Χάσαμε την ευνοϊκή διεθνή συγκυρία των τελευταίων ετών, με χαμηλή ισοτιμία του ευρώ, φθηνό πετρέλαιο, και χαμηλά επιτόκια, προκειμένου να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις στιβαρής ανάκαμψης της οικονομίας.
Τώρα, χρειαζόμαστε διπλή δουλειά και σε χειρότερες διεθνείς συνθήκες για να ξεκολλήσουμε από το τέλμα, να αναστήσουμε τις ελπίδες μιας δυναμικής ανάπτυξης και να αποφύγουμε ένα 4ο Μνημόνιο.
Κάτω από αυτό το πρίσμα διαβάζουν την συνεχή αναθεώρηση επί τα χείρω των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας, και τα μηνύματα που εκπέμπει η εύθραυστη ανάκαμψη...
δέκα μήνες πριν εκπνεύσει το 3ο Μνημόνιο, δύο γνωστοί οικονομολόγοι, ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων Πάνος Τσακλόγλου, και ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας.
Αμφότεροι συμφωνούν ότι έπρεπε ήδη να τρέχαμε με ρυθμούς 3% για να λέμε ότι έχουμε προοπτική εξόδου από την κρίση, αλλά είμαστε κολλημένοι λίγο πάνω από το 1% και βρισκόμαστε να κυνηγάμε ξανά την ουρά μας. Βλέπουμε τους στόχους της ανάπτυξης να αναθεωρούνται προς τα κάτω ο ένας μετά τον άλλο, την κλεψύδρα να αδειάζει και να καλούμαστε μέσα σε ελάχιστο χρόνο να κάνουμε μια βροχή μεταρρυθμίσεων για να αποφύγουμε ένα 4ο Μνημόνιο.
«Είναι πασιφανής η ανάγκη για εδραίωση κλίματος φιλικού προς τις επενδύσεις- στην πράξη, όχι μόνο στα λόγια- για να μπορέσει η οικονομία μας να ξεκολλήσει από το τέλμα, αν θέλουμε να αποφύγουμε το 4ο Μνημόνιο», λέει ο καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πάνος Τσακλόγλου.
Διαβάζει την χθεσινή ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ ως μια επιβεβαίωση αυτού που πολλοί οικονομολόγοι υποψιάζονταν καιρό τώρα: Ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του 2014, της μοναδικής χρονιάς που η οικονομία αναπτύχθηκε μέσα στη κρίση, ήταν υψηλότερος του καταγεγραμμένου (0,7% αντί για 0,3%), ενώ αντίθετα οι ρυθμοί του 2015 και του 2016 ήταν υπερεκτιμημένοι (-0,3% αντί για -0,2% και -0,2% αντί για 0%).
«Δυστυχώς η ανάπτυξη που ξεκίνησε το 2014 ανετράπη κυρίως με τις παλινωδίες της "περήφανης διαπραγμάτευσης", και κατόπιν με τις ατέρμονες διαπραγματεύσεις με τους "θεσμούς". Ακόμη χειρότερα, δύσκολα θα συναντήσουμε ξανά την άκρως θετική διεθνή συγκυρία των τελευταίων ετών, δηλαδή τη χαμηλή ισοτιμία του ευρώ, τα χαμηλά επιτόκια, την χαμηλή τιμή πετρελαίου, την άφθονη ρευστότητα, και την ισχυρή ανάκαμψη των εμπορικών μας εταίρων», σχολιάζει ο κ. Τσακλόγλου.
Το ερώτημα επομένως είναι εύλογο, που είναι η ανάπτυξη που μας είχε υποσχεθεί ο κ. Τσίπρας;
Ενώ έχουμε ένα πρόγραμμα που έχει σχεδιαστεί για να τρέχει με ρυθμό κοντά στο 3%, βρισκόμαστε λίγο πάνω από το 1% (1,3% -1,5% σύμφωνα με το ΙΟΒΕ). Στην κυβέρνηση επικαλούνται ως πρόβλημα το χρέος, επιχείρημα έωλο, αφού το επιτόκιο με το οποίο εξυπηρετούμε τα δάνεια του ESM είναι μόλις 0,8% όταν σε άλλες χώρες το κόστος αυτό κινείται στο 1,5%.
Ενώ η χώρα έχει βγει από την ύφεση, αναπτύσσεται με ένα τόσο υποτονικό ρυθμό, ώστε αποκλίνει αντί να συγκλίνει με την Ευρωζώνη. Ενώ βρισκόμαστε δέκα μήνες πριν βγούμε από το Μνημόνιο, επενδύσεις δεν βλέπουμε, ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις εκκρεμούν (αξιολόγηση στο Δημόσιο, ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης), η οικονομία παραμένει «κλειστή» σε πολλούς τομείς, και η ανταγωνιστικότητα βρίσκεται καρφωμένη στην 87η θέση (από 86η πέρυσι). Αν είχαν διαμορφωθεί ισχυρές αναπτυξιακές προοπτικές, οι αγορές θα το είχαν «μετρήσει», τα επιτόκια δανεισμού δεν θα παρέμεναν καρφωμένα στο 5,5% (ελληνικό 10ετές), και θα είχαμε μπει σε τροχιά διαδοχικών αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής μας ικανότητας.
Ενώ με άλλα λόγια, στις αρχές του 2017 καλλιεργήθηκαν ελπίδες ότι θα είναι η πρώτη χρονιά στιβαρής ανάπτυξης της οικονομίας και υπέρβασης της κρίσης, είμαστε πάλι στο όριο.
Κάτι δεν πάει καλά, και αυτό λέγεται ανικανότητα προσέλκυσης επενδύσεων, δίχως τις οποίες δεν υπάρχει success story. Διότι οι επενδύσεις παραμένουν κολλημένες στο αναιμικό 11% του ΑΕΠ, όταν στην Ευρωζώνη βρίσκονται στο 23%.
«Το χάσμα από την Ευρωζώνη αυξάνεται αντί να μειώνεται, βλέπουμε φέτος ότι κινούμαστε σε ανάπτυξη 1,3%-1,5%, δηλαδή στο μισό του αρχικού στόχου (2,7%), άρα σαφώς και υπάρχει αστοχία, και το χειρότερο είναι ότι αυτή συνέβη μέσα σε ένα πολύ ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον», σχολιάζει στο Liberal, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας. Επουδενί ο θετικός ρυθμός της φετινής ανάπτυξης δεν πρέπει να λειτουργήσει παραπλανητικά και να πιστέψουμε ότι οι δομικές αλλαγές μπορούν να περιμένουν, προσθέτει ο κ. Βέττας. Και επισημαίνει ότι από εδώ και πέρα θα πρέπει να κάνουμε πρωταθλητισμό σε μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να πετύχουμε το 2018 ανάπτυξη πάνω από 2%, στόχος που σήμερα φαίνεται αμφίβολος.
Αμφότεροι οι συνομιλητές μας συμφωνούν ότι αν αυτή η μεταρρυθμιστική ατζέντα δεν αποτελέσει ιδιοκτησία της κυβέρνησης, δεν πρόκειται να εφαρμοστεί στο σύνολό της και με σωστό τρόπο. Τα παραδείγματα είναι ήδη πολλά. Μεγάλες καθυστερήσεις σε επενδυτικά έργα όπως το Ελληνικό, απροθυμία της κυβέρνησης να προχωρήσει σε μια ουσιαστική διοικητική μεταρρύθμιση, επιθετική στάση απέναντι στη δικαιοσύνη και άλλους ανεξάρτητους θεσμούς και επιλογή να στηρίζει συντεχνιακά συμφέροντα εις βάρος της τεχνολογικής καινοτομίας και των καταναλωτών (το παράδειγμα με την εφαρμογή BEAT είναι χαρακτηριστικό).
Του Γιώργου Φιντικάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου