Όνομα μου είναι Χρήστος Δουλκερίδης.
Γεννήθηκα στις Βρυξέλλες το 1968, σε μια συνοικία από τις πιο φτωχές της πόλης, κοντά στην Gare du Νord. Έμεναν κυρίως Τούρκοι και Έλληνες μετανάστες και κάποιοι ηλικιωμένοι Βέλγοι.
Μέχρι επτά χρονών μείναμε εκεί, σε ένα δυάρι. Στο ένα δωμάτιο κοιμούνταν οι γονείς και το άλλο λειτουργούσε ως σαλόνι, καθιστικό, κουζίνα και υπνοδωμάτιο για μας τα παιδιά. Δεν υπήρχε λουτρό.
Κάναμε μπάνιο όπως παλιά, ζεσταίναμε το νερό και πλενόμασταν στη λεκάνη. Αναφέρω αυτή τη συνοικία γιατί πρόσφατα πήγα ξανά στο ίδιο κτίριο όπου μεγάλωσα. Ως υπουργός Οικισμού για τις Βρυξέλλες τώρα πια, για να εγκαινιάσω ένα καινούργιο κτίριο...
Ο πατέρας μου είναι Πόντιος στην καταγωγή. Η οικογένειά μου ήρθε στην Ελλάδα από την Τουρκία, στις αρχές του περασμένου αιώνα, εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία. Ο πατέρας μου μετανάστευσε στο Βέλγιο για να δουλέψει στα ανθρακωρυχεία, στο Λιμβούργο, στη φλαμανδική πλευρά, στο Βόρειο Βέλγιο. Έπαθε ατύχημα και ήρθε στις Βρυξέλλες για να βρει δουλειά. Δούλεψε οικοδόμος, ταξιτζής, παντοπώλης. Στο τέλος έκανε εμπόριο ελληνικών προϊόντων στις λαϊκές μαζί με τη μητέρα μου. Η μητέρα μου είναι Ροδίτισσα. Ήρθε στο Βέλγιο για να επισκεφθεί τον αδελφό της αλλά από τη δεύτερη μέρα έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο. Γνώρισε τον πατέρα μου στις Βρυξέλλες, με προξενιό.
Οι γονείς μας έλεγαν: « Θα τελειώσετε το δημοτικό και θα επιστρέψουμε στην Ελλάδα». Μετά έλεγαν: « Θα τελειώσετε το γυμνάσιο και θα επιστρέψουμε ». Τελειώσαμε το λύκειο, το πανεπιστήμιο και οι γονείς μου επέστρεψαν στην Ελλάδα όταν βγήκαν στη σύνταξη. Για να το πω καλύτερα, όταν κουράστηκαν υπερβολικά. Οι γονείς μου προσπαθούσαν να μετακομίσουν σε καλύτερες συνοικίες κάθε φορά. Η τελευταία συνοικία όπου πήγαν ήταν μόνο με Βέλγους. Ήθελαν διαρκώς να βελτιώσουν το κοινωνικό τους στάτους. Θυμάμαι ότι έδιναν μεγάλη σημασία στη φιλοξενία. Σε αυτό, έλεγαν, δεν έπρεπε να γίνουμε σαν τους Βέλγους. Εγώ μεγάλωσα με δύο γλώσσες, γαλλικά και ελληνικά. Στο σχολείο όπου πήγαινα υπήρχαν παιδιά μεταναστών από όλα τα μέρη. Τώρα δυστυχώς, σε μερικές συνοικίες των Βρυξελλών, τα σχολεία γίνονται γκέτο, υπάρχουν παιδιά μεταναστών μόνο από μία εθνότητα. Οι παρέες μου ήταν με Βέλγους και άλλες εθνότητες. Οι γονείς μου δεν επιδίωκαν να έχω παρέες μόνο με Έλληνες... Ήξερα ότι είχα μια διαφορά από τα άλλα παιδιά επειδή το απόγευμα έπρεπε να πάω σε ελληνικό σχολείο. Ήξερα επίσης ότι οι γονείς μου δεν ήταν Βέλγοι. Παρ΄ όλ΄ αυτά δεν ένιωσα ξένος. Είχα την τύχη να πέσω σε καλούς καθηγητές που δούλευαν με ζήλο με τα παιδιά των μεταναστών... Από πολύ νωρίς άρχισα να βοηθώ τους γονείς μου στο παντοπωλείο. Όταν άρχισαν να κάνουν εμπόριο στις λαϊκές τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα. Εμείς τα παιδιά δεν είχαμε δικό μας δωμάτιο. Μέναμε σε ένα δωμάτιο δύο επί τέσσερα, με ένα ναυτικό κρεβάτι. Η κουζίνα λειτουργούσε και ως σαλόνι, υπήρχε ένα τραπέζι όπου οι γονείς μου ετοίμαζαν τα προϊόντα που πωλούσαν, μουσακά, κεφτέδες, ντολμαδάκια. Ήταν κάτι σαν εργαστήριο. Και εκεί έπρεπε να διαβάσω και να κάνω τις σχολικές μου ασκήσεις. Οι γονείς μου δεν είχαν τον χρόνο να παρακολουθήσουν την πρόοδό μας στο σχολείο. Συχνά πήγαινα εγώ να ενδιαφερθώ για τον αδελφό μου. Μπορώ να πω ότι η ζωή με ανάγκασε να μεγαλώσω πρόωρα. Έχω συχνά την αίσθηση ότι δεν ήμουν ποτέ παιδί...
Εμείς έχουμε γνωρίσει τους γονείς μας μόνο σε ένα μοντέλο: το εργατικό. Σταματούσαν μόνο για να πάμε στην Ελλάδα το καλοκαίρι. Πηγαίναμε με ένα μικρό Νταφ 33. Κάναμε τρεις, τέσσερις μέρες ταξίδι. Είχε πλάκα... Ο παππούς και η γιαγιά στη Σκύδρα ήταν αγρότες και φτωχοί. Δυσκολευόμουν γιατί οι τουαλέτες ήταν τούρκικες, γεμάτες μύγες, τα φαγητά ποντιακά, δεν ήμασταν μαθημένοι σ΄ αυτά. Ήμουν μικρός και δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω την ποντιακή μου καταγωγή. Στη Ρόδο το σπίτι ήταν καλύτερο. Η θάλασσα της Ρόδου, αυτό το υπέροχο μπλε, είναι κάτι το αξέχαστο. Όταν με πήγε ο πατέρας μου για πρώτη φορά στη θάλασσα του Βορρά και αντίκρυσα το γκρι χρώμα της, έβαλα τα κλάματα. Τον κατηγόρησα ότι μου είπε ψέματα, γιατί αυτή δεν ήταν θάλασσα πραγματική. Με τα χρόνια έμαθα να απολαμβάνω και την ομορφιά της γκρίζας, βόρειας θάλασσας.
Στα δεκαοκτώ μου ήθελα να είμαι ανεξάρτητος. Όπως είπα, δεν είχα καν χώρο να διαβάσω στο σπίτι. Όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο πήγα σε μια πόλη έξω από τις Βρυξέλλες, στο Νουβέλ Ανέβ, να σπουδάσω νομικά. Ήταν μια νέα πόλη, όπου έμεναν κυρίως φοιτητές. Εκεί ήμουν ανεξάρτητος αλλά ένιωθα άβολα. Ερχόμουν από μια ζωντανή διαπολιτισμική πόλη, τις Βρυξέλλες, και έπεσα σε μια πόλη όπου υπήρχαν μόνο Βέλγοι, πλουσιόπαιδα κυρίως. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα απροσάρμοστος. Αποφάσισα να εγκαταλείψω το πανεπιστήμιο. Στο λύκειο υπήρχε ένας καθηγητής που με βοηθούσε και ήταν ο πρώτος που μου μίλησε για το οικολογικό κίνημα. Ήταν βουλευτής όταν εγκατέλειψα το πανεπιστήμιο και μου πρότεινε να γίνω γραμματέας του. Από τότε μπήκα στο οικολογικό κίνημα και στην πολιτική...
Ο πατέρας μου είναι Πόντιος στην καταγωγή. Η οικογένειά μου ήρθε στην Ελλάδα από την Τουρκία, στις αρχές του περασμένου αιώνα, εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία. Ο πατέρας μου μετανάστευσε στο Βέλγιο για να δουλέψει στα ανθρακωρυχεία, στο Λιμβούργο, στη φλαμανδική πλευρά, στο Βόρειο Βέλγιο. Έπαθε ατύχημα και ήρθε στις Βρυξέλλες για να βρει δουλειά. Δούλεψε οικοδόμος, ταξιτζής, παντοπώλης. Στο τέλος έκανε εμπόριο ελληνικών προϊόντων στις λαϊκές μαζί με τη μητέρα μου. Η μητέρα μου είναι Ροδίτισσα. Ήρθε στο Βέλγιο για να επισκεφθεί τον αδελφό της αλλά από τη δεύτερη μέρα έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο. Γνώρισε τον πατέρα μου στις Βρυξέλλες, με προξενιό.
Οι γονείς μας έλεγαν: « Θα τελειώσετε το δημοτικό και θα επιστρέψουμε στην Ελλάδα». Μετά έλεγαν: « Θα τελειώσετε το γυμνάσιο και θα επιστρέψουμε ». Τελειώσαμε το λύκειο, το πανεπιστήμιο και οι γονείς μου επέστρεψαν στην Ελλάδα όταν βγήκαν στη σύνταξη. Για να το πω καλύτερα, όταν κουράστηκαν υπερβολικά. Οι γονείς μου προσπαθούσαν να μετακομίσουν σε καλύτερες συνοικίες κάθε φορά. Η τελευταία συνοικία όπου πήγαν ήταν μόνο με Βέλγους. Ήθελαν διαρκώς να βελτιώσουν το κοινωνικό τους στάτους. Θυμάμαι ότι έδιναν μεγάλη σημασία στη φιλοξενία. Σε αυτό, έλεγαν, δεν έπρεπε να γίνουμε σαν τους Βέλγους. Εγώ μεγάλωσα με δύο γλώσσες, γαλλικά και ελληνικά. Στο σχολείο όπου πήγαινα υπήρχαν παιδιά μεταναστών από όλα τα μέρη. Τώρα δυστυχώς, σε μερικές συνοικίες των Βρυξελλών, τα σχολεία γίνονται γκέτο, υπάρχουν παιδιά μεταναστών μόνο από μία εθνότητα. Οι παρέες μου ήταν με Βέλγους και άλλες εθνότητες. Οι γονείς μου δεν επιδίωκαν να έχω παρέες μόνο με Έλληνες... Ήξερα ότι είχα μια διαφορά από τα άλλα παιδιά επειδή το απόγευμα έπρεπε να πάω σε ελληνικό σχολείο. Ήξερα επίσης ότι οι γονείς μου δεν ήταν Βέλγοι. Παρ΄ όλ΄ αυτά δεν ένιωσα ξένος. Είχα την τύχη να πέσω σε καλούς καθηγητές που δούλευαν με ζήλο με τα παιδιά των μεταναστών... Από πολύ νωρίς άρχισα να βοηθώ τους γονείς μου στο παντοπωλείο. Όταν άρχισαν να κάνουν εμπόριο στις λαϊκές τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα. Εμείς τα παιδιά δεν είχαμε δικό μας δωμάτιο. Μέναμε σε ένα δωμάτιο δύο επί τέσσερα, με ένα ναυτικό κρεβάτι. Η κουζίνα λειτουργούσε και ως σαλόνι, υπήρχε ένα τραπέζι όπου οι γονείς μου ετοίμαζαν τα προϊόντα που πωλούσαν, μουσακά, κεφτέδες, ντολμαδάκια. Ήταν κάτι σαν εργαστήριο. Και εκεί έπρεπε να διαβάσω και να κάνω τις σχολικές μου ασκήσεις. Οι γονείς μου δεν είχαν τον χρόνο να παρακολουθήσουν την πρόοδό μας στο σχολείο. Συχνά πήγαινα εγώ να ενδιαφερθώ για τον αδελφό μου. Μπορώ να πω ότι η ζωή με ανάγκασε να μεγαλώσω πρόωρα. Έχω συχνά την αίσθηση ότι δεν ήμουν ποτέ παιδί...
Εμείς έχουμε γνωρίσει τους γονείς μας μόνο σε ένα μοντέλο: το εργατικό. Σταματούσαν μόνο για να πάμε στην Ελλάδα το καλοκαίρι. Πηγαίναμε με ένα μικρό Νταφ 33. Κάναμε τρεις, τέσσερις μέρες ταξίδι. Είχε πλάκα... Ο παππούς και η γιαγιά στη Σκύδρα ήταν αγρότες και φτωχοί. Δυσκολευόμουν γιατί οι τουαλέτες ήταν τούρκικες, γεμάτες μύγες, τα φαγητά ποντιακά, δεν ήμασταν μαθημένοι σ΄ αυτά. Ήμουν μικρός και δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω την ποντιακή μου καταγωγή. Στη Ρόδο το σπίτι ήταν καλύτερο. Η θάλασσα της Ρόδου, αυτό το υπέροχο μπλε, είναι κάτι το αξέχαστο. Όταν με πήγε ο πατέρας μου για πρώτη φορά στη θάλασσα του Βορρά και αντίκρυσα το γκρι χρώμα της, έβαλα τα κλάματα. Τον κατηγόρησα ότι μου είπε ψέματα, γιατί αυτή δεν ήταν θάλασσα πραγματική. Με τα χρόνια έμαθα να απολαμβάνω και την ομορφιά της γκρίζας, βόρειας θάλασσας.
Στα δεκαοκτώ μου ήθελα να είμαι ανεξάρτητος. Όπως είπα, δεν είχα καν χώρο να διαβάσω στο σπίτι. Όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο πήγα σε μια πόλη έξω από τις Βρυξέλλες, στο Νουβέλ Ανέβ, να σπουδάσω νομικά. Ήταν μια νέα πόλη, όπου έμεναν κυρίως φοιτητές. Εκεί ήμουν ανεξάρτητος αλλά ένιωθα άβολα. Ερχόμουν από μια ζωντανή διαπολιτισμική πόλη, τις Βρυξέλλες, και έπεσα σε μια πόλη όπου υπήρχαν μόνο Βέλγοι, πλουσιόπαιδα κυρίως. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα απροσάρμοστος. Αποφάσισα να εγκαταλείψω το πανεπιστήμιο. Στο λύκειο υπήρχε ένας καθηγητής που με βοηθούσε και ήταν ο πρώτος που μου μίλησε για το οικολογικό κίνημα. Ήταν βουλευτής όταν εγκατέλειψα το πανεπιστήμιο και μου πρότεινε να γίνω γραμματέας του. Από τότε μπήκα στο οικολογικό κίνημα και στην πολιτική...
Σήμερα είμαι υπουργός Οικισμού για τις Βρυξέλλες.
Το πολιτικό και θεσμικό σύστημα του Βελγίου είναι περίπλοκο. Έχει τις ρίζες του στην ιστορία της χώρας.
Το Βέλγιο είναι ένα ομοσπονδιακό κράτος που συγκροτείται σε τρία επίπεδα : εθνικό, περιοχών και κοινοτήτων. Όλα τα επίπεδα έχουν ισότιμες εξουσίες. Όταν ασχολείσαι με πολιτική σε ένα τέτοιο περίπλοκο σύστημα μαθαίνεις να βρίσκεις λύσεις. Να κάνεις συμβιβασμούς, γιατί δεν υπάρχουν ποτέ απόλυτες πλειοψηφίες.
Το Βέλγιο είναι μια μίνι Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η πρόβλεψή μου είναι ότι στο μέλλον, δυστυχώς ή ευτυχώς, η πολιτική θα μοιάζει όλο και πιο πολύ στο βελγικό μοντέλο...
Οι Βρυξέλλες είναι δεύτερη πρωτεύουσα για 500 εκατ. Ευρωπαίους. Αυτό προσπαθώ να αναδείξω, επειδή οι Ευρωπαίοι δεν το αισθάνονται αρκετά για την ώρα. Υπάρχουν πόλεις στην Ευρώπη που σε εντυπωσιάζουν μόλις τις βλέπεις, όπως το Παρίσι, η Πράγα, η Ρώμη. Με τις Βρυξέλλες συμβαίνει το αντίθετο. Δεν σε εντυπωσιάζουν στην αρχή. Χρειάζεται κάποιος να σε πάρει από το χέρι να σε ξεναγήσει. Ή να μείνεις λίγο χρόνο εδώ. Είναι σαν μια γυναίκα που κρύβει την ομορφιά της. Και η Αθήνα πιστεύω είναι έτσι. Οι Βέλγοι δεν είναι αλαζόνες και δήθεν. Εδώ μπορείς ακόμα και τον πρωθυπουργό να συναντήσεις στον δρόμο, να καθήσεις στο τραπέζι, να πιεις έναν καφέ μαζί του...
Έρχομαι συχνά στην Ελλάδα. Η φύση είναι η μεγαλύτερη περιουσία της, μοναδική. Ταυτόχρονα με εντυπωσιάζει η κακοποίηση της φύσης από τους Έλληνες. Η ευκαιρία της Ελλάδας, νομίζω, είναι να αναπτύσσει έναν ποιοτικό τουρισμό. Οι τουρίστες επέστρεφαν στην Ελλάδα για την επαφή που είχαν με τους Έλληνες, για τη φιλοξενία. Έχω φίλους εδώ πέρα, μεγάλης ηλικίας, που το θυμούνται ακόμα... Επίσης ο τουρισμός πρέπει να είναι όχι μόνο καλοκαιρινός αλλά και χειμερινός. Αυτό όμως χρειάζεται καλές μεταφορές... Είχα πάει στην Ελλάδα όταν υπήρχαν οι μεγάλες πυρκαγιές, για να δω πώς μπορούσαμε να βοηθήσουμε. Διαπίστωσα ότι ήταν πολύ δύσκολο να οργανωθεί κάτι σοβαρό. Τότε το Βέλγιο ήταν σε δύσκολη κατάσταση. Δεν είχαμε κυβέρνηση σε εθνικό επίπεδο για δεκαπέντε μήνες. Άρχισαν να με κοροϊδεύουν « μα τι γίνεται εκεί στο Βέλγιο, τι χώρα είστε εσείς, δεκαπέντε μήνες χωρίς κυβέρνηση ». Απαντούσα με όλη την ειλικρίνεια: « Κοιτάξτε εμείς στο Βέλγιο έχουμε 15 μήνες χωρίς κυβέρνηση αλλά έχουμε κράτος. Εσείς έχετε κυβέρνηση αλλά φαίνετε πολλές φορές να μην έχετε κράτος ».
Οι Βρυξέλλες είναι δεύτερη πρωτεύουσα για 500 εκατ. Ευρωπαίους. Αυτό προσπαθώ να αναδείξω, επειδή οι Ευρωπαίοι δεν το αισθάνονται αρκετά για την ώρα. Υπάρχουν πόλεις στην Ευρώπη που σε εντυπωσιάζουν μόλις τις βλέπεις, όπως το Παρίσι, η Πράγα, η Ρώμη. Με τις Βρυξέλλες συμβαίνει το αντίθετο. Δεν σε εντυπωσιάζουν στην αρχή. Χρειάζεται κάποιος να σε πάρει από το χέρι να σε ξεναγήσει. Ή να μείνεις λίγο χρόνο εδώ. Είναι σαν μια γυναίκα που κρύβει την ομορφιά της. Και η Αθήνα πιστεύω είναι έτσι. Οι Βέλγοι δεν είναι αλαζόνες και δήθεν. Εδώ μπορείς ακόμα και τον πρωθυπουργό να συναντήσεις στον δρόμο, να καθήσεις στο τραπέζι, να πιεις έναν καφέ μαζί του...
Έρχομαι συχνά στην Ελλάδα. Η φύση είναι η μεγαλύτερη περιουσία της, μοναδική. Ταυτόχρονα με εντυπωσιάζει η κακοποίηση της φύσης από τους Έλληνες. Η ευκαιρία της Ελλάδας, νομίζω, είναι να αναπτύσσει έναν ποιοτικό τουρισμό. Οι τουρίστες επέστρεφαν στην Ελλάδα για την επαφή που είχαν με τους Έλληνες, για τη φιλοξενία. Έχω φίλους εδώ πέρα, μεγάλης ηλικίας, που το θυμούνται ακόμα... Επίσης ο τουρισμός πρέπει να είναι όχι μόνο καλοκαιρινός αλλά και χειμερινός. Αυτό όμως χρειάζεται καλές μεταφορές... Είχα πάει στην Ελλάδα όταν υπήρχαν οι μεγάλες πυρκαγιές, για να δω πώς μπορούσαμε να βοηθήσουμε. Διαπίστωσα ότι ήταν πολύ δύσκολο να οργανωθεί κάτι σοβαρό. Τότε το Βέλγιο ήταν σε δύσκολη κατάσταση. Δεν είχαμε κυβέρνηση σε εθνικό επίπεδο για δεκαπέντε μήνες. Άρχισαν να με κοροϊδεύουν « μα τι γίνεται εκεί στο Βέλγιο, τι χώρα είστε εσείς, δεκαπέντε μήνες χωρίς κυβέρνηση ». Απαντούσα με όλη την ειλικρίνεια: « Κοιτάξτε εμείς στο Βέλγιο έχουμε 15 μήνες χωρίς κυβέρνηση αλλά έχουμε κράτος. Εσείς έχετε κυβέρνηση αλλά φαίνετε πολλές φορές να μην έχετε κράτος ».
Τι σημαίνει να έχεις κράτος ; Να υπάρχουν δημόσιες υπηρεσίες που λειτουργούν πραγματικά, που προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον, όχι τους διεφθαρμένους και τα συμφέροντα των ολίγων. Νομίζω ότι αν δεν γίνει η στροφή τώρα στην Ελλάδα δεν θα γίνει ποτέ. Εάν επικρίνω την Ελλάδα είναι διότι την αγαπώ πολύ... Επίσης, πολύ συχνά μου λένε ότι παιδιά Ελλήνων μεταναστών σαν και μένα κατάφεραν να διακριθούν. Απαντώ ότι αυτό συμβαίνει επειδή από την αρχή μας αναγνώρισαν ως ισότιμους πολίτες και μας έδωσαν πολιτικά δικαιώματα...
Πηγή: taxalia.blogspot.gr
http://www.pontos-news.gr/permalink/20258.html
Πηγή: taxalia.blogspot.gr
http://www.pontos-news.gr/permalink/20258.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου