Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Τι σημαίνει η συμμαχία Merkel-Lagarde για τον Αλέξη Τσίπρα

Του Βασίλη Γεώργα
Η ταφόπλακα που βάζει η συμφωνία Merkel-Lagarde στο αφήγημα άμεσης περαιτέρω ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, περιορίζει δραματικά τις διαθέσιμες επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης και ανοίγει επικίνδυνες ατραπούς.
Αν ισχύουν πράγματι οι πληροφορίες της γερμανικής εφημερίδας Die Welt σύμφωνα με τις οποίες...
το ΔΝΤ συμφώνησε με το Βερολίνο να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα αποδεχόμενο την απόφαση Eurogroup του περασμένου Δεκεμβρίου ότι η συζήτηση για το χρέος θα γίνει το 2018, αυτό σημαίνει ότι το μόνο που έχει πλέον να διαπραγματευτεί η κυβέρνηση στην Αθήνα είναι μέτρα και μόνο μέτρα για να επιτύχει τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% τα οποία καλείται να παρουσιάζει για τουλάχιστον μια πενταετία.
Χωρίς την προοπτική επαναφοράς του χρέους σε τροχιά βιωσιμότητας πριν το 2018, οπότε και θα ληφθούν οι σχετικές αποφάσεις μετά την εκλογή νέας κυβέρνησης στη Γερμανία, η Ελλάδα χάνει πιθανόν το τρένο έγκαιρης ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και βλέπει να αποτυγχάνει πλήρως ο σχεδιασμός για έξοδο στις αγορές με δεκανίκι το QE και τη ρύθμιση του χρέους.
Αυτό δεν δημιουργεί μόνο οικονομικό «κενό» στην Ελλάδα καθώς το πρόγραμμα βασίζεται σε εκτιμήσεις ισχυρής ανάπτυξης της οικονομίας, αλλά και σοβαρό πολιτικό πρόβλημα στον Αλέξη Τσίπρα.  Ένα –ένα, τα αφηγήματα με τα οποία η κυβέρνηση δικαιολογούσε κάθε φορά τη στρατηγική της πολύμηνης καθυστέρησης στη λήψη αποφάσεων, καταρρέουν. Δικαιώνονται έτσι οι «αντιδραστικές» φωνές εντός του ΣΥΡΙΖΑ που υποστηρίζουν πως στα δύο χρόνια διακυβέρνησης δεν επιβεβαιώθηκε καμία από τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης (Φίλης).
Το αποτέλεσμα είναι πως η διαχείριση της κατάστασης καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη για τον Πρωθυπουργό και το ερώτημα είναι ποιο θα είναι το επόμενο βήμα που θα επιλέξει να κάνει.
Η «συνολική προωθητική» συμφωνία που αναζητούσε μέσω της πολιτικής διαπραγμάτευσης, έχει πάψει να υφίσταται ως προοπτική. Αντίθετα το μόνο που υπάρχει στο τραπέζι είναι μια πολύ σκληρή τεχνική συμφωνία η οποία δεν περιλαμβάνει καμία από τις κυβερνητικές εξαγγελίες για τα εργασιακά, τις ομαδικές απολύσεις και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, και επιπλέον προβλέπει προκαταβολική ψήφιση μέτρων (συντάξεις, αφορολόγητο) τα οποία είναι πλέον πολύ δύσκολο να γίνουν αποδεκτά.
Είναι πολύ δύσκολο να δει κανείς με ποιο τρόπο η κυβέρνηση θα αποφασίσει να κλείσει υπό όρους εξαιρετικά δυσμενείς προς αυτή, την 2η αξιολόγηση ακόμη και αν το ύψος των προληπτικών μέτρων που θα κληθεί να ψηφίσει ίσως είναι τελικά χαμηλότερο των 3,6 δισ. ευρώ που ζητούσε μέχρι πρότινος το ΔΝΤ το οποίο άφησε ανοιχτό παράθυρο για αναθεώρηση των απαισιόδοξων εκτιμήσεών του.
Στο καλό σενάριο, κυβέρνηση-Βερολίνο και ΔΝΤ θα επιχειρήσουν να κλείσουν το θέμα «Ελλάδα» πριν τις εκλογές στη Γαλλία, με έναν συμβιβασμό που θα στηρίζεται στην προσδοκία ότι η οικονομία θα υπεραποδώσει», οι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα θα επιτευχθούν, και τα προληπτικά  μέτρα δεν θα χρειαστεί να εφαρμοστούν. Πρόκειται για την κλασική συνταγή του «extend and pretend» που πιθανότατα θα μας οδηγήσει σε ένα νέο, τέταρτο μνημόνιο. Η διαχείριση της καυτής πατάτας για την ανάταξη της οικονομίας θα περάσει αποκλειστικά στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης η οποία θα πρέπει να κάνει τα πάντα για να επιβεβαιώσει τις υπεραισιόδοξες παραδοχές του μνημονίου και να κερδίσει χρόνο. Στο μεσοδιάστημα, κλείνοντας την 2η αξιολόγηση, θα μπορέσει να πάρει χρήματα από τις εναπομείνασες δόσεις για να ξεπληρώσει τα χρεολύσια του Ιουλίου.
Στο κακό σενάριο, ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνησή του θα βρεθούν προ πολύ σοβαρότερων  διλημμάτων. Η «ρήξη» είναι μια επιλογή που θα τη δούμε να επιβεβαιώνεται μόνο εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θελήσει να πιει το πικρό ποτήρι και αποφασίσει να ρισκάρει με το χαρτί ενός δημοψηφίσματος που θα ταράξει τα εκλογικά νερά στην Ευρώπη και θα μεταθέσει στους πολίτες το βάρος της ευθύνης. Είναι μια εξαιρετικά ριψοκίνδυνη επιλογή που δεδομένης της εμπειρίας του 2015, συγκεντρώνει μικρές πιθανότητες.
Τελευταία επιλογή είναι η προσφυγή στις κάλπες. Η ιδέα της παράδοσης των όπλων είναι μειοψηφική εντός της κυβέρνησης καθώς πλην όλων των άλλων θα σήμαινε βαριά ήττα. Αν προκύψει θέμα εκλογών, αυτό δεν θα είναι οικειοθελής επιλογή, αλλά αναγκαστική ως αποτέλεσμα της απώλειας της κοινοβουλευτικής στήριξης. Και προς το παρόν δεν φαίνεται να βρισκόμαστε μπροστά σε τέτοιο ενδεχόμενο.


Φωτογραφία: SOOC

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου