* Πώς η Αργεντινή μπήκε στο «μάτι του κυκλώνα».
* Τα βήματα που οδήγησαν στην νέα κρίση και οι επιλογές της κυβέρνησης.
* Η δραστική μείωση των επενδύσεων και η παγίδα του πληθωρισμού.
* Οι προβλέψεις για το πέσο.
«Αυτός που δεν δίνει αλήθεια,Δεν παίρνει αλήθεια.
Ο συνετός στοχάζεται τα λόγια του.
Οι πράξεις του δίνουν την αίσθηση της συλλογικής επιτυχίας,Έτσι που όλοι να λένε «εμείς το κατορθώσαμε».
Λάο Τσε
Όταν οι ιδεολογισμοί παίρνουν το πάνω χέρι για την ερμηνεία αλλά και την κατανόηση των οικονομιών και κοινωνικών γεγονότων απομακρύνεται ταχύτατα η προσέγγιση της πραγματικότητας. Είναι δύσκολη από μόνη της η προσπάθεια να προσεγγισθεί η πραγματικότητα έτσι και αλλιώς.
Οι ιδεολογισμοί, σε μια περίοδο που πολλοί έχουν εξαγγείλει...
μεγαλόφωνα και με στεντόρεια τη φωνή, το τέλος των ιδεολογιών, κυριαρχούν και ενισχύονται σε ένα περιβάλλον που βρίθει από κάθε είδος «απόψεων» στο όνομα της διεύρυνσης της δημοκρατίας!
Στην εποχή της μετανεωτερικότητας και της αυτοπραγμάτωσης του εγώ, υποχωρεί η γλώσσα του επιστημονικού λόγου, όχι ως φορέας της απόλυτης αλήθειας, όπως κάκιστα έχει περάσει στις συνειδήσεις των ανθρώπων την εποχή του λογικού θετικισμού, αλλά ως εξόχως συστηματική και εξαντλητική κριτική - αναστοχαστική προσέγγιση στο πλαίσιο των ανθρωπίνων δυνατοτήτων.
Θα επιχειρήσω μια περιγραφική κατά βάση προσέγγιση διανθισμένη από τις απαραίτητες αξιολογικές κρίσεις οι οποίες θεωρώ ότι παράγονται αβίαστα από το παρατιθέμενο πραγματολογικό υλικό. Στο τέλος υπάρχουν τα απαραίτητα συμπεράσματα από τα οποία συνάγεται εύκολα ότι οι ιδεολογισμοί και οι ακραίοι φονταμενταλισμοί, των οποίων γινόμαστε μάρτυρες καθημερινά, διαστρεβλώνουν την εικόνα της πραγματικότητας, εξυπηρετώντας ίδια ή αλλότρια συμφέροντα συνειδητά ή ασυνείδητα.
Εξέλιξη του ΑΕΠ
Από το 2003 μέχρι το 2011 η μεγέθυνση του ΑΕΠ της Αργεντινής ήταν σημαντικότατη εκτός του 2009 την περίοδο της παγκόσμιας ύφεσης (Πίνακας 1). Μετά την τρομακτική συρρίκνωση τα έτη της κρίσης ,2001-2002,(-15,3 % σωρευτικά), την περίοδο 2003-2008 το ΑΕΠ μεγεθύνεται ετησίως κατά μέσο όρο 8,5% από τα υψηλότερα ποσοστό παγκοσμίως.
Τα έτη 2010 και 2011 επανέρχεται η οικονομία σε υψηλά επίπεδα μεγέθυνσης του ΑΕΠ (ετήσιος μέσος όρος 9,05%).
Το 2012 όμως η μεγέθυνση του ΑΕΠ περιορίζεται σημαντικά (+2,2%), ενώ το 2013 ανακάμπτει ελαφρά (3,46%).
Πίνακας 2
ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ : ΒΑΣΙΚΟΙ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ 2013
| |
ΑΕΠ | 3,46 |
Ακαθάριστη Αποταμίευση | 24,2 |
Σύνολο επενδύσεων | 21 |
Πρωτογενές Έλλειμμα/πλεόνασμα | -1,3 |
Έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης | -3,55 |
Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών | -0,75 |
Δημόσιο χρέος | 47,7 |
Εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών | 6,1 |
Εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών | 7,73 |
Πηγή : ΚΤ Αργεντινής
Οι λόγοι της μείωσης του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ, από τη μεριά της ζήτησης, δίνονται από τα στοιχεία της Γραφικής παράστασης 1. Ήδη από το τρίτο τρίμηνο του 2011 αλλά ιδιαίτερα από το τέταρτο τρίμηνο του ιδίου έτους εμφανίζεται σημαντική μείωση των επενδύσεων. Η μείωση μετατρέπεται ουσιαστικά σε αποεπένδυση σχεδόν ολόκληρο το έτος 2012, αλλά και στο πρώτο εξάμηνο του 2013.
Επίσης η δραστική μείωση των επενδύσεων συνοδεύεται ολόκληρο το 2012, από δραστική μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Παράλληλα η θετική συμμετοχή των καθαρών εξαγωγών μειώνεται δραστικά το δεύτερο εξάμηνο του 2009, για να μετατραπεί σε αρνητική τα έτη 2010, 2011. Το πρώτο εξάμηνο του 2012 γίνεται ελαφρά θετική και στη συνέχεια μετατρέπεται σε αρνητική μέχρι και σήμερα. Οι λόγοι αυτής της μεταστροφής αναλύονται στη συνέχεια.
Γραφική παράσταση 1. Συμμετοχή στην παραγωγή
του ΑΕΠ από τη μεριά της ζήτησης
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Αργεντινή είναι μεγάλος εξαγωγέας σόγιας, βόειου κρέατος, κρασιών και άλλων παρόμοιων προϊόντων.
Συγκεκριμένα η σόγια αποτελεί την αιχμή του δόρατος των εξαγωγών της χώρας και οι αυξημένες τιμές της λόγω της μεγάλης διεθνούς ζήτησης, βοήθησε σημαντικά στην μεγέθυνση του ΑΕΠ την περίοδο μετά την κρίση.
Όμως παράλληλα, η εξάρτηση της οικονομικής πολιτικής και ιδιαίτερα της εξασφάλισης συναλλαγματικών πόρων από τις εξαγωγές μπορεί να γίνει επισφαλής σε περιόδους μείωσης της διεθνούς ζήτησης και των τιμών.
Η αλληλεξάρτηση των οικονομιών δημιουργεί απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και συγχρόνως δεν επιτρέπει χάραξη μακροπρόθεσμης στρατηγικής σε μεταβλητές οι οποίες συναρτώνται από τις κινήσεις της παγκόσμιας οικονομίας. Δύσκολα μια χώρα όπως η Αργεντινή μπορεί να βασίσει την ανάπτυξη της οικονομίας της μόνο στις εξαγωγές. Ακόμη και η Κίνα σήμερα μεταβάλλει το αναπτυξιακό της υπόδειγμα μετατρέποντάς το σε consumption – led growth.
% Εξαγωγών ανά είδος προϊόντων
| |
20%
| Ζωντανά ζώα, και προϊόντα συναφή |
19%
| Τρόφιμα, ποτά, καπνά. |
13%
| Εξαρτήματα μεταφοράς |
9%
| Ορυκτά προϊόντα |
7%
| Βιομηχανικά προϊόντα |
7%
| Οργανικές ενώσεις , Έλαια |
% Εισαγωγών ανά είδος προϊόντων
| |
26%
| Μηχανήματα, εργαλεία και είδη ηλεκτρισμού |
19%
| Εξαρτήματα μεταφοράς |
15%
| Βιομηχανικά προϊόντα |
14%
| Ορυκτά |
Δημοσιονομικοί περιορισμοί
Από το 2003 μέχρι το 2008 υπήρχε δημοσιονομικό πλεόνασμα, το οποίο αντανακλούσε τη δυνατή μεγέθυνση των δημοσίων εσόδων. Την ίδια περίοδο, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειωνόταν σταθερά. Τα δεδομένα αυτά έδειχναν ότι η οικονομία λειτουργούσε αποτελεσματικά τουλάχιστον με την πρώτη ματιά.
Από το 2009 το δημοσιονομικό ισοζύγιο έγινε αρνητικό, το δημόσιο χρέος σταθεροποιήθηκε και η μεγέθυνση της οικονομίας το 2012 και το 2013 μειώθηκε αρκετά.
Η κυβερνητική πολιτική ήταν παρεμβατική με στόχο την επίτευξη «της οικονομικής ανάπτυξης με κοινωνική ισότητα».
Από τη μεριά της δαπάνης, η κρατική πολιτική ακολούθησε το στόχο της ισότητας μέσω κοινωνικών μεταβιβάσεων: καθορίζοντας τις τιμές και την προσφορά των βασικών καταναλωτικών αγαθών (ενέργεια και τρόφιμα), παρέχοντας ευθέως επιδοτήσεις για την ενέργεια και τις μεταφορές, και προσαρμόζοντας τους μισθούς στον πληθωρισμό.
Οι επιδοτήσεις άρχισαν την εποχή του προέδρου Duhalde, κατά βάση για να εξασφαλισθούν τα βασικά αγαθά σε όσους είχαν πέσει στο επίπεδο της φτώχειας. Το κόστος μεγάλωσε καθώς το πρόγραμμα επεκτάθηκε και διευρύνθηκε ποσοτικά και χρονικά συμμετέχοντας στη δημιουργία του δημοσιονομικού ελλείμματος από το 2006.
Το ύψος των επιχορηγήσεων αυξήθηκε από 1,6 δισ. δολάρια το 2005 σε 18,1 δισ. δολάρια το 2011 ή 4% του ΑΕΠ. Το 56% πήγε στην επιχορηγήσεις ενέργειας, το 30,05 στις δημόσιες μεταφορές, και στις άλλες δημόσιες υπηρεσίες το 14%.
Για χρόνια, η κυβέρνηση της Αργεντινής, περιοδικά έθετε ανώτερο πλαφόν στις τιμές και στην ποσότητα των εξαγωγών διαφόρων βασικών προϊόντων τροφίμων. Αυτές οι πρακτικές ενώ μειώνουν το κόστος της κατανάλωσης στοχεύοντας στην αύξησή της και κατά συνέπεια στις επενδύσεις και την παραγωγή, δημιουργούν προβλήματα στους παραγωγούς και στους υπόλοιπους ενδιάμεσους κρίκους και κυρίως οδηγούν σε ελλείψεις προϊόντων.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των δημοσίων επιδοτήσεων πηγαίνει στην ενέργεια, περίπου το 2% του ΑΕΠ. Η τελευταία παρατηρούμενη μείωση της παραγωγής ενέργειας στην χώρα, και η αύξηση των εισαγωγών, υποστηρίζεται από διάφορους αναλυτές, ότι οφείλεται ακριβώς στον έλεγχο τιμών.
Πάντως, πετρέλαιο και φυσικό αέριο, που αποτελούν τις βασικές χρησιμοποιούμενες πηγές ενέργειας εισάγονται σε διεθνείς τιμές και μετά παρέχονται σε μειωμένες τιμές στον πληθυσμό. Η επιβάρυνση του εμπορικού και δημοσιονομικού ισοζυγίου είναι δεδομένη.
Ακόμη, πολλές κατηγορίες δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων, κυρίως όσων συμμετέχουν στα συνδικάτα έχουν προστατευθεί από την άνοδο των τιμών μέσω της προσαρμογής των αποδοχών τους με βάση τον ετήσιο πληθωρισμό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πίνακα 1 , ο δείκτης των μέσων πραγματικών μισθών από 100 το 2005 ανήλθε στο 231,8 το 2012. Δηλαδή υπερδιπλασιάστηκε.
Επίσης παρατηρείται αύξηση του αριθμού των εργαζομένων και των συνταξιούχων του δημοσίου τομέα καθώς και όσων περιλαμβάνονται σε κοινωνικά προγράμματα του δημοσίου, από 5,3 εκατομμύρια άτομα το 2001(14,4% του συνολικού πληθυσμού) σε 13,2 εκατομμύρια το 2011 (32,2% του συνολικού πληθυσμού).
Από την πλευρά των εσόδων, οι εξαγωγές της (δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι εξαγωγές βρίσκονται σε συνάρτηση με την παγκόσμια ζήτηση και άρα εξαρτώνται από τη συγκυρία) βοήθησαν σημαντικά στην αύξησή τους.
Η κυβέρνηση της Αργεντινής προκειμένου να επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους της είχε τρεις επιλογές.
Αύξηση των φόρων, έκδοση χρέους, τύπωμα χρήματος.
Αύξηση των φόρων, έκδοση χρέους, τύπωμα χρήματος.
Πρώτη επιλογή. Η φορολογική επιβάρυνση είναι αρκετά μεγάλη και επιβαρύνει τα τμήματα της άνω μεσαίας τάξης. Ο εθνικός φορολογικός συντελεστής υπολογίζεται στο 38%. Ο μισός εργαζόμενος πληθυσμός δεν πληρώνει φόρους (λόγω των απαλλαγών του φορολογικού συστήματος) με αποτέλεσμα η πραγματική φορολογική επιβάρυνση να είναι διπλή και να μην μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω. Αυτός είναι ο λόγος ότι η κυβέρνηση αύξησε τους φόρους στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές και κυρίως στις εξαγωγές (από 11,8% του ΑΕΠ το 2006 ανήλθαν στο 20,5% το 2011)
Δεύτερη επιλογή. Από την αδυναμία πληρωμών του κράτους το 2002, δεν υπάρχει δυνατότητα δανεισμού από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Μόνο εσωτερικός δανεισμός υπάρχει.
Τρίτη επιλογή. Η Αργεντινή επέκτεινε την προσφορά χρήματος για την χρηματοδότηση των αναγκών της με κύρια αρνητική συνέπεια την σημαντική αύξηση του πληθωρισμού.
Τα συνταξιοδοτικά ταμεία αποτέλεσαν μια πηγή ρευστών. Το 2007, η κυβέρνηση Kirchner εθνικοποίησε τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία και χρησιμοποίησε τους πόρους τους καθώς και εκείνους της National Social Security Administration (ANSeS-FGS), για την αγορά κρατικών ομολόγων με καθορισμένο από την ίδια την κυβέρνηση επιτόκιο μικρότερο του πληθωρισμού.
Επίσης η κυβέρνηση έλαβε δάνεια από την κρατική τράπεζα Banco de la Nación Argentina και συγκυριακές υπεραναλήψεις από την ΚΤ για την κάλυψη του χρηματοδοτικού ανοίγματος. Το 2012 πάλι χρησιμοποίησε τα ίδια μέσα. Το ίδιο έγινε και το 2013. Η μη πρόσβαση στον εξωτερικό δανεισμό προστατεύει την χώρα από την αύξηση του εξωτερικού δημοσίου χρέους.
Νομισματική πολιτική
Το βασικό χαρακτηριστικό της νομισματικής πολιτικής της Αργεντινής ήταν η συνεχής επέκταση με στόχους την υποστήριξη της μεγέθυνσης, της δημοσιονομικής πολιτικής και της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ουσιαστικά πρόκειται για μια νομισματική πολιτική συνολικά «διευκολυντική» στην ασκούμενη κυβερνητική οικονομική πολιτική.
Μια σημαντική αλλαγή επήλθε το 2010 όταν ο τότε Διοικητής της BCRΑ αρνήθηκε την νομισματοποίηση των δημοσιονομικών δαπανών της κυβέρνησης και υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Στις 6 Απριλίου 2012, επήλθε μια καταστατική αλλαγή σύμφωνα με την οποία διαγράφτηκε από το καταστατικό της BCRΑ η «σταθερότητα των τιμών» ως στόχος και τέθηκαν ως στόχοι (άρθρο 3) «η προώθηση της νομισματικής σταθερότητας, η δημοσιονομική σταθερότητα, η απασχόληση, και η οικονομική ανάπτυξη με κοινωνική ισότητα» .
Επιπροσθέτως, δίνεται έμφαση στο ρόλο της ΚΤ στην κατανομή των πόρων ειδικά για μακροχρόνιες παραγωγικές επενδύσεις. Εξαλείφτηκε το μέχρι τότε απαιτούμενο ποσοστό των διεθνών αποθεματικών στην νομισματική βάση της οικονομίας. Τα αποθεματικά της τράπεζας μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν όταν ήταν ανάγκη, με απόφαση του συμβουλίου. Η νομισματική πολιτική λειτουργεί μέσω πολλαπλών καναλιών, χρησιμοποιώντας και δημιουργία νέου χρήματος και τα αποθεματικά της ΚΤ για την υποστήριξη των κυβερνητικών στόχων δηλαδή τη διατήρηση θετικών (πλεονασματικών) δημοσιονομικών και εξωτερικών λογαριασμών, σταθερή την συναλλαγματική ισοτιμία, και την πιστωτική επέκταση.
Δημιουργία χρήματος
Ο βασικός στόχος της ΚΤ ήταν η διατήρηση μιας σταθερής ισοτιμίας. Βεβαίως, και το μείγμα των προαναφερομένων στόχων. Η νομισματική πολιτική αποτέλεσε την καρδιά αυτής της στρατηγικής. Η Αργεντινή έχει την πιο επεκτατική πολιτική στη Λατινική Αμερική.
Ο στόχος της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής είναι η χρηματοδότηση του δημοσιονομικού ελλείμματος, η απόκτηση δολαρίων για την δημιουργία συναλλαγματικών διαθεσίμων και μέσω αυτού, η ύπαρξη ρευστότητας για τη διαχείριση της μεταβλητότητας της ισοτιμίας του πέσο.
Η προσφορά χρήματος πάντως θεωρείται η κύρια αιτία του πληθωρισμού, η οποία οδηγεί στη συνεχή υποτίμηση του πέσο εάν η Αργεντινή θέλει να παραμείνει διεθνώς ανταγωνιστική. Η κυβέρνηση ενεργά διαχειρίζεται τη συναλλαγματική ισοτιμία. Αυτό επιτρέπει μια σταθερή ονομαστική διολίσθηση, αλλά επειδή δεν καλύπτει ολόκληρο το ύψος του πληθωρισμού, το νόμισμα παρουσιάζει πραγματική ανατίμηση.
Ένα υπερτιμημένο νόμισμα κάνει τις εξαγωγές, οι οποίες, παράλληλα, φορτώνονται με επιπλέον φόρους, πιο δύσκολες, κάτι που δημιουργεί την ανάγκη περιορισμών των εισαγωγών για να διατηρηθεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε ισορροπία.
Στα πρόσφατα χρόνια η Αργεντινή βασίστηκε στην εισροή δολαρίων λόγω του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και στην εξωτερική πληρωμή μέσω αυτού του πλεονάσματος. Επειδή η Αργεντινή δεν μπορεί να προσφύγει σε διεθνή δανεισμό, και για το λόγο αυτό οι ξένες επενδύσεις έχουν μειωθεί σημαντικά, τα μόνα συναλλαγματικά έσοδα προέρχονται από τις εξαγωγές , τους φόρους επί των εξαγωγών και τον αναγκαστικό επαναπατρισμό των κερδών. Από τη στιγμή που το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έγινε ελλειμματικό, η μόνη εναλλακτική επιλογή ήταν η χρησιμοποίηση των συναλλαγματικών διαθεσίμων. Όμως τα συναλλαγματικά διαθέσιμα μειώθηκαν από το 2010. Το Μάιο 2013 ήταν 40,5 δισ. δολάρια ενώ στο τέλος του 2013 περίπου στα 30 δισ. δολάρια.
Μεταξύ των κλειδιών των επιδιώξεων της νομισματικής πολιτικής ήταν η αύξηση του ύψους των δολαρίων που παρακρατούνται ως συναλλαγματικά διαθέσιμα και η παράλληλη αύξηση της κυκλοφορίας των πέσο στην εγχώρια αγορά.
Η ΚΤ διόρθωνε κατά καιρούς αυτή τη διαδικασία «στειροποιώντας» τα αποτελέσματα της νομισματικής μεγέθυνσης της εξωτερικής συνιστώσας της νομισματικής βάσης της οικονομίας μέσω πράξεων ανοικτής αγοράς η πράξεων επαναγοράς.
Το 2012 η επέκταση της νομισματικής βάσης οφείλεται περίπου κατά 85,0% στην εξωτερική συνιστώσα της ενώ το υπόλοιπο «στειροποιήθηκε». Το 2012, το Μ2 αυξήθηκε κατά 29% ενώ το Μ3 κατά 32%. Το δεύτερο τρίμηνο του 2013 το Μ3 αυξήθηκε 32,1%.
Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση δημιουργούσε χρηματοοικονομικούς πόρους που τους χρησιμοποιούσε ως βάση για την κάλυψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Το κόστος ήταν η αύξηση του πληθωρισμού. Τοπληθωριστικό σπιράλ, ενδυναμώθηκε από την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική λόγω των επιδομάτων, των μεταβιβάσεων για την υποστήριξη του εισοδήματος, του ανώτερου πλαφόν για τιμές διαφόρων προϊόντων και άλλων κοινωνικών μεταβιβάσεων.
Οι καταναλωτές «σπρώχθηκαν» επομένωςστην άμεση κατανάλωση καθώς οι τιμές των προϊόντων αυξάνονταν. Ο πληθωρισμός επίσης «έσπρωξε» στην αποταμίευση σε δολάρια καθιστώντας το αμερικανικό νόμισμα «απόθεμα αξίας».
Όμως οι πληθωριστικές προσδοκίες μετατράπηκαν σε φαύλο κύκλο του οποίου η διατήρηση τίθεται εν αμφιβόλω. Έτσι η Αργεντινή επέβαλε ελέγχους στο συνάλλαγμα και περιόρισε τη μετατροπή του νομίσματος. Επίσης περιόρισε τις εισαγωγές προϊόντων από το εξωτερικό.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι περιορισμοί αυτοί, αλλά και τα υπόλοιπα περιοριστικά μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση «σπρώχνει» εμμέσως πλην σαφώς τους κατοίκους να εξάγουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό μετατρέποντάς τα σε σκληρό συνάλλαγμα.
Το ζήτημα της ψυχολογίας που διαμορφώνεται είναι κρίσιμο για να αντιμετωπίσει η Αργεντινή την κρίση, αλλά οι ενδείξεις δεν είναι καλές. Οι προβλέψεις υποστηρίζουν ότι το πέσο θα χάσει 50% της αξίας του ακόμη φέτος, επειδή το Μπουένος Άιρες δεν έχει αξιόπιστο σχέδιο αντιμετώπισης του πληθωρισμού και της νομισματικής διολίσθησης. Η υποτίμηση του πέσο έχει αυξήσει και τον κίνδυνο πληθωρισμού, που ανεπίσημα το 2013 ήταν 28% και επίσημα 11%.
Η κεντρική τράπεζα αύξησε τα επιτόκια 6%, στο 26%, (29.01.2014) για να αποθαρρύνει τις πληθωριστικές πιέσεις και την έξοδο των καταθετών στο δολάριο, αλλά οι αναλυτές εκτιμούν ότι τα επιτόκια θα πρέπει να φτάσουν στο 40% για να προσελκύσουν επενδύσεις στο πέσο.
Οι επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία είναι ορατές, κι οι καταστηματάρχες του Μπουένος Άιρες δηλώνουν ότι οι προμηθευτές τους αυξάνουν τις τιμές κατά 20%, χωρίς να σέβονται καν τις παραγγελίες που έγιναν πριν από την υποτίμηση, ενώ όλοι περιγράφουν σκηνές χάους.
Συναλλαγματική πολιτική
Η ονομαστική ισοτιμία του αργεντίνικου νομίσματος σε σχέση με το δολάριο ΗΠΑ παρουσιάζεται στον Πίνακα. Από το 2011 η διολίσθηση του πεζο σε σχέση με το αμερικανικό νόμισμα έχει αυξηθεί σημαντικά. Όμως παρά την συνεχή διολίσθηση η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία από το 2007 και μετά διατηρείται τεχνικά υπερτιμημένη.
Πίνακας
Ισοτιμία πεζο με δολάριο
| |
2000-2014 Τέλος έτους
| |
2000
|
1,0014
|
2001
|
1,1499
|
2002
|
3,405
|
2003
|
2,94
|
2004
|
2,975
|
2005
|
3,032
|
2006
|
3,062
|
2007
|
3,149
|
2008
|
3,453
|
2009
|
3,8
|
2010
|
3,976
|
2011
|
4,304
|
2012
|
4,92
|
2013
|
6,525
|
2014
|
8,019
|
Για το έτος 2014 : Ιανουάριος |
Στην προσπάθειά της να διατηρήσει τον έλεγχο των τιμών, η κυβέρνηση της Cristina Fernandez χρησιμοποίησε και το μέσο της συναλλαγματικής ισοτιμίας την οποία διατήρησε σημαντικά υπερτιμημένη με στόχο την μείωση των τιμών των εισαγομένων προϊόντων και συνεπώς του εισαγόμενου πληθωρισμού. Όμως επειδή στην οικονομία όλες οι μεταβλητές είναι αλληλοεξαρτώμενες, οι επιλογές αυτές προκάλεσαν προβλήματα στην ανταγωνιστικότητα της βιομηχανικής παραγωγής και μείωσαν δραστικά τις επενδύσεις (Γραφική Παράσταση 1).
Παράλληλα με τον τρόπο αυτό επιχειρούσε να αυξήσει τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας τα οποία ήταν άκρως απαραίτητα, δεδομένης της αδυναμίας για πρόσβαση στο διεθνή δανεισμό. Η προσπάθεια δεν ήταν επιτυχημένη και η κυβέρνηση προχώρησε σε περαιτέρω συναλλαγματικούς περιορισμούςοδηγώντας στη διόγκωση της ήδη υπάρχουσας μαύρης αγοράς δολαρίων στην οποία το δολάριο ανταλλάσσεται περίπου στη διπλή από την επίσημη τιμή.
Επίσης, η όποια προσπάθεια υποστήριξης της ισοτιμίας του νομίσματος εκ μέρους της ΚΤ με την χρήση των συναλλαγματικών διαθεσίμων απέτυχε μειώνοντας συγχρόνως το ύψος τους σε χαμηλότατα επίπεδα. Συγκεκριμένα, από 10,4 δισ. δολάρια το 2002 , αυξήθηκαν σε 52,2 δισ. δολάρια το 2010. Η έξοδος του εγχώριου κεφαλαίου από το 2011 μείωσε τα συναλλαγματικά διαθέσιμα σε 40,5 δισ. δολάρια το Μάρτιο του 2013 ενώ τον Ιανουάριο του 2014 έπεσαν περίπου στα 34 δισ. δολάρια.
Προς το τέλος του 2011 απαγορεύτηκε στις επιχειρήσεις και στα φυσικά πρόσωπα η απόκτηση δολαρίων για αποταμιευτικούς λόγους. Η επιχειρήσεις που χρειάζονταν δολάρια για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων τους ήταν υποχρεωμένες να εμπλέκονται στις γραφειοκρατικές διαδικασίες που είχε θεσπίσει η κυβέρνηση.
Το 2012 επιβλήθηκε φόρος 20,0% στις συναλλαγές με το εξωτερικό μέσω πιστωτικών κρατών. Αργότερα οι περιορισμοί συνεχίστηκαν μέσω αύξησης του επιτοκίου των πιστωτικών κρατών η ποσοτικών περιορισμών στις εισαγωγές.
Συμπεράσματα
- Η άρνηση πληρωμών της Αργεντινής το 2001 ήταν το γεγονός το οποίο δημιούργησε ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας της χώρας με συγκεκριμένους περιορισμούς και βαθμούς ελευθερίας. Το βασικό πρόβλημα που προέκυψε ήταν η διαχείριση αυτής καθ' αυτής της άρνησης πληρωμών, αλλά και η διαχείριση της οικονομικής πολιτικής κατά τρόπο αποτελεσματικό με βάση τους βαθμούς ελευθερίας και τους περιορισμούς που παρείχε το νέο πλαίσιο άσκησης της οικονομικής πολιτικής.
Για το πρώτο θέμα, ενώ οι αναμενόμενες επιπτώσεις ήταν περίπου γνωστές (αποκλεισμός από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα το οποίο στην εποχή μας δεν υπερβαίνει τα 3 έτη ίσως και λιγότερο) οι κυβερνήσεις το διαχειρίστηκαν ίσως με υπερβάλλουσα επιθετικότητα, ιδιαίτερα όσον αφορά τους ομολογιούχους (US hedge funds) οι οποίοι αρνήθηκαν την συγκεκριμένη πρόταση με αποτέλεσμα να έχουν συρθεί σε ατέρμονους δικαστικούς αγώνες από τους οποίους βγήκαν και χαμένοι με όλες τις αρνητικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Καθυστέρησαν αλλά και έκαναν πιο δύσκολη, με αυτό τον τρόπο, την δυνατότητα πρόσβασης στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Και να σκεφτεί κανείς ότι το ύψος αυτών των απαιτήσεων που βρίσκεται σε εκκρεμότητα ανέρχεται σε 1,3 δισ. δολάρια. Παράλληλα πρέπει να σημειωθεί ότι η Αργεντινή ανταποκρίνεται κανονικά στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει μετά την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους.
- Το δεύτερο πρόβλημα είναι σχετικό με την ασκηθείσα (ασκούμενη) οικονομική πολιτική. Η οικονομική πολιτική, ως προς τον σκληρό πυρήνα της, όπως άλλωστε όλες οι υπόλοιπες, στηρίζονται σε συγκεκριμένααναπτυξιακά υποδείγματα τα οποία δείχνουν συγκεκριμένους τρόπους και συγκεκριμένα μέσα για την επιτυχία, υπό μιαν έννοια, κοινών στόχων (δεδομένου ότι οι στόχοι στην οικονομική πολιτική είναι κοινοί).
Η ασκηθείσα οικονομική πολιτική στην Αργεντινή μέχρι το 2007 ίσως και μέχρι την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, η οποία ειρήσθω εν παρόδω ήταν στον αντίποδα της πολιτικής που είχε επιβάλλει το ΔΝΤ, ήταν σχετικά αποτελεσματική ως προς τους στόχους που είχε θέσει παρά τα υπάρχοντα προβλήματα, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις παρόμοιες επιπτώσεις. Παρουσίαζε μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ, δεν είχε δημοσιονομικά ελλείμματα, ούτε ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, είχε επιφέρει μια ανακατανομή των πόρων υπέρ του κοινωνικού κράτους. Σε αυτό βοήθησαν ανεπιφύλακτα το διεθνές περιβάλλον το οποίο ήταν ευνοϊκότατο για τις εξαγωγές της και βεβαίως η εξάλειψη του βάρους του δημοσίου χρέους.
- Από το 2008-2009 όμως ήταν εμφανής η κόπωση της αποτελεσματικότητας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Η φυγή προς τα εμπρός που επιχείρησε η κυβέρνηση της Cristina Fernandez αποδείχτηκεαναποτελεσματική και πλήρης ιδεολογημάτων. Ενώ θα έπρεπε να λάβει υπόψη της το νέο διεθνές περιβάλλον και τους περιορισμού του αλλά κυρίως τις ανισορροπίες της εγχώριας οικονομίας οι οποίες άρχισαν να βαραίνουν αποφασιστικά καθιστώντας την ασκούμενη οικονομική πολιτική όλο και πιο αναποτελεσματική, επέλεξε να χρησιμοποιήσει όλο και μεγαλύτερη δόση της ίδιας οικονομικής πολιτικής με αποτέλεσμα την όξυνση των οικονομικών ανισορροπιών. Μάλιστα δεν δίστασε να αγνοήσει την όλο και μεγαλύτερη αντίδραση μεγάλων κατηγοριών εργαζομένων.
- Κάθε οικονομικό υπόδειγμα, κατά την άποψή μου, έχει μια περίοδο ενάρετου κύκλου (φθάνει να μην πηγαίνει εντελώς αντίθετα με το διεθνές ρεύμα, αλλά κυρίως με τις αντικειμενικές δυνατότητες της δικιά του οικονομίας). Ο ηγέτης πρέπει να γνωρίζει την συγκεκριμένη χρονική περίοδο και να προσαρμόζει την οικονομική του πολιτική κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγει τα λάθη τα οποία τις περισσότερες φορές οδηγούν την οικονομία και τα επιτεύγματα της πολλά χρόνια πίσω. Άλλωστε η Ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα και θα συνεχίσει να είναι.
- Δυστυχώς στην Ελλάδα, όπως σε όλα τα ζητήματα άλλωστε, και η συζήτηση για την Αργεντινή περιορίζεται σε κραυγές και συνθήματα.
Έγραψε ο Κ. Μελάς*
* Ο κ. Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, Όμιλος Κοινωνικού - Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου