστήθιζε στο πι και φι, της έμεναν όμως πολλά ερωτήματα που έπρεπε να απαντηθούν. Ρωτούσαν οι δικηγόροι τα δικά τους, αλλά η Χρυσάνθη είχε τη δικιά της ατζέντα στην εξέταση των μαρτύρων. Ρωτούσε για την παιδική ηλικία των κατηγορουμένων, το περιβάλλον που μεγάλωσαν και προσπαθούσε να βρει το νήμα που ένωνε όλα αυτά με την κακή κατάληξη. Και επειδή συνήθως άκρη δεν έβγαζε, κόντευε πια να πιστέψει ότι οι εγκληματίες γεννιούνται, δεν γίνονται. Την ετυμηγορία της φυσικά, την έβγαζε με βάση τα πραγματικά στοιχεία, πάντα όμως, για ικανοποίηση της δικής της περιέργειας, έψαχνε προσεκτικά να βρει την κρυμμένη υποψία μοχθηρίας στο βλέμμα του ενόχου, την παράξενη γωνία στο σαγόνι του, την κοψιά του αρπακτικού στη μύτη του κι όταν τα έβρισκε, ή τα επινοούσε, τότε ησύχαζε. Ο άνθρωπος αυτός, σκεφτόταν, το έχει γραμμένο στο κούτελο ότι είναι κακοποιός, πώς δεν το ‘χε προσέξει κανείς ως τότε; Ευτυχώς, αυτήν δεν την ξεγελούσαν όλοι αυτοί οι διπρόσωποι. Τους ξεχώριζε και τους κρατούσε σε απόσταση απ’ τη ζωή της, 40 χρόνια τώρα.
Για να λέμε την αλήθεια, στην τέχνη της φυσιογνωμίστριας την είχε μυήσει η Αντωνία η ξαδέρφη της, ο μόνος κοντινός της άνθρωπος. Η Αντωνία ήταν το άκρο αντίθετο της Χρυσάνθης, ήταν πνεύμα ελεύθερο και μποέμ, με μια ευθύτητα σπάνια για γυναίκα. Μπορούσε να έχει στη ζωή της όσους άντρες ήθελε -και η αλήθεια είναι ότι είχε κατά καιρούς διάφορους- αλλά δεν έκανε χωριό με κανέναν γιατί την εμπόδιζε ένα πράμα: Είχε ένα κοφτερό μάτι και ένα κοφτερό μυαλό που έβγαζε αμέσως στην επιφάνεια “τα άδηλα και τα κρύφια” ελαττώματα και τις αδυναμίες των ανδρών που συναντούσε. Ξεχώριζε αμέσως τον σπαγκοραμμένο, τον μαμάκια, τον ανασφαλή, το βίαιο, ή το τζογαδόρο και τους έβγαζε κόκκινη κάρτα από τα πρώτα ραντεβού. Γεννήθηκε με το χάρισμα του Αγίου της, του Αγίου Αντωνίου, που έβλεπε με ποιο ζώο μοιάζει η ψυχή του ανθρώπου που είχε απέναντί του. Αυτός, έλεγε, είναι αλεπού, αυτός τράγος, εκείνος γεράκι και γελούσαν με την Χρυσάνθη γιατί συνήθως δεν έκανε λάθος στην κρίση της.
Η ψυχή κάθε ανθρώπου κρατάει από κάτι που άλλοτε φαίνεται από μακριά και άλλοτε πρέπει να ψάξεις πολύ για να το βρεις. Είναι μια αδυναμία, ένα ψυχικό τραύμα, ή ένα πάθος που κυριαρχεί και κουμαντάρει τη ζωή μας. Μόνο λίγοι, οι πιο δυνατοί, μπορούν και πορεύονται ίσα στη ζωή τους γιατί κρατούν αυτό το κάτι δεμένο μέσα σε μια κάμαρα στα κατάβαθα της ψυχής τους, έχουν πετάξει το κλειδί και ούτε απ’ έξω τολμούν να περάσουν μη τυχόν και δραπετεύσει και τους πάρει τον έλεγχο. Οι άλλοι, οι αδύναμοι, γίνονται καθημερινά έρμαια των παθών τους και είναι να τους κλαις.
Ο Μάκης το λαμόγιο, ζούσε στη γειτονιά της Χρυσάνθης, ήταν ο βιότοπός του. Είχε καβαντζάρει από καιρό τα τριάντα, αλλά χαΐρι και προκοπή δεν έκανε. Δεν ήταν γόνος πλουσίων, δεν είχε κάποιες ξεχωριστές γνώσεις και ικανότητες, ήταν κοντόχοντρος, δεν ήταν όμορφος, δεν είχε κάποιο μπάρμπα στην Κορώνη να τον διορίσει κάπου, ήτανε και φυγόπονος από γεννησιμιού του, έπρεπε να βρει τρόπο να επιβιώνει και τον βρήκε: Πωλητής αγάπης. Μάλιστα, πωλητής αγάπης για γυναίκες μέσης ηλικίας! Η δικιά του θεωρία έλεγε ότι η αγάπη στις μέρες μας είναι “αγαθό εν ανεπαρκεία”, οπότε, τι πιο εύκολο και φυσικό να θέλεις καλύψεις αυτή την ανάγκη; Με τη διαφορά, ότι σ’ αυτή τη δουλειά, δεν πρέπει να είσαι ψιλικατζής, την αγάπη πρέπει να την πουλάς στους στερημένους απλόχερα. Η δουλειά αυτή, που δεν είναι δουλειά αλλά υψηλή τέχνη, θέλει τον τρόπο της. Και πρώτα-πρώτα, θέλει ένα πεδίο δράσης. Ο κυνηγότοπος του Μάκη ήταν το Super Market της γειτονιάς γιατί εκεί εκτός από την εξωτερική εμφάνιση του “μιλούσαν” και πολλά άλλα πράγματα. Ερχόταν, ας πούμε, το υποκείμενο να ψωνίσει μόνο τα Σάββατα; Έβγαινε αβίαστα το συμπέρασμα ότι είναι εργαζόμενη. Αγόραζε ξυριστικά, ή τίποτε βάζα που τ’ ανοίγουν μόνο οι μπρατσωμένοι; Ζει με άντρα, απορρίπτεται! Παιδικά τρόφιμα και μεγάλες ποσότητες τροφίμων; Οικογένεια, μακριά! Γυναικεία είδη του μηνός; Χμμ! Είδη για κατοικίδια; Αχά! Τα αξιολογούσε όλα, έφτιαχνε το προφίλ του θύματος και μια μέρα το πλεύριζε εντελώς τυχαία στην ουρά, στο ταμείο.
- Και σεις κίττυ-φουντ αγοράζετε; Είναι τα καλύτερα. Και εγώ από αυτά παίρνω. Αφήστε να σας βοηθήσω με το σακί.
Η Χρυσάνθη αναπήδησε ξαφνιασμένη.
Πρώτον γιατί είχε βδομάδες να της απευθύνει κάποιος το λόγο.
Δεύτερον γιατί έβλεπε έναν άντρα φιλόζωο. Όλοι όσοι έχουν κατοικίδια αισθάνονται συγγενείς αναμεταξύ τους.
Τρίτον γιατί ο νέος άντρας απέναντι, της χαμογελούσε με μια τέτοια φιλοφρονητική διάθεσή που δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της. Της φάνηκε κιόλας σαν να την καλόβλεπε.
- Μάκης! Μάκης Άγγελάτος, αγρονόμος-τοπογράφος, της συστήθηκε.
Χαμογέλασε αμήχανα και κοκκίνισε σαν Γυμνασιοκόριτσο. Τα υπόλοιπα ήρθαν σαν φυσική συνέπεια των πραγμάτων. Καφεδάκια στο Corfu και στου Τόττη, βόλτες στην παραλία, κρασάκι τα βράδια στα Κάστρα. Ζούσε σε όνειρο η Χρυσάνθη. Ξαφνικά ο κόσμος όλος απόχτησε χρώμα και ουσία. Τι ωραίο πράμα που είναι να σ’ αγαπάνε, να σε αποδέχονται, να αποζητάνε τη μυρωδιά του κορμιού σου! Δεν είχε πια μυαλό ούτε για τη δουλειά της, ούτε για τίποτ’ άλλο. Μόνο πότε θα σχολάσει την ένοιαζε, να βγει στην αγορά για ρούχα και καλλυντικά, να περάσει από το εργοτάξιο να πάρει το Μάκη με το αυτοκίνητο να πάνε για μεσημεριανό ουζάκι. Στηνόταν εκείνο τον καιρό η αερογέφυρα της Σταυρούπολης και εκεί τον έβρισκε το Μάκη με τη φόρμα και το κράνος εργασίας, να δίνει εντολές στους εργάτες και εκείνοι να τον ακούν με προσοχή και ευλάβεια. Στην πινακίδα του έργου, δέσποζε το όνομά του : Τοπογράφος μηχανικός : Γεράσιμος Αγγελάτος.
Τι ωραίο πράμα να σ’ αγαπάνε! Και επειδή η χαρά είναι για να μοιράζεται, η Χρυσάνθη κανόνισε να βγουν ένα βράδυ με την αγαπημένη της ξαδέρφη την Αντωνία, για να της γνωρίσει τον ένα και μοναδικό άντρα της ζωής της.
Μισό λεπτό χρειάστηκε η Αντωνία για να τον αντιπαθήσει το Μάκη. Δεν της άρεσε ο τρόπος που έκανε χειραψία, με την παλάμη του σε γωνία, σα να ήθελε να αποφύγει την επαφή. Δεν της άρεσε το νύχι στο μικρό δάχτυλο, δεν της άρεσε που δεν την κοίταζε κατάματα, δεν της άρεσε το σουλούπι του γενικώς. Είδε απέναντί της έναν άνθρωπο ύπουλο, χωρίς ουσία, που δεν είχε να πει και τίποτε ενδιαφέρον.
- Πώς σου φάνηκε ο Μάκης, τη ρώτησε η Χρυσάνθη, μερικές μέρες αργότερα, όταν έμειναν μόνες. Με τι ζώο σου μοιάζει;
- Με μπουρσούκι, είπε ορθά-κοφτά η Αντωνία. Και επειδή είδε τα μάτια της Χρυσάνθης να σκοτεινιάζουν, συνέχισε: “Είσαι ερωτευμένη κακομοίρα μου! Καλά κάνεις, ζήσε το, αλλά μη δίνεις βάση σ’ αυτό τον τύπο, δεν αξίζει ούτε όσο το νυχάκι σου. Έχε το νου σου, μη ξανοίγεσαι μαζί του!” Την άφησε σύξυλη και έκανε να φύγει. Ξαναγύρισε όμως αμέσως, για να της δώσει τη χαριστική βολή. “Και πού ’σαι, αν αυτός ο τύπος είναι τοπογράφος, εγώ είμαι αστροναύτισα. Πού ακούστηκε μωρέ, τοπογράφος να μη ξέρει τι είναι το αζιμούθιο; Το ανέφερα προηγουμένως για να του κάνω τεστ, αλλά έμεινε μεταξεταστέος”
Έφυγε η Αντωνία, αλλά η φυτιλιά που άναψε στη Χρυσάνθη ήταν μεγάλη. Μαύρα φίδια τη ζώσανε γιατί πριν λίγες μέρες, πήγε και έδωσε στο Μάκη 25 εκατομμύρια δραχμές, τις οικονομίες της ζωής της. Όχι για να τα ξοδέψει. Ήθελε, λέει, να τα καταθέσει στο Παρακαταθηκών και Δανείων για να βγάλει μια εγγυητική επιστολή προκειμένου να πάρει μια νέα μεγάλη δουλειά από το Δημόσιο. Θα της τα επέστρεφε μόλις τελείωνε η δουλειά. Και τώρα που το καλοσκέφτονταν, είχε τρεις μέρες να τον δει, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει. Την επόμενη το πρωί, η Χρυσάνθη έκανε την πρώτη κοπάνα από τη δουλειά της. Τηλεφώνησε στην υπηρεσία της ότι είναι άρρωστη και πήρε ίσα το δρόμο για το εργοτάξιο. Έψαξε το Μάκη αλλά δεν τον βρήκε κι όταν ζήτησε τον κύριο Αγγελάτο, της έδειξαν ένα ηλικιωμένο κύριο, ανεβασμένο σε μια σκαλωσιά. “Όχι αυτόν, τον κύριο Γεράσιμο Αγγελάτο”, ξαναρώτησε η Χρυσάνθη, για να πάρει την απάντηση ότι αυτός ήταν που έψαχνε και δεν υπάρχει άλλος.
Μια ζαλάδα της ήρθε της Χρυσάνθης. Ξαφνικά ο κόσμος σκοτείνιασε. Ούτε κι αυτή κατάλαβε πώς οδήγησε μέχρι την οικοδομή του Μάκη. Χτύπησε, ξαναχτύπησε το κουδούνι, αλλά δεν απαντούσε κανείς. Γύρισε σπίτι και έπεσε στο κρεβάτι να πεθάνει από τη στεναχώρια της. Τη συνέφερε το κλειδί που γύρισε στην πόρτα και πικρογέλασε γιατί αναλογίστηκε σε ποιον άνθρωπο διάλεξε να δώσει τα κλειδιά στου σπιτιού της! Ο Μάκης το λαμόγιο δεν το ’χε σκοπό να ξαναπεράσει, αλλά είχε αφήσει εκεί ένα τρίποδα. Ήταν ένας ρώσικος τρίποδας της κακιάς ώρας, αλλά ήταν το εργαλείο της δουλειάς του, αναγκαίο για το επόμενο θύμα που είχε εντοπίσει. Μπήκε μέσα στο διαμέρισμα αλλά αντί για μια ερωτευμένη κοπελίτσα, βρήκε την Πρόεδρο Πρωτοδικών Χρυσάνθη Αλεβιζάκη που τον υποδέχθηκε με τις ανάλογες …. τιμές. Τον πληροφόρησε ότι είχε μπλέξει για τα καλά. Για την πλαστοπροσωπία και τη διακεκριμένη απάτη είχε εξασφαλισμένα τουλάχιστον δέκα χρόνια φυλακή. Το καλό που τον ήθελε, ήταν να της επιστρέψει αμέσως τα χρήματα.
Ο Μάκης το λαμόγιο, τα άκουσε και ούτε που ίδρωσε το αυτί του.
- Α, στο διάλο ρε παρτάλι, που θα με φοβερίσεις κιόλα, της απάντησε. Χάρη σου έκανα μωρή! Το μοναδικό άνθρωπο στη Γή που καταδέχτηκε να σε πηδήξει, δεν πρέπει να τον πληρώσεις; Στο τζάμπα ήθελες να τη βγάλεις;
Η Χρυσάνθη τρόμαξε από την ξαφνική μεταμόρφωση του ανθρώπου που αγάπησε. Έβλεπε να τη βρίζει ένας άγνωστος αλήτης και δεν μπορούσε να βάλει σε τάξη το μυαλό της. Μαζεύτηκε στο κρεβάτι και έγινε ένα κουβάρι. Άκουγε και δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Ήταν ανυπεράσπιστη απέναντι στην κακία όλου του κόσμου που μαζεύτηκε στο πρόσωπο ενός ανθρώπου. Και ήταν μόνη, πολύ μόνη. Αν ζούσε ο πατέρας της….. έπιασε το κασελάκι με τα θυμητάρια του και το έβαλε μπροστά της σαν ασπίδα κόντρα στη
χυδαιότητα που τη χτυπούσε αλύπητα. “Σου άνοιξα την καρδιά μου” ψέλλισε.
- Ποια καρδιά σου μωρή, τα μπούτια σου άνοιξες. Όλη η Θεσσαλονίκη σε ξέρει τι κέρατο είσαι, συνέχιζε ο άλλος. Θα χαρούν να μάθει ο κόσμος όλος ότι είσαι μια κωλόγρια που με πλήρωνες για να σου κάνω τα ανώμαλα γούστα σου!
Σα σφυριές χτυπούσαν τα λόγια του στ’ αυτιά της Χρυσάνθης. Αχ, αν ζούσε ο πατέρας της….
.
Ο βροντώδης υδράργυρος είναι ένα άλας, μια χημική σκόνη, άσπρη χωρίς καμιά μυρουδιά, που δεν την πιάνει το μάτι σου. Άμα βρεθεί πεταμένη στο δρόμο, θα την πατήσεις, θα την προσπεράσεις, μπορεί να της ρίξεις και καμιά ροχάλα. Όμως δεν είναι αυτό που φαίνεται. Πολλά πράματα στη ζωή τα μετράμε λάθος. Κλεισμένη στο μπρούτζινο καβούκι της μια τέτοια σκονίτσα έκανε ένα μακρύ ταξίδι από τη Μασσαχουσέτη μέχρι την Κορέα, κρυμμένη στο μύλο του Smith & Wesson του συνταγματάρχη Αλεβιζάκη. Ήρθε μετά στη Θεσσαλονίκη και φώλιασε εκεί μέσα για 25 χρόνια, έτοιμη να δείξει τη μανία της σε πρώτη ζήτηση. Ένας επικρουστήρας τη χτύπησε άξαφνα και πήρε φωτιά, άναψε το μπαρούτι μπροστά της κι αυτό με τη σειρά του έφτυσε ένα βλήμα των 10 χιλιοστών. Τον βρήκε το Μάκη ίσα στο στόμα και τον έκανε βγάλει το σκασμό για πάντα.
Λένε ότι ο εγκέφαλος του ανθρώπου την ώρα που πεθαίνουμε συνεχίζει να λειτουργεί για μερικά λεπτά. Πρέπει να είναι αλήθεια, αλλιώς δεν εξηγείται η απορία στο βλέμμα του Μάκη που απόμεινε να κοιτάζει την κάνη που κάπνιζε στα χέρια της Χρυσάνθης, πριν σωριαστεί καταγής.
……………………………………………………………………………………………………………….
ΠΡΟΣ :
Το Συμβούλιο Χαρίτων, Αθήνα
Αξιότιμοι κύριοι, σε συνέχεια της από 2 Μαρτίου τρέχοντος έτους αίτησής μου, επανέρχομαι σήμερα με την επιστολή μου αυτή και ζητώ την ακύρωση της ως άνω αίτησης, καθόσον δεν επιθυμώ πλέον την χορήγηση χάριτος που παρέχουν οι ευεργετικές διατάξεις του Ν. ΧΧΧΧ/ΥΥ.
Με τιμή
Χρυσάνθη Αλεβιζάκη

Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού - Αθήνα
.
Δίπλωσε την επιστολή η Χρυσάνθη, την έβαλε στο φάκελο και τον σφράγισε. Αναστέναξε με ικανοποίηση. Ήταν μια τρέλα της στιγμής η αίτηση χάρητος που έκανε τον προηγούμενο μήνα. Να βγει έξω να κάνει τι; Τη δουλειά της την έχασε πια. Στο σπίτι της δεν είχε σκοπό να ξαναπατήσει. Και ξαδέρφη της η Αντωνία ήπιε ένα κουτί χάπια και “έφυγε” χωρίς να της πει ούτε γεια. Έγραψε μόνο ένα “α, στο διάλο, βαρέθηκα”, και τίποτε άλλο.
Εδώ στη φυλακή η Χρυσάνθη είχε βρει την αγάπη και την αποδοχή που δεν είχε έξω. Δεν την φοβόταν κανένας. Ίσα-ίσα, την αγαπούσαν και τη σέβονταν αληθινά οι φύλακες αλλά και οι κρατούμενες, αφού ήταν και ο άμισθος νομικός τους σύμβουλος. Εκεί μέσα, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει γυναίκες κατάδικους και να καταλάβει πως και οι εγκληματίες έχουν πολλές φορές αισθήματα και πως οι άνθρωποι κάνουν τρελά πράγματα όταν η συναισθηματική φόρτιση ξεπερνάει το βάρος που μπορούν να αντέξουν.
Άνοιξε ένα σακουλάκι και έριξε στο τραπεζάκι μερικά κουνιά σιτάρι. Διάλεξε δέκα γερά και τα αράδιασε στο παράθυρο του κελιού της. Αύριο πρωί-πρωί θα ερχόταν ένας σπουργίτης, ένας ατσέλεγος, που έλεγε ο πατέρας της. Πάει ένας χρόνος που είχαν πιάσει φιλίες. Θα της έλεγε μια φωνακλάδικη καλημέρα όλο τσιρ-τσιρ, θα έτρωγε αργά και αριστοκρατικά το στάρι του και μετά θα της τραγουδούσε μερικά δικά του τραγούδια, πριν χαθεί ξανά στον ουρανό μέχρι την επόμενη το πρωί.
Η Χρυσάνθη ξάπλωσε στο κρεβάτι της, κοίταξε το ταβάνι και αναστέναξε ξανά με ανακούφιση. Τράβηξε την κουβέρτα ίσαμε τη μύτη της και έκλεισε τα μάτια με χαμόγελο.
Τι ωραία που είναι όταν σ’ αγαπούν !

Ιεροκλής Σαββίδης
Τα μασάλια
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΟ ΦΩΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ “ΜΑΣΑΛΙΑ”


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου