Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Η μάνα μου θα μ' έλεγε πουτάνα...

photo: michael[new]@FlickrΉταν από αυτά τα βράδια που νομίζεις ότι οι τέσσερις τοίχοι αρχίζουν να κινούνται και να συμπιέζουν ό,τι βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο. Και κυρίως εσένα. 
Ήταν απ' αυτά τα βράδια που αισθάνεσαι ότι όλα πάνε σκατά, κι εσύ ανήμπορη, αδύναμη και άβουλη, δεν έχεις τον τρόπο, τα μέσα και -εν τέλει- τη διάθεση να αντισταθείς. 
Στη δουλειά πίεση. «Προσέξτε, παιδιά, τα έσοδα πέφτουν. Αν δεν κάνουμε κάτι, αν δεν δουλέψουμε περισσότερο, πολύ φοβάμαι ότι θα έχουμε απολύσεις. Και...
στην καλύτερη περίπτωση μειώσεις μισθών». Κάθε μέρα το ίδιο τροπάριο σαν το μαρτύριο της σταγόνας. Βέβαια για σένα υπάρχει λύση αν δεχθείς να βγεις για ένα ποτό με τον προϊστάμενο που «προσέχει πάντα τους δικούς του ανθρώπους». 
-Άντε γαμήσου, μαλάκα. 
Στενό μαρκάρισμα και από τη μαμά. Τι κι αν μένεις μόνη σου εδώ και χρόνια, εκείνη δεν φεύγει στιγμή από κοντά σου. «Έφθασες τα τριάντα». «Ποτέ σκοπεύεις να νοικοκυρευτείς;». «Τι θέλεις μ' αυτόν;» «Αυτός έχει δική του οικογένεια». «Εσύ δεν έχεις καμία δουλειά μαζί του». «Σε κοροϊδεύει». 
- Παράτα μας, ρε μάνα. Δε με πήραν δα και τα χρόνια. Και το τι κάνω εγώ στη ζωή μου και με ποιον είμαι, είναι δική μου υπόθεση. Τον αγαπάω.
Τον αγαπάω αλήθεια; Ή έχω βολευτεί με την κατάσταση και... πού να μπλέκεις τώρα. Εδώ και έναν χρόνο η σχέση μας έχει περιοριστεί σε βιαστικά ραντεβού για να μην αργήσει στο σπίτι. Σε ατέλειωτες ώρες στο τηλέφωνο και σε αμέτρητα SMS. Αυτό που συνειδητοποίησα είναι ότι στον 21ο αιώνα ο έρωτας καθορίζεται από την απάντηση σ' ένα μήνυμα στο κινητό. Και απόψε που σε θέλω τόσο; Που θέλω να με κρατήσεις αγκαλιά, να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά, να με φιλάς και να μου λες ότι «όλα θα πανε καλά». Πού είσαι; Με τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου. 
- Άι στα κομμάτια και συ...
Ο κόμπος έφθασε στον λαιμό και με έπνιξε. Μου ήταν αδύνατον να κάτσω μέσα. Οι ακραίες καταστάσεις θέλουν και ακραίες πράξεις, σκέφτηκα. Θα πάω μόνη μου για ένα ποτό. Εδώ δίπλα, στο κλαμπάκι, με τη ζωντανή μουσική. Δεν το είχα ξανακάνει να βγω μόνη. Δεν είχε χρειαστεί. Μα τώρα είναι μια ξεχωριστή κατάσταση. Αμέσως η μάνα μου με επισκέφθηκε σαν Ερινύα: 
(«Μια κοπέλα δεν πάει μόνη της στα μπαρ έκτος εάν...»)
(- Α παράτα μας, ρε μάνα.)
Έβαλα ένα σκισμένο τζην και ένα μακό. Έπιασα τα μαλλιά κότσο, και πέρασα λίγο ρουζ στο πρόσωπο. Στοιχειώδη. Πάντα μου έπαιρνε περισσότερο από μια ώρα να ετοιμαστώ όταν ήταν να βγω έξω. Τώρα δεν μου πήρε πάνω από πέντε λεπτά...
Είχα διαλέξει επίτηδες μια σκοτεινή γωνία στην άκρη του μπαρ. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ένιωθα άνετα, λες και τα βλέμματα ήταν όλα στραμμένα επάνω μου.
(«Στα έλεγα εγώ...»)
(- Παράτα με, μάνα...)
Όπως έφερνα την τεκίλα στο στόμα, έστρεψα το βλέμμα μου και παρατήρησα την αίθουσα. Για καθημερινή δεν είχε λίγο κόσμο, σκέφτηκα. Κανείς δεν φαινόταν να ασχολείται μαζί μου. Είπα "μπράβο" στον εαυτό μου που είχα ντυθεί απλά. Σε διαφορετική περίπτωση θα νόμιζαν ότι ψαχνόμουν.
Ο τραγουδιστής έπιασε ένα τραγούδι του Αλκίνοου και με έφερε στα δικά μου. 
«Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω... απ' της ψυχής μου το ιερό ως της ζωής μου το μπουρδέλο χτίσε μια γέφυρα να πάω και να 'ρθω...»
- Άντε γαμήσου κι εσύ, βαλτός είσαι;
Δεν τον κατάλαβα που με είχε πλησιάσει και η φωνή του με ξάφνιασε.
- Όταν μια γυναίκα πίνει μόνη σ' ένα μπαρ είναι ντροπή για όλους τους άνδρες του κόσμου. Σε παρακαλώ να δεχθείς αυτό το σφηνάκι σαν σπονδή μεταμέλειας...
Γύρισα και τον κοίταξα. Γύρω στα σαρανταπέντε, με μούσι που είχε γκριζάρει, αλλά τα μαλλιά του ήταν ακόμα μαύρα, με μερικές λευκές πινελιές. Το να πιάσω κουβέντα με έναν άγνωστο ήταν το τελευταίο που ήθελα τώρα. Αλλά οι λέξεις που είχε επιλέξει μου είχαν προκαλέσει την περιέργεια. Πρέπει να είδε αυτή την αμφιθυμία μου, γιατί επέμεινε:
- Επειδή είναι κάτι ασήμαντο που μπορεί να μας στεναχωρήσει, πάντα κάτι ασήμαντο μπορεί να μας ανακουφίσει.
 Έσπρωξε απαλά το σφηνακοπότηρο προς το μέρος μου...
- Είναι παγωμένη Herradura Anejo. Δεν χρειάζεται αλάτι αλλά είναι ωραίο να δαγκώσεις στο τέλος τη φέτα πορτοκάλι. Θα σε κάψει και θα σε δροσίσει. Θα σε πικράνει και θα σε γλυκάνει ταυτόχρονα. Μέσα από τις αντιθέσεις ξεπηδά η ομορφιά.
Όσο τα έλεγε αυτά με κοιτούσε μέσα στα μάτια λες και προσπαθούσε να δει πίσω από αυτά. Αλλά αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το χαμόγελό του. Ειλικρινές, φυσικό, ζεστό και οικείο. Έδειχνε καλοδιάθετος. Και όπως ήμουν, μια στάλα ευδιαθεσίας δίνει καλύτερη γεύση σε όλα.
(«Μα, καλά, τι κανείς...;»)
(«Παράτα μας, μάνα.».)
Σήκωσα το σφηνάκι, έκανα ένα νεύμα χαιρετισμού και γυρνώντας το κεφάλι προς τα πίσω άφησα το απόσταγμα της αγαύης να γλιστρήσει στον λαιμό μου και στη συνέχεια δάγκωσα τη φέτα από πορτοκάλι.
Παραμερίζοντας τα σφηνακοπότηρα πήρε την κατάσταση στα χέρια του, μην επιτρέποντας στην αμηχανία να κυριεύσει στον χώρο.
- Καταλαβαίνω ότι στις προθέσεις σου ήταν να πιεις μόνη ένα ποτό και να φύγεις. Το φωνάζει η στάση σου, το ντύσιμό σου... Όμως δεν θέλω να σε αφήσω εδώ και να κοιτάζεις την άβυσσο. Δεν είναι μόνο ότι δεν θα δεις τίποτα, αλλά υπάρχει πάντα η πιθανότητα εκείνη να σου ανταποδώσει το βλέμμα. Και τότε θα τρομάξεις. Επιπλέον, αν μείνεις μόνη έχω την αίσθηση ότι θα δημιουργήσεις γύρω σου ένα περιβάλλον που θα πάρει το σχήμα των ανησυχιών σου. Όμως όλα αυτά μπορούν να αλλάξουν απλά και μόνο με την παρουσία ενός άλλου ανθρώπου.
Ήταν από τις σπάνιες φορές που διαπίστωνα ότι η ευγλωττία στην επιλογή των λέξεων ίσως έρχεται σε δεύτερη μοίρα από εκείνη στη φωνή στα μάτια και στην αύρα ενός ανθρώπου. 
-Δεν χρειάζεται να φύγεις. Περισσότερο το ψέλλισα μην πιστεύοντας ότι παραδεχόμουν πως η συντροφιά του ήταν λυτρωτική. Με ανακούφιζε...
(«Μα, για τον Θεό. Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Συμπεριφέρεσαι...».)
(«Α παράτα μας, ρε μάνα»)
Μου άρεσε να τον ακούω να μιλά. Με ξεκούραζε, με έκανε να ξεχνάω τις δικές μου έγνοιες. Όποτε χρειαζόταν απαντούσα μάλλον λακωνικά. Σιγά-σιγά άρχισα να λύνομαι... Του τα είπα όλα...
Γιατί οι άνδρες έχουν ξεχάσει να φλερτάρουν, πια; Δεν μιλώ για το παραδοσιακό καμάκι που μοναδικό σκοπό και στόχο έχει το σεξ. Το φλερτ είναι αυτόνομο. Είναι ιδεολογία, είναι στάση ζωής. Είναι σαν να παίρνεις στα χέρια σου ένα μπουκάλι καλό κρασί από το κελάρι. Το φυσάς για να φύγει η πολλή σκόνη αλλά δεν το σκουπίζεις ώστε να μη χάσει τη μαγεία και τον μυστικισμό του. Το ανοίγεις και το αφήνεις να αναπνεύσει. Δεν φέρνεις το μπουκάλι στο στόμα και αρχίζεις να κατεβάζεις. Όταν το βάζεις στο ποτήρι, πρώτα κοιτάς το χρώμα του, μυρίζεις τα αρώματά του πριν το φέρεις στα χείλη σου για να νιώσεις τη γεύση του. Είναι όλη η διαδικασία που απογειώνει την απόλαυση. Δεν έχεις απλά σκοπό να γίνεις σκνίπα.
Το φλερτ έχει πεθάνει. Μπορεί να φταίει η εποχή μας, η ταχύτητα και το απρόσωπο που την καθορίζει. Όλα τρέχουν σε ρυθμούς Mbps και οι προσωπικές σχέσεις αντικατοπτρίζονται πια από τον αριθμό των φίλων στο Facebook και τους followers στο Twitter. Ίσως φταίμε κι εμείς οι γυναίκες που κάναμε το παν για να δείξουμε στο άλλο φύλο ότι δεν το έχουμε ανάγκη. Τους το αποδείξαμε και κοινωνικά και εργασιακά ότι ο άντρας δεν είναι πια από πάνω. Είναι βέβαιο ότι έχασαν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Όπως μου έχει επισημάνει μια φίλη μου, δεν είναι τυχαίο ότι πλέον αφήνουμε στους άντρες απλά να νομίζουν ότι έχουν την πρωτοβουλία. Στην πραγματικότητα όμως ποτέ δεν θα μας πλησιάσει κάποιος αν δεν τον κοιτάξουμε εμείς πρώτα, ώστε να νιώσει ότι έχει το ελεύθερο να προχωρήσει.
Δεν το κατάλαβα πώς κύλησε έτσι γρήγορα η ώρα. Έπρεπε να φύγω, αν και δεν το ήθελα. Η συζήτησή μας με είχε συνεπάρει. Σηκώθηκα με βαριά καρδιά. Και άπλωσα το χέρι μου για μια χειραψία αν και αισθανόμουν ότι αυτό ήταν πολύ λίγο σε σχέση με αυτό που ήθελα να εκφράσω. Συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα καν το όνομά του. Του το είπα.
Σαν να διάβαζε τις σκέψεις μου, πήρε το χέρι μου ανάμεσα στα δικά του.
- Απόψε δεν έχουν καμιά σημασία τα ονόματα. Αυτή δεν ήταν μια κοινωνική συνάντηση, ήταν μια μυσταγωγία. Ανταλλάξαμε τις σκέψεις και τα όνειρά μας. Είναι ανάρμοστο τώρα να αλλάξουμε τις κάρτες μας. Μπορεί αύριο να μη θυμόμαστε λεπτομέρειες από αυτά που είπαμε, αλλά είναι σίγουρο ότι δεν θα ξεχάσουμε πόσο όμορφα αισθανθήκαμε.
Μου τα έλεγε όλα αυτά κρατώντας το χέρι μου και δεν έκανα καμιά προσπάθεια να το τραβήξω. Τα μάτια του με κοιτούσαν σταθερά και επίμονα και μου δημιουργούσαν την αίσθηση ότι καθάριζε την ψυχή μου. Έγειρα και τον φίλησα γλυκά στο μάγουλο...
(«...»)
Η μάνα μου σίγουρα θα με έλεγε πουτάνα. Δεν την άκουγα.
Στο σπίτι το δωμάτιο είχε πια τις κανονικές του διαστάσεις. Για να πω την αλήθεια, μου φάνηκε μεγαλύτερο. Χωρούσε άλλον έναν απόψε. Συνειδητοποίησα ότι για τις γυναίκες το καλύτερο αφροδισιακό είναι τα λόγια. Το σημείο G μιας γυναίκας είναι στο αυτί. Οποίος το ψάχνει χαμηλότερα απλώς χάνει την ώρα του...
Δεν είχα όρεξη να κοιμηθώ. Ήθελα να γράψω για ό,τι συνέβη απόψε. Θα το έδινα σ´ έναν φίλο μου που δημοσιεύει κείμενα σε blog. Πήρα ένα κομμάτι χαρτί:
«Ήταν από αυτά τα βράδια...»
                                                                                  Για τη μεταφορά
                                                                                  Λαθρόβιος Απάχης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου