Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Χώρα - κουρέλι

Ο τίτλος του κειμένου προέρχεται από πρόσφατη επιστολή, προς την “Καθημερινή”, γηραιάς Hπειρώτισσας. Οι ιδιότητες της αποστολέως, που αναφέρω, προκύπτουν από το περιεχόμενο της επιστολής.
Το θέμα της επιστολής, με δικά μου (τωρινά και παλιότερα) λόγια:


Πώς είναι δυνατόν, άτομα που έζησαν την έσχατη φτώχεια, που γεύτηκαν τα ελέη της αλληλεγγύης, που γνώρισαν την ταπείνωση, που πορεύτηκαν με το ελάχιστο, άνθρωποι που τους αρνήθηκαν τα δανεικά, που χόρταιναν με την περηφάνια να παρασυρθούν τόσο εύκολα και -ανεπαισθήτως- να εναγκαλιστούν τόσο απροκάλυπτα με την επιτυχία της ήσσονος προσπάθειας;



Πώς έγινε, οι Έλληνες του 20ου αιώνα, που χάρη και στη σχολική τους παιδεία αγκάλιασαν την υπομονή και την επιμονή ως βασικούς όρους επιβίωσης, να ασπασθούν τόσο εύκολα την αντίληψη ότι η ζωή οφείλει να είναι εύκολη; Χωρίς δυσκολίες, χωρίς αναποδιές; Να υιοθετήσουν το εύκολο χρήμα ως δικαίωμα; Να ταυτίσουν την επιτυχία με την αρπαχτή;

“Γιατί ο χθεσινός άρχοντας, μέσα σε δυο γενιές, να μεταποιηθεί σε υπανάπτυκτο λιμασμένο καταναλωτή, που ασυναίσθητα και αδιάντροπα πιθηκίζει αλλότριες κοινωνίες ή προκλητικές, ξιπασμένες μειοψηφίες του τρα-λα-λα, εν ονόματι κάποιου δήθεν κοσμοπολιτισμού και μιας επιφανειακής εξωστρέφειας, ‘κάλπικον δάνειον’ χωρίς αντίκρισμα”;

Πού χάθηκε η εργατικότητα σε μια χώρα, στη γλώσσα της οποίας, από αρχαιοτάτων χρόνων, η βιοποριστική καταπόνηση κλιμακώνεται μέσα από μια μακρά σειρά πανέμορφων λέξεων, όπως: κούραση, κόπος
( ηνίκ’ αν κόπος μ’ απαλλάξη ποτέ), κόπωση, καταπόνηση, μόχθος (μοχθείν δε βροτοίσιν ανάγκη), κάματος (αίθρω και καμάτω δεδμημένον);

Με το θέμα έχουν καταπιαστεί τα τελευταία χρόνια φιλόσοφοι, στοχαστές, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, κοινωνιολόγοι ή αρθρογραφούντες επί παντός, καλή ώρα.

Παρέθεσα το παραπάνω δείγμα, λόγιας ας πούμε, γραφής για άμεση σύγκριση με την ανεπιτήδευτη εκφραστική αυτοπεποίθηση του λόγου της σεβαστής επιστολογράφου. Και, συγχρόνως, για ανάδειξη τής χαμαιλεοντικής, όπως έχει γραφτεί, ευστροφίας της ελληνικής γλώσσας.

Απολαύστε την επιστολή:

“Κύριε διευθυντά

[…]Μετά τον πόλεμο εμείς οι παλαιότεροι ριχτήκαμε όλοι στη δουλειά, στο εξωτερικό, στο εσωτερικό, εφτιάσαμε σπίτια, δρόμους, ιδρύματα και τα καταστρέψαν όλα από το ’81 που άλλαξαν οι κυβερνήτες και έγιναν καλοπατέρες.

Έδωσαν και στις κότες συντάξεις και μισθούς, έβαλαν στο Δημόσιο γραμματισμένους και αγράμματους, με τι θα τα πλήρωναν όλα αυτά; Είχαν καμιά μηχανή να βγάζει χρήματα ή να παίρνουν δανεικά και αγύριστα;

Γι’ αυτό εφτάσαμε εδώ. Δεν ξέρω γιατί δεν δουλεύει ο κόσμος, μικροί και μεγάλοι, οι Αλβανοί γιατί δουλεύουν; Εμείς περιμένουμε ‘πέσε μαραγκούλα να σε φάω, δεν προλαβαίνει να γένει, την τρώνε τα πουλιά’.

Ένα εργοστάσιο ήταν στους Φιλιάτες, το έκλεισαν κι αυτό. Το καλοκαίρι αρρώστησα και εγώ στα βαθιά γεράματα, επήγα στο νοσοκομείο 10 μέρες. Είδα καλά και δυσάρεστα, ευτυχώς που έχουμε ένα καλό νοσοκομείο με αξιόλογους γιατρούς και προσωπικό, όλοι τους με ευγένεια, αυτά θέλει ο άρρωστος.

Να αγιάσει αυτός που έβαλε τα θεμέλια και σώνεται ο κόσμος. Στον θάλαμο που ήμασταν πέντε γριές, είχαμε το βράδυ πέντε ξένες αποκλειστικές, Αλβανίδες και Ρωσίδες. Οι Ελληνίδες είναι αρχόντισσες. Ερχόταν μία αργά το βράδυ και την ερώτησα πούθε είναι. Από την Αλβανία είμαι, μου είπε. Πού μένεις; Μένω στην Κοκκινιά. Με τι έρχεσαι εδώ τούτην ώρα; Με το αυτοκίνητό μου. Πώς πήγε εκεί; της λέω. Εκοιτούσα μια γριά και μένουμε εκεί, δεν πληρώνω νοίκι, έχω τα ζωντανά μου, βάζω τα κηπικά μου. Τι ζωντανά έχεις; της είπα. Έχω 60 πρόβατα. Πώς τα θρέφετε, αγοράζετε τροφές; Οχι, μου είπε, λίγα πράματα. Καθαρίζει ο άνδρας μου τα περιβόλια, τα κλαδεύει κι εκεί τα βάζομε.

Εμείς γιατί εφτάσαμε εδώ; Επάει το χρήμα στην Αλβανία, και το λάδι. Οι Ελληνίδες δεν σκύβουν να μάσουν ελιές, χαλάει το μανικιούρι. Κοιτάζουν το πορτοφόλι να βρουν κανένα πενηντάλεπτο, να πάρουν τρία κλωνιά μαϊντανό. Θα μας πάρουν τον τόπο οι Αλβανοί.

Οι κυβερνήτες δεν ξέρουν να κυβερνήσουν, περιμένουν τα έτοιμα, αλλά αν κοπεί το νερό, θα σταματήσει ο μύλος. Τι θα γίνει ο κόσμος που δεν δουλεύει; Άκουσα στην τηλεόραση πως διορίσαν νέα παιδιά με 500 ευρώ. Πως θα ζήσουν αυτά τα παιδιά, πώς θα κάνουν οικογένεια;

Και οι μεγαλύτεροι καρεκλάδες παίρνουν δυο και τρεις χιλιάδες δουλεμένα και αδούλευτα. Εδούλεψαν περισσότερο από τον εργάτη, από τον αγρότη, από τον κτηνοτρόφο; Ή μήπως είχαν διπλές μασέλες και διπλά στομάχια; Η καρέκλα ψωμί δεν βγάζει. Άλλοι σκάβουν και κλαδεύουν, και μετράνε και τη δεκάρα, και άλλοι πίνουν και μεθούνε.

Κανένας έλεγχος, καμιά πειθαρχία, φάτε λύκοι, φάτε αρκούδες.

Να τσακιστούν να φέρουν τους μισθούς και τις συντάξεις όλες στα πεντακόσια. Αν θα γίνει αυτό, θα βγει το χρέος και θα ζήσει και ο κόσμος.

Είχαμε μια χώρα ξακουστή, μια χώρα ξακουσμένη και την εκατάντησαν ένα κουρέλι.

Α.Δ.”


Διαβάζοντας την επιστολή αναρωτιέται κανείς, τι από τα δυο είναι πιο χρήσιμο και πιο θαυμαστό σ’ αυτήν; Το ζουμάκι του περιεχομένου της ή τα απαστράπτοντα, πενταγάργαρα ελληνικά της;

Ένα εκφραστικό αποταμίευμα που επαναφέρει ως βασική συνθήκη του ανθρώπινου βίου την τραγικότητα της ύπαρξης, η οποία τόσο επιπόλαια (και βολικά!) έχει εκτοπισθεί από την θεώρηση ζωής του σύγχρονου Έλληνα.


Του Γιώργου Κωστούλα

gcostoulas@gmail.com
O κ. Κωστούλας είναι τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα 

Πηγή:www.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου