Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Ω, γλυκύ μου έαρ!

Ω, γλυκύ μου έαρ!
«Μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη...». 
Είναι στίχος, είναι μύθος ή είναι σκίρτημα μνήμης; 
Ο,τι και να είναι, φαντάζει μακρινό για τους παλιούς και άγνωστο για τους νέους.

Μας πάει πίσω, εκεί στις δεκαετίες του 1960 και 1970, που πολλοί από μας έζησαν τα πρώτα ανοιξιάτικα σκιρτήματα της φύσης. Τα έφερε έτσι η παράδοση και ο πολιτισμός μας, η Ανάσταση να γιορτάζεται...
καταμεσής της άνοιξης! Τότε που ξεφαντώνουν τα νερά από τα λιωμένα χιόνια των βουνών, τότε που η γη φορά το γιορτινό της πράσινο, τότε που απογαλακτίζουν τα αρνιά και βγαίνουν τα πρόβατα στα βουνά .

Εναν καιρό πριν «έμπλεκε» το Πάσχα με τα ανοιξιάτικα τρυγόνια, ενώ πιο παλιά ακόμα τέτοια εποχή... σφραγίζονταν τα κυνηγετικά όπλα με τη λήξη του κυνηγιού.
Εναν καιρό πριν «έμπλεκε» το Πάσχα με τα ανοιξιάτικα τρυγόνια, ενώ πιο παλιά ακόμα τέτοια εποχή... σφραγίζονταν τα κυνηγετικά όπλα με τη λήξη του κυνηγιού.

Ενα καιρό πριν «έμπλεκε» το Πάσχα με τα ανοιξιάτικα τρυγόνια, ενώ πιο παλιά ακόμα τέτοια εποχή? σφραγίζονταν τα κυνηγετικά όπλα με τη λήξη του κυνηγιού. Περιμέναμε με χαρά και αγωνία το Σάββατο του Λαζάρου, που κλείνανε τότες τα σχολεία (θυμίζω πως μέχρι το 1980 τα σχολεία ήταν και Σάββατο ανοικτά). Και πλακώναμε στις γειτονιές, στου μαχαλάδες των προσφύγων, να μαζέψουμε δάφνες για τα Βάγια...
Και ξημερώνοντας ο Θεός την Κυριακή, μας έβρισκε συνωστισμένους με τις μαζεμένες δάφνες, στην πόρτα της εκκλησιάς να περιμένουμε τον παπα-Δημήτρη. Ηταν η αρχή της χαράς μας. Δεκαπέντε μέρες χωρίς σχολείο, δύο βδομάδες γιορτές και σχόλες. Νηστεία βέβαια από τις απόκριες και μετά.. Ερχονταν μάλιστα Τετάρτες και Παρασκευές που η... αλάδωτη φασολάδα , έδενε άψογα με το φρέσκο κρεμμυδάκι του μπαξέ και το ζυμωτό ψωμί του φούρνου μας. Περιμέναμε πώς και πώς τη Μεγάλη Βδομάδα, μετρώντας την Ακολουθία των Χαιρετισμών, συμμετέχοντας και στην εκκλησιαστική χορωδία.
Δεν ήμασταν βέβαια τίποτα φανατικά «παπαδοπαίδια», αλλά εκείνη την εποχή ήταν μια δραστηριότητα που μας ενέτασσε στην κοινωνία της μικρής μας πόλης... Και έπειτα από τις πρόβες της χορωδίας, βγάζαμε τα λάστιχα -τις τσατάλες- και κυνηγούσαμε δεκαοκτούρες! Παίζαμε ατέλειωτα ποδόσφαιρο ολημερίς στις αλάνες της προ-αντιπαροχής, και στα διαλείμματα φτιάχναμε κούνιες?
Ω, γλυκύ μου έαρ!
Το έθιμο...
Ητανε έθιμο παλιό -έλεγε η γιαγιά μου η Ηπειρώτισα- για τις κούνιες. Αργότερα, διάβασα ότι είχε τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα. Ητανε έθιμο, δεμένο με τα τερτίπια του καιρού, και φυσικό ξέσκασμα των ανθρώπων, μετά τον βαρύ χειμώνα. Ητανε η επαφή του σώματος με τον ανοιξιάτικο αέρα των βουνών, των κάμπων και της θάλασσας, μέσα από μια κίνηση ελευθερίας. Ητανε το καλωσόρισμα της νέας ζωής, στα μέσα του Απρίλη, όπου η γης ανανεώνει το ετήσιο συμβόλαιό της με τον ήλιο...
Ομόρφαιναν οι γειτονιές από τις παιδικές φωνές, εκείνες τις μέρες που τα πρώτα χελιδόνια έφτιαχναν τις φωλιές στα απάνεμα των σπιτιών... Ποτέ δεν πειράξαμε χελιδόνι! Αγραφος νόμος ήταν: ποτέ χελιδόνι και πελαργό!
Ανοιξη στις εξοχές της Δράμας, λίγο έξω από τον σταθμό.
Ανοιξη στις εξοχές της Δράμας, λίγο έξω από τον σταθμό.
Θυμάμαι , τέτοια εποχή πάντα, γέμιζε ο τόπος μεγάλα κοπάδια από «μαυροπούλια», έτσι τα λέγαμε τα ψαρόνια... Βλέπαμε με χαρά να μαυρίζουν τον ουρανό και να στριφογυρίζουν απέναντι στον ήλιο, σαν... κοπάδια γαύρων που κρύβουν το φεγγάρι στον βυθό. Πιάνανε την πατανόβουρτσα οι νοικοκυρές και βάφανε με ασβέστη τα πεζούλια και τα δένδρα. Το άσπρο του ασβέστη έδιωχνε τη βρωμιά και τη γρουσουζιά, μαλάκωνε την φτώχεια, και έδειχνε το κάτασπρο της ψυχής των γειτόνων.
Φούντωνε ο βασιλικός, δίπλα στις ασβεστωμένες πεζούλες και σκόρπαγε αρώματα χαμένα στον χρόνο των πολιτισμών. Κατέβαζαν οι κτηνοτρόφοι τα αρνιά στις πόλεις, για τους λίγους φυσικά... Και όταν έρχονταν η Μεγάλη Πέμπτη, βάφανε οι μανάδες μας τα κόκκινα αβγά και φούρνιζαν τα τσουρέκια. Μοσχοβολούσαν οι γειτονιές άνοιξη, και μεθυστικά αρώματα έβγαιναν από τον ερμητικά κλεισμένο φούρνο. Τα μπαχάρια και τα άλλα ανατολίτικα μαγικά σκορπούσαν το πρώτο κάλεσμα της γιορτής που πλησίαζε πια. Και στεκόταν ο διαβάτης έξω στον δρόμο, νιώθοντας μυρωδιές παραδείσιες από αυλές αλλοτινές.
Τσολιάς... με φτιαχτό μουστάκι!
Τσολιάς... με φτιαχτό μουστάκι!
Ετσι κυλούσε η Μεγάλη Εβδομάδα... Με τους πελαργούς να ετοιμάζουν τις φωλιές τους, τους ξωμάχους του Βορρά στα τελευταία κλαδέματα, και εμάς τους πιτσιρικάδες να κλέβουμε λουλούδια για να στολίσουμε τον Επιτάφιο.
Και να μας κυνηγάει ολημερίς ο αγροφύλακας στ΄ αμπέλια, που τρέχαμε μπουλουκηδόν και ξεσηκώναμε κοπάδια τις καμπίσιες πέρδικες! Ετσι για πλάκα και μόνο, για να ακούσουμε κείνο το ξαφνικό φρρρρρρ?που μας έκοβε την ανάσα.
Τα πρώτα κυνηγετικά σκιρτήματά μου στην εφηβεία.
Τα πρώτα κυνηγετικά σκιρτήματά μου στην εφηβεία.

Και να πετάγονται από το πουθενά, κάτι τεράστιοι λαγοί, που έφευγαν στην ευθεία, με τα μεγάλα αυτιά τους να σημαδεύουν τα παιδικά μάτια μας. Ω, γλυκύ μου έαρ, εκεί, στα άνθη της μοναδικής πασχαλιάς, στο προαύλιο των Αγίων Αναργύρων, να ζωγραφίζεις όνειρα, ταξίδια και αγάπες... Ω, γλυκύ μου έαρ, με το άρωμα του μελισσοκεριού να σβήνει όλες τις άλλες αισθήσεις...
Ανάσταση...
Θυμάμαι τον συνωστισμό, την ώρα που σπρωχνόμασταν για να περάσουμε κάτω από τον Επιτάφιο. Θυμάμαι τη ματιά της όμορφης συμμαθήτριας, θυμάμαι τον θείο μου τον Στέλιο, τον μερακλή, που... επιδεικτικά έψηνε σουβλάκια απέναντι από την εκκλησία, έτσι από γινάτι στον παπά!
Η αδελφή μου, 15 χρονών τότε...
Η αδελφή μου, 15 χρονών τότε...
- «Αφορισμένε -του φώναζε η γιαγιά μου- νηστείας καιρός ρε, Μεγάλη Παρασκευή, και συ γουρούνι θα φας;»
Και ξημέρωνε το Μεγάλο Σαββάτο, πολλές φορές με βροχές, άλλοτε με ήλιους αφρικάνικους και κάποτε με χιονόνερο...
Να κουρευτούμε, να ανάψουμε κερί στους παππούδες που ανέβηκαν στον ουρανό, να βοηθήσουμε στις δουλειές του σπιτιού. Ετσι έφθαναν γρήγορα τα μεσάνυχτα. Κι όταν ο παπα- Δημήτρης έλεγε το Χριστός Ανέστη, γέμιζε ο τόπος από πυροβολισμούς, αληθινούς και ψεύτικους, που όμως έβγαιναν από καρδιές αληθινών ανθρώπων. Και να σταυρωτά φιλιά και συγχωρέσεις ανάμεσα σε μαλωμένους γειτόνους, για να ξαναμαλώσουν την επαύριον, πολλές φορές για τον ίδιο λόγο.
Και μέσα στον ορυμαγδό, κανείς δεν πρόσεχε τον παπά που... τα μάσαγε πια τα λόγια, ξεθεωμένος από την ατέλειωτη Σαρακοστή. Ηταν η μόνη μέρα του χρόνου που μαζεύονταν όλοι όσοι μπορούσαν να περπατήσουν, με ένα κερί στο χέρι και ένα χαμόγελο που έδενε με τη χαρά της Ανάστασης. Εκεί, πιστοί και άπιστοι, αναθεωρητές και προσκυνημένοι, αμαρτωλοί και... «αναμάρτητοι», μαζεύονταν για να γιορτάσουν την ελπίδα.
Πασχαλιά...
Και γύριζαν όλοι στα σπίτια, προσέχοντας μη σβήσει το αναστάσιμο φως της λαμπάδας. Το φως που θα σημάδευε σε λίγο την καλή τύχη, στην πόρτα των σπιτιών, των μαντριών και των ξεχασμένων αγροτόσπιτων. Εκείνα τα χρόνια του λίγου και του δύσκολου μεροκάματου, ό,τι καλό είχε ο καθένας μαγείρευε. Πέρασαν πολλά χρόνια για να καθιερωθεί... ο παραδοσιακός οβελίας και η μαγειρίτσα. Οι άνθρωποι δέχονταν με περισσή χαρά ένα λαχταριστό κοτόπουλο, μια σούπα, ένα αβγό κι ένα ποτηράκι χύμα ούζο...
Κι όταν νύχτωνε και κατέβαινε το αεράκι από τα βουνά, βγαίνανε στο σεργιάνι οι... «γαμπροί» και οι νύφες, στρογγυλοκάθονταν στα παστρικά πεζούλια οι νοικοκυρές κι άρχιζαν τα κουτσομπολιά. Και γέμιζαν τα μπακαλοκαφενεία μερακλήδες, με ατέλειωτα «μασάλια» που έφερνε το τσίπουρο... Οσοι έζησαν αυτές τις πασχαλιές, δεν έχουν να φοβηθούν κανέναν και τίποτα! Γιατί σημαδεύτηκε το είναι τους με τη θωριά της πασχαλιάς στον Επιτάφιο, με τα γιασεμιά που στόλιζαν τις άκρες στα ασβεστωμένα καλντερίμια, σαν να παρουσίαζε όπλα η άνοιξη στο διάβα του Εσταυρωμένου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου