Ιδίως αν είναι ο αφηγηματικός χείμαρρος που γεμίζει κάθε φορά από τα ρεύματα της φαντασίας του Γιάνη Βαρουφάκη.
Υποτίθεται ότι κάθε φορά ακούει κανείς τι συνέβη το μακρύ εξάμηνο του 2015. Ομως, από τα σουφρωμένα χείλη του πρώην υπουργού ποτέ δεν βγαίνει ίδια η ιστορία.
Η αφήγηση είναι πάντα νέα και ποτέ γραμμική. Η βαρουφακική πραγματικότητα δεν είναι μια σειρά γεγονότων.
Είναι ένας πολτός από αναχρονισμούς...
(είχε «διαβάσει» τη συμφωνία της 13ης Ιουλίου ήδη από το βράδυ του δημοψηφίσματος), εξωραϊσμούς (δεν πρότεινε παράλληλο νόμισμα, αλλά «παράλληλο σύστημα πληρωμών»), συνωμοσιολογίες (σχεδίασαν το 3ο μνημόνιο για να αποτύχει) και, βεβαίως, σοφιστείες («ο μόνος τρόπος για να αποφύγουμε τη δραχμή είναι να τη φοβόμαστε λιγότερο από το κλείσιμο της αξιολόγησης»).
Τίποτε από αυτά δεν είναι πρωτότυπο. Εχοντας αποθησαυρίσει μια παρ’ ολίγον καταστροφή ως την πιο λαμπρή στιγμή του, ο Βαρουφάκης σταδιοδρομεί τα τελευταία δύο χρόνια επινοώντας διαρκώς το παρελθόν μέσα στο οποίο δοξάστηκε. Ο αφηγητής είναι ίδιος, αλλά αυτό που έχει αλλάξει είναι οι συνθήκες πρόσληψης του αφηγήματος.
Θα περίμενε κανείς ότι η περιγραφή του πιο δραματικού κεφαλαίου της μεταπολιτευτικής ιστορίας σε ύφος τελενουβέλας θα προκαλούσε θυμό.
Θα περίμενε κανείς ότι η άνεση με την οποία ο Βαρουφάκης εύχεται να τον παραπέμψουν στο Ειδικό Δικαστήριο –επειδή το φαντάζεται σαν «φόρουμ» ή, ακόμα καλύτερα, σαν «θέατρο»– θα συναντούσε κατακραυγή.
Και όμως. Το ακροατήριο του Βαρουφάκη έχει εξοικειωθεί τόσο με το αποτρόπαιο, που δεν το προσλαμβάνει πια ως αποτρόπαιο.
Γιατί, όπως ο Βαρουφάκης βλέπει το 2015 μέσα από τους φακούς του ναρκισσισμού του, έτσι και το ακροατήριό του βλέπει αλλιώς την ιστορία. Τη βιώνει μέσα από ένα στρώμα κόπωσης και απόγνωσης.
Ακούει, ας πούμε, ότι, δύο χρόνια μετά, οι τράπεζες καταφεύγουν πάλι στον αναπνευστήρα του ELA και είναι σαν να διαβάζει προπέρσινη εφημερίδα.
Η αφήγηση είναι πάντα νέα και ποτέ γραμμική. Η βαρουφακική πραγματικότητα δεν είναι μια σειρά γεγονότων.
Είναι ένας πολτός από αναχρονισμούς...
(είχε «διαβάσει» τη συμφωνία της 13ης Ιουλίου ήδη από το βράδυ του δημοψηφίσματος), εξωραϊσμούς (δεν πρότεινε παράλληλο νόμισμα, αλλά «παράλληλο σύστημα πληρωμών»), συνωμοσιολογίες (σχεδίασαν το 3ο μνημόνιο για να αποτύχει) και, βεβαίως, σοφιστείες («ο μόνος τρόπος για να αποφύγουμε τη δραχμή είναι να τη φοβόμαστε λιγότερο από το κλείσιμο της αξιολόγησης»).
Τίποτε από αυτά δεν είναι πρωτότυπο. Εχοντας αποθησαυρίσει μια παρ’ ολίγον καταστροφή ως την πιο λαμπρή στιγμή του, ο Βαρουφάκης σταδιοδρομεί τα τελευταία δύο χρόνια επινοώντας διαρκώς το παρελθόν μέσα στο οποίο δοξάστηκε. Ο αφηγητής είναι ίδιος, αλλά αυτό που έχει αλλάξει είναι οι συνθήκες πρόσληψης του αφηγήματος.
Θα περίμενε κανείς ότι η περιγραφή του πιο δραματικού κεφαλαίου της μεταπολιτευτικής ιστορίας σε ύφος τελενουβέλας θα προκαλούσε θυμό.
Θα περίμενε κανείς ότι η άνεση με την οποία ο Βαρουφάκης εύχεται να τον παραπέμψουν στο Ειδικό Δικαστήριο –επειδή το φαντάζεται σαν «φόρουμ» ή, ακόμα καλύτερα, σαν «θέατρο»– θα συναντούσε κατακραυγή.
Και όμως. Το ακροατήριο του Βαρουφάκη έχει εξοικειωθεί τόσο με το αποτρόπαιο, που δεν το προσλαμβάνει πια ως αποτρόπαιο.
Γιατί, όπως ο Βαρουφάκης βλέπει το 2015 μέσα από τους φακούς του ναρκισσισμού του, έτσι και το ακροατήριό του βλέπει αλλιώς την ιστορία. Τη βιώνει μέσα από ένα στρώμα κόπωσης και απόγνωσης.
Ακούει, ας πούμε, ότι, δύο χρόνια μετά, οι τράπεζες καταφεύγουν πάλι στον αναπνευστήρα του ELA και είναι σαν να διαβάζει προπέρσινη εφημερίδα.
Ακούει ότι το Δημόσιο στεγνώνει, ότι ατύπως έχουμε περιέλθει σε στάση εσωτερικών πληρωμών, και νιώθει σαν να έχει χυθεί ο ένας χρόνος μέσα στον άλλον.
Θυμός; Βεβαίως, λένε οι δημοσκόποι. Υπάρχει πολύς θυμός κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Ομως, τα κίνητρα του θυμού δεν είναι αυτονόητα. Το αφήγημα που θέλει το εκλογικό σώμα να αφυπνίζεται, επιτέλους, από τις χίμαιρες του λαϊκισμού και να προστρέχει μετανιωμένο στις δυνάμεις του ορθού λόγου είναι μάλλον ένας θρίαμβος της επιθυμίας επί της πραγματικότητας.
Είναι άλλο να θέλει κάποιος να τιμωρήσει τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή έλεγε ότι μπορεί να σκίσει το μνημόνιο και άλλο επειδή εν τέλει δεν το έσκισε.
Αν η αλλαγή κομματικής προτίμησης ταυτιζόταν με την πολιτική μεταστροφή, ο Βαρουφάκης δεν θα έβρισκε χώρο στα media. Δεν θα τον αναζητούσαν ως φωτογενή προσωπικότητα που «κάνει νούμερα». Θα ήταν αποσυνάγωγος.
Η βαρουφάκεια χαλαρότητα στην εξιστόρηση του 2015 αντιστοιχεί στην παθητική δυσαρέσκεια με την οποία η κοινωνία παρακολουθεί την υποτροπή στο 2015. Η αντιπολίτευση υποδέχεται αυτήν τη δυσαρέσκεια ως εκλογική ποσότητα, χωρίς να ανησυχεί και τόσο για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της – για τα ελατήριά της. Χωρίς να ανησυχεί μήπως παραλαμβάνει τους δυσαρεστημένους αμεταμέλητους.
Θυμός; Βεβαίως, λένε οι δημοσκόποι. Υπάρχει πολύς θυμός κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Ομως, τα κίνητρα του θυμού δεν είναι αυτονόητα. Το αφήγημα που θέλει το εκλογικό σώμα να αφυπνίζεται, επιτέλους, από τις χίμαιρες του λαϊκισμού και να προστρέχει μετανιωμένο στις δυνάμεις του ορθού λόγου είναι μάλλον ένας θρίαμβος της επιθυμίας επί της πραγματικότητας.
Είναι άλλο να θέλει κάποιος να τιμωρήσει τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή έλεγε ότι μπορεί να σκίσει το μνημόνιο και άλλο επειδή εν τέλει δεν το έσκισε.
Αν η αλλαγή κομματικής προτίμησης ταυτιζόταν με την πολιτική μεταστροφή, ο Βαρουφάκης δεν θα έβρισκε χώρο στα media. Δεν θα τον αναζητούσαν ως φωτογενή προσωπικότητα που «κάνει νούμερα». Θα ήταν αποσυνάγωγος.
Η βαρουφάκεια χαλαρότητα στην εξιστόρηση του 2015 αντιστοιχεί στην παθητική δυσαρέσκεια με την οποία η κοινωνία παρακολουθεί την υποτροπή στο 2015. Η αντιπολίτευση υποδέχεται αυτήν τη δυσαρέσκεια ως εκλογική ποσότητα, χωρίς να ανησυχεί και τόσο για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της – για τα ελατήριά της. Χωρίς να ανησυχεί μήπως παραλαμβάνει τους δυσαρεστημένους αμεταμέλητους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου