Της Ελίνας Γαλανοπούλου*
Ήταν μόλις έντεκα μήνες πριν και ενώ περίμενα στην τράπεζα για να πληρώσω τη τελευταία μου δόση ΕΝΦΙΑ,
άκουσα τρεις ηλικιωμένες γυναίκες να συζητούν με αφορμή τη φράση της μιας:
«τελευταία δόση και μετά τέρμα με τον ΕΝΦΙΑ».
Ξεστόμισε τον καημό της με μάτια που έλαμπαν και οι υπόλοιπες μπήκαν στον χορό με μετριοπαθέστερη στάση αλλά και με τη βεβαιότητα πως έτσι ήταν. Κάποιος νεώτερος τότε στράφηκε και είπε:
«Δεν υπάρχει περίπτωση να μη πληρώνουμε φόρο για την ακίνητη περιουσία, απλά θα λέγεται αλλιώς». Έπεσαν σύσσωμες να τον φάνε φωνάζοντας:
«Να πληρώσουν αυτοί που έχουν και κλέβουν και μας κυβερνάνε 40 χρόνια».
Ήταν το καλοκαίρι εν όψει του Δημοψηφίσματος που βίωσα καταστάσεις κανιβαλισμού, στην κοινωνική ζωή και στο διαδίκτυο. Ποιος θα καταλογίσει σε ποιον προδοσία και αγανάκτηση, ποιος θα καταγγείλει ποιον για φορολογικές ατασθαλίες και παρανομίες, ποιος θα φωνάξει σε ποιον ότι ήρθε η ώρα του να πληρώσει, να καταστραφεί, να εξαφανιστεί, γιατί ήρθε η σειρά των άλλων.
Να διασταυρώνονται στον δρόμο και να μην χαιρετιούνται, να περιμένουν στις ουρές για τα 60€ μέσα στη ζέστη και να πρέπει να υποστούν κομματική διαφώτιση, να κοιτούν με υποψία τα χείλη που ψιθύριζαν για να μαντέψουν τι προδοτικό έλεγαν και να καρφώσουν αλλήλους.
Πόσοι ήταν άραγε αυτοί που είχαν τη λογική να αναλογιστούν πως αν κλείσει ο μισητός τους συμπολίτης οι φόροι του, οι εισφορές του στα ταμεία, οι νεοάνεργοι εργαζόμενοί του, οι δόσεις του στις τράπεζες, οι έρημες εγκαταστάσεις του θα μειώσουν το επίδομα ανεργίας τους, τις ευκαιρίες τους να βρουν δουλειές, τις συντάξεις των γονιών τους, τους καθηγητές στα σχολεία των παιδιών τους, τα εμβόλια, τα φάρμακα και τη νοσοκομειακή περίθαλψη όλων;
Λίγες μέρες πριν κλείσει το 2015 ουρές στις τράπεζες για να πληρώσουν ή να διακανονίσουν ό,τι προλαβαίνουν ηλικιωμένοι με μπαστούνια και Πι, κουρασμένοι και ανυπόμονοι.
Πετά ένας τη σπίθα της διαμαρτυρίας και αρπάζονται αλαφιασμένοι.
«Τους είδαμε και τους προηγούμενους σαράντα χρόνια κυβερνούσαν. Ας πληρώσουν τώρα αυτοί που έχουν».
Μα τελικά ποιοι είναι αυτοί που έχουν;
Πάλι εμείς ο δεδομένος πληθυσμός πληρώνουμε, ο δεδομένος πληθυσμός ψηφίζουμε, ο δεδομένος πληθυσμός θέλουμε να καταστραφεί ο διπλανός μας που «τρώει με χρυσά κουτάλια».
Πόσοι άραγε αναρωτήθηκαν που ξεκινά η κομματική πολιτική και που σταματά το πολιτικό μάρκετινγκ όταν τσιτάτα, όπως το «σαράντα χρόνια κυβέρνησαν», γίνονται το αγκωνάρι όπου πατούν για να ορμήσουν και να φάνε τον συνάνθρωπο που έχει ακόμα δουλειά;
Αλήθεια έχουμε καταλάβει ότι αλλάξαμε αιώνα πριν από δεκαπέντε χρόνια, ότι ο Εμφύλιος δεν υπάρχει παρά μόνο ως ιστορική σελίδα στα μυαλά των παιδιών μας, ότι τα κόμματα εξελίσσονται και οι βουλευτές εκλέγονται και δεν διορίζονται;
Έψαξα να βρω ένα λαό χωρίς ροπή προς τον πόλεμο, την κλεψιά, την ατιμία, την εκμετάλλευση των αδυνάτων, την καταστροφή και δεν βρήκα.
Δε βρήκα όμως και ένα λαό που να κυβερνά τις αποφάσεις του η ΕΜΠΑΘΕΙΑ, τουλάχιστον όπως τους Έλληνες.
Εμείς οι Έλληνες που αγαπάμε και μισούμε, υποστηρίζουμε και καταβαραθρώνουμε, καλύπτουμε και καρφώνουμε, ανακηρύσσουμε σε θεό ή σταυρώνουμε με πάθος που τυφλώνει την τετράγωνη λογική και την ψύχραιμη αντίληψη της ζωής, καταστρέφει τις κοινωνικές και ανθρώπινες σχέσεις μας και κλείνει την πόρτα στο όποιο ευοίωνο μέλλον. Όσο η εμπάθεια κερδίζει έδαφος μέσα μας και έξω μας, τόσο θα βυθιζόμαστε στον βούρκο της ανυπαρξίας και της αγωνίας.
Η εικόνα του σκορπιού που ενώ σκαρφαλωμένος στη πλάτη του βατράχου διέσχιζε ασφαλής τη λίμνη, προτίμησε να τον δαγκώσει και να πνιγεί
μετουσιώνει την ανίκητη ελληνική εμπάθεια για τον απέναντι που πρέπει να πληρώσει γιατί απλά δεν είναι ένας από εμάς και για αυτό στην ανάγκη θα βρούμε κάτι να του προσάψουμε.
* Η κυρία Ελίνα Γαλανοπούλου είναι ελεύθερη επαγγελματίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου