Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Ο ρεπόρτερ που ντρόπιασε τους New York Times!

Τις τελευταίες μέρες, δύο θέματα συζητήθηκαν πολύ στη μιντιακή πιάτσα.

1) Η επινοημένη είδηση συνάντησης Τσίπρα/Λάτση/Αγγελοπούλου στο Κολωνάκι και

2) Η επινοημένη είδηση ερωτικού παιχνιδιού μεταξύ της Νατάσσας Μποφίλιου και του Μύρωνα Στρατή

Μετά την είδηση πως ο υπεύθυνος για το πρωτοσέλιδο θέμα του ενθέτου Real Life απολύθηκε, πολλοί κατηγόρησαν την Μποφίλιου για την (εξαιρετικά καλογραμμένη κατά τη γνώμη μου) αντίδρασή της στο Facebook...

Σήμερα λοιπόν, όταν έγινε γνωστή η απομάκρυνση του συντάκτη που έγραψε το σχετικό θέμα, πολλοί αναρωτήθηκαν αν τώρα είναι ικανοποιημένη η τραγουδίστρια…
"Χάρηκε τώρα που εξαιτίας της απολύθηκε ένας συνάδελφος και πετάχτηκε στο δρόμο;" διάβασα σε ένα μαχητικό status update.
H αλήθεια είναι πως αν κάνουμε κάποιο λάθος ή κάποιο μπέρδεμα (ανθρώπινα είναι αυτά) όλοι δικαιούμαστε μια δεύτερη και τρίτη ευκαιρία.
Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση, μοιάζει να μην έγινε απλώς κάποιο μπέρδεμα αλλά ολόκληρη επινόηση είδησης, και αν αυτό δεν έγινε σε συνεννόηση με κάποιον ανώτερο, σαφώς εγείρει ένα ζήτημα, δεν ξέρω αν δικαιολογεί απόλυση.
Κάτι για το οποίο, φυσικά, δεν φταίει καθόλου ούτε η Μποφίλιου, ούτε όποιος διαμαρτύρεται για ψεύδη που γράφονται γι' αυτόν.
Όλο αυτό πάντως μου θύμισε τον Τζέισον Μπλερ (χωρίς να υπάρχει καμία σύγκριση φυσικά μεταξύ των περιπτώσεων), και την εξοργιστική, συναρπαστική ιστορία του.
Οι New York Times θεωρούσαν τον Τζέισον Μπλερ τόσο καλό, που όταν τελείωσε η πρακτική του, τον προσέλαβαν κανονικά και έγινε ένας απ' τους κορυφαίους ρεπόρτερ τους.
"Μπήκα στη δημοσιογραφία για να διασκεδάσω τους ανθρώπους" λέει ο Μπλερ στα πρώτα λεπτά του εξαιρετικού ντοκιμαντέρ της Σαμάνθα Γκραντ που είχα την τύχη να παρακολουθήσω στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης πριν αρκετούς μήνες.
Στο ντοκιμαντέρ μιλά από απόσταση, 10 χρόνια αργότερα, και αφηγείται πώς ξεκίνησαν όλα...
"Δούλεψα για 3 χρόνια στη δημοσιογραφία, και αυτή ήταν η περίοδος στην οποία έμαθα να λέω ψέματα" δηλώνει σήμερα.
Ξεκίνησε ως ίντερν στους New York Times το 1998, μετά απο συνεργασίες με μεγάλες εφημερίδες και εξάσκηση στην εφημερίδα του κολεγίου.
Οι συμφοιτητές του τον περιγράφουν σήμερα ως ανώριμο και υπερφιλοδοξο, δημόσιοσχετίστα, ανασφαλή, με ανάγκη να τον παραδέχονται και αποδέχονται οι άλλοι.
Σε αντίθεση με τους συμφοιτητές και τους συναδέλφους του, τα αφεντικά του πάντα τον θεωρούσαν συμπαθή, δουλευταρά και ταλαντούχο. Και οι New York Times τον θεωρούσαν τόσο καλό, που όταν τελείωσε η πρακτική του, τον προσέλαβαν κανονικά.
Και ήταν όντως καλός. Από μικρός είχε μεγάλη περιέργεια, και ήθελε να μαθαίνει τα γιατί, πράγμα που τον οδήγησε στη δημοσιογραφία. Όμως από το γυμνάσιο είχε μανιοκατάθλιψη.
Στα πρώτα χρόνια του στους New York Times το πρόσεξαν όλοι, όπως και τα προβλήματα αλκοολισμού του. (Το μόνο μυστικό του ηταν η κοκαΐνη που τον ανέβαζε όταν ήταν στα κάτω του.)
Του ζητούσαν επιτακτικά σπουδαίες ιστορίες, λέει.
Δεν αρκούσαν οι συνηθισμένες ιστορίες, δεν ήταν αρκετά καλές για μια εφημερίδα όπως οι New York Times, και ήδη λίγους μήνες μετά την πρόσληψή του, άρχισε να αγχώνεται για το πώς θα κερδίσει την εύνοια των ανωτερων του.
O Μπλερ έπεσε στην περίοδο που οι Times προσπαθούσαν να προσαρμόσουν το περιεχόμενό τους στις νέες τεχνολογίες.
Πώς να επεκτείνουμε την ποιοτική δημοσιογραφία στα ψηφιακά μέσα;, σκέφτηκαν.
Ζήτησαν ταχύτητα. Έκαναν αλλαγές και η νωχελικότητα (σα να ήσουν σε δημόσια υπηρεσία) μετατράπηκε σε ζούγκλα.
Όλοι οι δημοσιογράφοι προσπάθησαν σκληρά, αλλά ο Μπλερ το παράκανε, επινοώντας πιασάρικα πράγματα, και κάνοντας και ένα σωρό λάθη, από αβλεψία. Στην αρχή αυτός επισήμαινε τα λάθη του στους υπεύθυνους, ώστε να έμπαινε διόρθωση την επόμενη ημέρα.
Έτσι συνειδητοποίησε όμως ότι δεν τον έλεγχαν, κι ότι αν δεν τα έλεγε μόνος του κανείς δεν θα καταλάβαινε τίποτα.
Ένιωσε πια τελείως ελεύθερος, και έκανε ό,τι ήθελε: Για ένα αφιέρωμα στην 11η Σεπτεμβρίου επειδή δεν ήθελε να γράψει μια νεκρολογία για οικογενειακό του φίλο, έγραψε για υποτιθέμενο ξάδελφό του, κατασκευάζοντας την ιστορία.
Κι όταν τον έστειλαν σε μια φιλανθρωπική συναυλία για να την καλύψει, αυτός την είδε ζωντανά από την τηλεόραση σνιφάροντας κόκα.
Την άλλη μέρα έγραψε κανονικά το άρθρο, σα να ήταν εκεί.
Οι συνάδελφοί του, σταδιακά, πρόσεχαν την μετάλλαξή του, και ήξεραν τι συνέβαινε, αλλά κανείς δεν έκανε τίποτα.
Μέχρι που μια μέρα κυκλοφόρησε ένα ημειλ υπογεγραμμένο από 30 συντάκτες που επισήμαιναν λάθη και αντιγραφές του, και το οποίο πάνω κάτω έλεγε "Πρέπει να τον σταματήσουμε να γράφει στους Τάιμς τώρα!"
Τον έστειλαν για αποτοξίνωση, κι όταν βγήκε τον άλλαξαν τμήμα και ελπίζοντας ότι η αλλαγή περιβάλλοντος θα βοηθήσει του μείωσαν και τον όγκο δουλειάς. Αυτός κατέρρευσε ψυχολογικά.
Η πλάκα είναι πως θα ήταν ίσως τελικά πιο εύκολο να ψάξει για στοιχεία, παρά να ξοδεύει χρόνο για να τα επινοεί και να τα αντιγράφει.
"Παρατηρούσαμε ότι βρωμουσε" λένε σήμερα συνάδελφοί του. "Ερχόταν ντυμένος σαν αστεγος. Είχε παράξενη συμπεριφορά. Έγινε ο τρελός του γραφείου." (Στο ντοκιμαντέρ έδειξε και μια φωτογραφία του με καλυμμένο κεφάλι αλά Παναγιώτη Χατζηστεφανου.)
Το ότι δεν τον έδιωχναν πάντως ήταν τρελό.
Μπορούσες δηλαδή να δουλεύεις στον σπουδαιότερο δημοσιογραφικό κολοσσό, -και τον πιο αξιόπιστο!- να κάνεις επιβεβαιωμένα αρκετά λάθη και να επινοείς ιστορίες, κι όμως να μη χάνεις τη δουλειά σου, λες και δουλεύεις στο ελληνικό δημόσιο.
Ο Μπλερ με τον καιρό αναθάρρησε και ξανάρχισε να προσπαθεί να βγάλει λαβράκια και σπουδαίες ειδήσεις.
Προσφερόταν να κανει οτιδήποτε χωρίς να τον νοιάζει αν αναφέρεται το ονομα του.
Σύντομα η ψυχολογική του κατάσταση του χειροτέρεψε και δεν πήγαινε στο γραφείο.
Ζούσε κλεισμένος στο διαμέρισμά του στο Μπρουκλυν της Ν.Υ. (ενώ υποτίθεται ότι ηταν ανταποκριτής στην Ουάσινγκτον!).
Έγραφε πλέον μονο απο το σπιτι, και είχε σταματήσει την ψυχοθεραπεία, παρά τη διπολική διαταραχή του.
Ηταν σε αυτοκαταστροφική τροχιά. Ηταν 25 ετών.
Κι όμως, σιγά σιγά η εφημερίδα ξανάρχισε να δημοσιεύει τις "αποκλειστικότητές" του, παρ' ό,τι πολλοί είχαν προσέξει τις παράξενες δημοσιεύσεις του...
Είχε τις καλύτερες πληροφορίες και τις καλύτερες άκρες επειδη ηταν όλα στο κεφάλι του. Επινοούσε δηλώσεις.
Υποκρινόταν οτι ήταν σε διάφορα μέρη χωρίς να σηκώνεται καν απ' το κρεβάτι. Έκανε κόπι πειστ απο διάφορες πηγές (δεν αντέγραφε ποτέ μεγάλα κομμάτια από μόνο μία πηγή) για να μην τον πιάσουν.
Τηλεφωνούσε στους εκδότες και υποκρινόταν ότι ηταν στη μέση συνεντεύξεων. Έβλεπε φωτογραφίες και περιέγραφε σα να ήταν εκεί.
Έπαιρνε τηλέφωνο τα πρόσωπα τα οποία υποτίθεται είχε συναντήσει στο σπίτι τους και τους ζητούσε να περιγράψουν τα φυτά τους, ή το χρώμα των κουρτινών, ή το φαγητό που σέρβιραν εκείνη την ημέρα.
Ήταν εξαιτίας μιας τέτοιας λογοκλοπής που αποκαλύφθηκαν όλα.
Μια μέρα πληροφορήθηκε ότι δεν είχαν τίποτα δυνατό για το πρωτοσέλιδο του Σαββάτου και αποφάσισε να ψάξει παντού για την είδηση, και να την μαγειρέψει στην ανάγκη.
Την βρήκε, και την αντέγραψε τελείως από μια μικρή ισπανόφωνη εφημερίδα, ελπίζοντας ότι κανείς δεν θα το πρόσεχε.
Όμως η γυναίκα που έγραψε το άρθρο, μιλούσε αγγλικά και το κατάλαβε.
"Είχα επενδύσει τα πάντα, για 10 χρόνια, στη δημοσιογραφική μου καριέρα" λέει ο ίδιος. "Τώρα θα τα έχανα όλα. Πήγα να κάνω απόπειρα αυτοκτονίας." (Δεν ξέρεις αν τον πιστεύεις πια.)

Παραιτήθηκε λίγο πριν τον απολύσουν.
Πήγε στο ψυχιατρείο, ενώ οι της εφημερίδας άρχισαν να ελέγχουν κάθε μία απ' τις δημοσιεύσεις που είχε κάνει επί μια δεκαετία.
Έκπληκτοι βρήκαν πως εκατοντάδες απ' τις ιστορίες που η σπουδαία αυτή εφημερίδα είχε δημοσιεύσει, ήταν, το λιγότερο, προβληματικές.

Κι όμως, αυτά ήταν κάτι που γνώριζαν πάνω κάτω οι προϊστάμενοί του για καιρό. Ήταν χαλαροί για να μη τους πουν ρατσιστές;
Κανείς δε γνωρίζει, πάντως το σκάνδαλο ταρακούνησε την ιεραρχία και έγιναν αρκετές απολύσεις, και ένα αυστηρότερο σύστημα ελέγχου των δημοσιευμάτων. Ο Μπλερ, σε συνδυασμό με τα ψυχικά προβλήματά του τα οποία δεν προσπαθούσε να λύσει, δεν είχε αντέξει τον ανταγωνισμό και τις απαιτήσεις. (Η πλάκα είναι πως θα ήταν ίσως τελικά πιο εύκολο να ψάξει για στοιχεία, παρά να ξοδεύει χρόνο για να τα επινοεί και να τα αντιγράφει.)
Ο ίδιος σήμερα δίνει διαλέξεις και μιλά για τη ζωή του (και προσπαθεί να ξαναδημοσιογραφήσει, σε μικρά, περιφερειακά ΜΜΕ).
Η διάλεξή του σε πανεπιστήμιο, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον για κάθε (wannabe) δημοσιογράφο.
"Όλοι έχουμε κάποια ελαττώματα", λέει. "Το δικό μου είναι ότι λέω ψέματα. Θα μπορούσα να σας υποσχεθώ οτι δεν θα ξαναπώ πια άλλα ψέματα, άλλα αυτό θα ήταν ψέμα. Είναι κάτι που το παλεύω καθημερινά, και προσπαθώ να το νικήσω."


Άρης Δημοκίδης
Lifo
orthografos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου