Τη Αγία και Μεγάλη Παρασκευή, τα άγια και σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού επιτελούμεν, τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας, την πορφυράν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλους, την λόγχην, και προ πάντων, τον σταυρόν, και τον θάνατον, α δι” ημάς εκών κατεδέξατο, έτι δε και την του ευγνώμονος Ληστού, του συσταυρωθέντος αυτώ, σωτήριον εν τω Σταυρό ομολογίαν»....
«Η ζωή εν Τάφο «… Ν. Ξυλούρις- Μ.Μητσιάς
Την ημέρα αυτή τελούμε την ανάμνηση των φρικτών καισωτήριων Παθών του Κυρίου Ιησού Χριστού και απ’ αυτό το γεγονός καθιερώθηκε και η νηστεία της Παρασκευής. Αφού λοιπόν ο Ιησούς παραδόθηκε στους στρατιώτες, τον γυμνώνουν, του φορούν κόκκινη χλαμύδα, του βάζουν ακάνθινο στεφάνι και καλάμι στο χέρι αντί σκήπτρου.
Κατόπιν τον προσκυνούν χλευαστικά, τον φτύνουν και τον χτυπούν στο πρόσωπο και το κεφάλι. Στη συνέχεια, αφού του φόρεσαν και πάλι τα ρούχα του, του δίνουν τον Σταυρό και έρχεται στον τόπο της καταδίκης, τον Γολγοθά.
Εκεί, σταυρώνεται ανάμεσα σε δύο ληστές, βλασφημείται απ’ όσους περνούν μπροστά του και οι στρατιώτες τον ποτίζουν χολή και ξύδι. Μετά από λίγο, ο Κύριος, φώναξε δυνατά: «Τετέλεσται» και έτσι εκπνέει «ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» . Κατά τον θάνατο του κυρίου, τρέμει από φόβο και αυτή η άψυχη κτίση.
Έπειτα λογχίζεται από τους στρατιώτες στην πλευρά του και τρέχει αίμα και νερό.
Τέλος, κατά το ηλιοβασίλεμα, έρχεται ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος μαζί του, κρυφοί μαθητές του Χριστού, αποκαθηλώνουν από τον Σταυρό το πανάγιο σώμα του διδασκάλου τους, το αρωματίζουν, το τυλίγουν σε καθαρό σεντόνι και το θάβουν σε καινούργιο μνημείο, κυλώντας πάνω στο στόμιό του μεγάλη πέτρα.
Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει.
«Ω Γλυκύ μου Εαρ»
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους
Ενορχήστρωση Βαγγέλη Παπαθανασίου και φωνητική εκτέλεση Ειρήνης Παππά.
Ρωμανός ο Μελωδός
Στο Πάθος του Κυρίου και στο Θρήνο της Θεοτόκου
Από «Κοντάκια Α’».
Μετάφραση και σχόλια Π.Α. Σινόπουλος, Αθήναι 1974,
Εκδ. Αποστολικής Διακονίας Κοντάκιο για τη Μεγάλη Παρασκευή στο πάθος του Κυρίου και στο θρήνο της Θεοτόκου με αυτή την ακροστιχίδα:
ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ
Προοίμιο ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟ για χάρη μας όλοι ας τον υμνήσουμε,
σε ξύλο επάνω τον είδε η Μαρία και έλεγε: στο σταυρό αν και βρίσκεσαι, είσαι για μένα ο γιος κι ο Θεός μου.
Οίκος 1.
ΤΟ ΑΡΝΙ το δικό της όπως βλέπει η αρνάδα που το παν για σφάξιμο, έτσι η Μαρία ακολουθούσε κατάκοπη μαζί μ” άλλες γυναίκες, κι έλεγε:
Πού πορεύεσαι, γιε μου; Τι σε κάνει να τραβάς δρόμο γρήγορο; Μην κι άλλος γάμος είναι πάλι στην Κανά και για κει τώρα τρέχεις κρασί απ” το νερό για να τους φτιάσης;
Μαζί νά “ρθω, γιε μου, ή θες να σε περιμένω; Πες μου έναν λόγο, Λόγε, σιωπηλός μην προσπέρασης, εσύ που αγνή με κράτησες, ο γιος κι ο Θεός μου.
Οίκος 2.
ΟΥΤΕ ΠΟΥ ΤΩΛΠΙΖΑ, γιε μου, να σ” έβλεπα έτσι, ούτ” επίστευα ποτέ πως οι άνομοι τόσο θα μάνιαζαν και θ” απλώναν πάνω σου άδικο χέρι.
Και τα βρέφη τους ακόμη σου φωνάζουν το «ευλογημένος». Ακόμη με βάγια φορτωμένος είν” ο δρόμος και λέει στον καθένα τα εγκώμια που οι άθεσμοι(1) σου υψώναν.
Και τώρα ποιος λόγος να “ρθή το κακό; Θέλω να μάθω, ωιμένα, πώς το φως μου σβύνεται, στο σταυρό πώς καρφώνεται ο γιος κι ο Θεός μου.
Οίκος 3.
ΥΙΕ ΜΟΥ, πηγαίνεις σε άδικο φόνο, και κανείς δεν σε πονεί. Δεν σ” ακολουθεί ο Πέτρος, που σου είπε: Δε σ” αρνιέμαι εγώ ποτέ, ούτ” αν πεθαίνω. Σ” άφησε και ο Θωμάς, που είπε:
Θα πεθάνουμε όλοι μαζί του. Οι άλλοι πάλι, οι φίλοι και γνωστοί, που ήταν να κρίνουν τις δώδεκα φυλές, πού είναι τώρα; Κανένας απ” όλους, αλλ” ένας για όλους πεθαίνεις μόνος, γιε μου, μια που όλους τους έσωσες, μια πού όλοι σ” ήθελαν, εσέ το γιο και Θεό μου.
Οίκος 4.
ΤΟΤΕ Η ΜΑΡΙΑ με λύπη βαρειά και με θλίψη πολλή καθώς έκλαιγε κι εφώναζε, την εκύτταξε αυτός που βγήκε απ” αυτήν, κι έτσι της είπε:
Τι δακρύζεις, μητέρα; Τι τις άλλες γυναίκες τις θες μαζί σου;
Μην πάθω; Μην πεθάνω; Μα πώς θα σώσω τον Αδάμ;
Μην τάφο κατοικήσω; Πώς θα σύρω στη ζωή αυτούς από τον Άδη;
Και μην, καθώς ξέρεις, σταυρώνουμαι άδικα… Τι κλαις λοιπόν, μάνα; Φώναξε καλύτερα πως ήθελε κι έπαθε ο γιος κι ο Θεός σου.
Οίκος 5.
ΑΣΕ, ΜΗΤΕΡΑ, άσ” την τη λύπη, δε σου πρέπει να θρηνής, γιατί κεχαριτωμένη ωνομάστηκες.
Τ” όνομα με τον κλαμό μην το θαμπώσης. Κύττα να μη μοιάσης με τις άμυαλες, πάνσοφη κόρη. Βρίσκεσαι μέσα στο νυμφώνα το δικό μου, μη λες πως απέξω βρίσκεσαι, και την ψυχή καταμαράνης. Αυτούς μες στο νυμφώνα, σα δούλους σου φώναζε, κι όποιος τρέχει(, με τρόμο θα σε υπακούση σεμνή. όταν ειπής:
Πού είναι ο γιος κι ο Θεός μου;
Οίκος 6.
ΠΙΚΡΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ του πάθους να μη δείξης. Γι” αυτήν τώρα γλυκός εκατέβηκα απ” τα ουράνια σαν το μάννα, όχι στ” όρος του Σινά, μα στην κοιλιά σου. Και σ” αυτή μέσα έδεσα, καθώς ο Δαυίδ το φώναζε.
Τ” όρος το πηγμένο ξέρεις ποιο είναι, σεμνή, εγώ είμαι τώρα, που Λόγος εγώ, έγινα σάρκα μέσα σου. Μ” αυτήν λοιπόν πάσχω, μ” αυτήν και σώζω. Γι” αυτό μην κλαις, μητέρα, και καλύτερα έτσι φώναξε: Θέλει και τα πάθη δέχεται ο γιος κι ο θεός μου.
Οίκος 7.
ΕΠΕΙΤ” ΑΠ” ΑΥΤΑ τα λόγια η πάναγνη μητέρα σ” αυτόν που ανέκφραστα απ” αυτήν εσαρκώθη κι εγεννήθηκε, με πιο πολύ τυραγνισμένη την ψυχή, έτσι εφώναζε:
Τι μου λες, παιδί μου, «τι τις άλλες τις γυναίκες τις θες μαζί σου»; Κι όμως αυτές σε είχαν σα γιο στην κοιλιά, καθώς εγώ στη μήτρα και σου “δωσα απ” τα στήθη μου το γάλα. Πώς λοιπόν θέλεις τώρα να μη σε κλάψω, γιε μου, που άδικον θάνατο τρέχεις για να βρής κι ας ανάστησες νεκρούς, εσύ ο γιος κι ο Θεός μου;
Οίκος 8.
ΙΔΟΥ, ΛΕΕΙ, γιε μου, απ” τα μάτια μου το κλάμα σταματώ, την καρδιά μου συντρίβω πιο πολύ, μα δε μπορεί να σωπάση κι ο λογισμός μου. Σπλάχνο μου, τι λες: Αν δεν πάθω, ο Αδάμ δεν βλέπει υγεία; Κι όμως, χωρίς να πάθης, εθεράπεψες πολλούς.
Τον λεπρό εκαθάρισες και δεν πόνεσες καθόλου, αλλά το θέλησες. Τον παράλυτο σήκωσες, δεν καταπονέθηκες. Στο σακάτη πάλι, με λόγο τούδωσες μάτια, αγαθέ, και δεν έπαθες τίποτα εσύ ο γιος κι ο Θεός μου.
Οίκος 9.
ΝΕΚΡΟΥΣ ΑΝΑΣΤΗΣΕΣ, μα νεκρός δεν έγινες, ούτε σού “γινε ταφή, γιε μου, ζωή μου, και πώς λες: Αν δεν πάθω, ο ταλαίπωρος Αδάμ δεν βλέπει υγεία;
Πρόσταξε, Σωτήρα μου, και σηκώνεται αμέσως την κλίνη του βαστώντας. Αν και μες στον τάφο είναι χωμένος ο Αδάμ, καθώς το Λάζαρο απ” τον τάφο με φωνή τον ανάστησες, έτσι και τούτον. Σε υπηρετούνε τα πάντα σαν πλάστη των πάντων. Και τι τρέχεις, γιε μου;
Μη βιάζεσαι για τη σφαγή, μην αγαπάς το θάνατο, εσύ ο γιος κι ο Θεός μου.
Οίκος 10.
ΟXI, ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ, μάνα, δεν ξέρεις τι λέω.
Γι” αυτό πλάτυνε το νου και τη λέξη βάλε μέσα, που ακούς, και η ίδια εσύ νοιώσε τι λέω. Αυτός που προείπα, ο ταλαίπωρος Αδάμ, που αρρώστησε όχι μόνο στο σώμα, αλλά και στην ψυχή θέλησε ν” αρρωστήση, και δεν άκουσε εμέ και κινδυνεύει.
Το ξέρεις το λέω. Μην κλάψης λοιπόν, μητέρα, καλύτερα ας φωνάξης: Τον Αδάμ ελέησε και την Εύα λυπήσου, εσύ ο γιος κι ο Θεός μου.
Οίκος 11.
ΥΠΟΤΑΓΜΕΝΟΣ σε ασωτία και αδηφαγία(4) ο Αδάμ αρρώστησε και στου Άδη γλίστρησε τα κατάβαθα, και εκεί απ” της ψυχής τον πόνο δακρύζει. Κι η Εύα που αυτόν κάποτε τον δίδαξε την αμαρτία, μαζί του στενάζει, και μαζί του άρρωστη, για να μάθουν έτσι να φυλάνε του γιατρού την οδηγία. Κατάλαβες τώρα;
Ένοιωσες τι είπα; Πάλι, μητέρα, φώναξε: Τον Αδάμ αν συχωράς, και την Εύα συχώρεσε, εσύ ο γιος κι ο Θεός μου.
Οίκος 12.
ΡΟΥΦΟΥΣΕ τα λόγια κι όταν τ” άκουσε, τότε η αμώμητη αρνάδα αποκρίθηκε στ” αρνί:
Κύριε μου, άλλη μια φορά αν το πω, μη μου θυμώσης, θα σου πω τι έχω, για να μάθω από σε αυτό πού θέλω. Αν πάθης, αν πεθάνης, θα ξαναμείνης μαζί μου; Αν πας για να φροντίσης τον Αδάμ, μα και την Εύα, θα σε ξαναδώ;
Αυτό το φοβάμαι, μήπως απ” τον τάφο πας επάνω, γιε μου και ζητώντας να σε δω, κλάψω και φωνάξω: Πούναι ο γιος κι ο Θεός μου.
Οίκος 13.
ΩΣ ΤΑΚΟΥΣΕ εκείνος τα πάντα που ξέρει πριν να γίνουνε αυτά, αποκρίθη στη Μαρία:
Θάρρος, μητέρα, γιατί πρώτη θα με δης από τον τάφο. Θά “ρθω να σου δείξω με τι πόνους τον Αδάμ τον ελύτρωσα και με πόσους ιδρώτες λούστηκα για χάρη του. Θα δείξω στους φίλους τα πειστήρια που θά “χω στις παλάμες. Και τότε θα δης την Εύα, μητέρα, ζωντανή σαν πρώτα, και θα φωνάξης με χαρά:
Τους γονείς μου έσωσε ο γιος κι ο Θεός μου.
Οίκος 14.
ΜΑΝΑ, ΓΙΑ ΛΙΓΟ κρατήσου και βλέπεις πώς, ολόιδιος με γιατρός, αναλαβαίνω και φτάνω όπου βρίσκονται και εκείνων τις πληγές τις θεραπεύω, κόβω με νυστέρι τις σκληρύνσεις τους και την αστοργία.
Παίρνω και ξύδι, και τη στύβω την πληγή. Με των καρφιών τη σμίλη θα πλατύνω την τομή, να βάλω για ξαντό(6) τη χλαίνη(7). Κι έχοντας το σταυρό μου θήκη για τα φάρμακα, αυτόν μεταχειρίζομαι, μητέρα, για να ψέλνης ταπεινά: Έπαθε πάθη σβύνοντας ο γιος κι ο Θεός μου.
Οίκος 15.
ΑΦΗΣΕ, ΜΗΤΕΡΑ, άφησ” τη λύπη να βαδίζης με χαρά.
Εγώ γι” αυτό που ήρθα τρέχω κιόλας για το θέλημα εκείνου που μ” έχει στείλει. Αυτό αποφασισμένο ήταν απ” την αρχή για με και τον πατέρα μου, και ποτέ το πνεύμα μου δεν το δυσαρέστησε να ενανθρωπιστώ και να πάθω για τον παραπεσόντα(8).
Για τρέχα, μητέρα, κι ανάγγειλε σ” όλους πως: Χτυπάει, πάσχοντας, τον εχθρό του Αδάμ(9) και σαν νικήση, έρχεται ο γιος κι ο Θεός μου.
Οίκος 16.
ΝΙΚΙΕΜΑΙ, παιδί μου, νικιέμαι απ” τον πόνο και στ” αλήθεια, δεν αντέχω, εγώ να είμαι στο κελί μου κι εσύ στο ξύλο, εγώ μέσα σε σπίτι κι εσύ στο μνήμα. Άφησέ με να συνέρθω. Μου κάνει εμέ τόσο καλό να σ” αντικρύζω.
Ας δω και την τόλμη των πιστών του Μωυσή, γιατί αυτόν οι τυφλοί δήθεν εκδικούνται και ζητούν να σε σκοτώσουν. Αλλ” ο Μωυσής αυτό στον Ισραήλ είπε: Κάποτε θα βλέπης επί ξύλου τη ζωή. Και ποια είναι η ζωή; Ο γιος κι ο Θεός μου.
Οίκος 17.
ΟTAN ΣΥΝΕΡΘΗΣ, μην κλάψης, μητέρα, ούτε πάλι να δειλιάσης, αν ιδής να συγκλονίζουνται τα στοιχεία, γιατί η τόλμη αυτή δονεί όλη τη χτίση.
Ο ουράνιος θόλος τυφλωμένος. Και δεν ανοίγει μάτι μέχρι να του πω. Η γη και η θάλασσα τότε θα βιαστούν να φύγουν. Ο ναός το χιτώνα θα τον σκίση στενάζοντας για τους τολμούντες. Τα όρη τραντάζουνται, οι τάφοι αδειάζουνε.
Όταν δης αυτά κι ως γυναίκα φοβηθής, φώναξέ μου:
Λυπήσου με, εσύ ο γιος κι ο Θεός μου.
Οίκος 18.
ΥΙΕ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ, Θεέ της Παρθένου, και του κόσμου πλαστουργέ, δικά σου τα πάθη και τα βάθη της σοφίας.
Εσύ ξέρεις το τι ήσουν κι αυτό που έγινες.
Εσύ θέλησες να πάθης και τιμώντας τους ανθρώπους ήρθες να τους σώσης.
Εσύ τις αμαρτίες τις δικές μας, τις επήρες σαν αρνί(10), εσύ τις ενέκρωσες, ο Σωτήρ, με τη σφαγή σου κι έσωσες τους πάντες.
Εσύ “σαι που πάσχεις και που δεν πάσχεις, εσύ πεθαίνεις και σώζεις, εσύ έδωσες στη σεμνή θάρρος για να σου φωνάζη:
Ο γιος κι ο Θεός μου.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου