Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Επιστροφή στη γενέτειρα γη

Επιστροφή στη γενέτειρα γη  Επιστρέφουν και οι άνθρωποι σαν τα πουλιά τα διαβατάρικα. 
Έρχονται να «φωλιάσουν» εκεί που τους καλεί η καρδιά και οι μνήμες τους! 
Εκεί που αναβιώνει το παιδικό όνειρο, εκεί που μπορούν να ζήσουν σαν άνθρωποι... 
Στο χωριό αντίκρυ στη θάλασσα, ή στο γενέθλιο σπίτι πάνω βουνό, στον κάμπο ή στο ποτάμι που κρατάει τις ρίζες τους...

Επιστρέφουν και οι άνθρωποι σαν τα πουλιά τα διαβατάρικα. Ερχονται να «φωλιάσουν» εκεί που τους καλεί η καρδιά και οι μνήμες τους! Εκεί που αναβιώνει το παιδικό όνειρο, εκεί που μπορούν να ζήσουν σαν άνθρωποι... Στο χωριό αντίκρυ στη θάλασσα, ή στο γενέθλιο σπίτι πάνω βουνό, στον κάμπο ή στο ποτάμι που κρατάει τις ρίζες τους.


Οπως τα χελιδόνια και τα πουλιά της αποδημίας, όπως οι σολομοί και τα τονάκια που γυρίζουν πάντα στην ίδια θάλασσα. Αχ, αυτό το χωριό!
Η οικονομική κρίση και οι προγνώσεις των απανταχού κινδυνολόγων, μας σπρώχνουν φέτος νωρίτερα στην πατρώα γη. Πάνε δεκαετίες πια, από τότε που σκόρπισαν οι νεοέλληνες στα μεγάλα αστικά κέντρα. Θα γυρίσω πίσω και τώρα, όπως δεκάδες νύκτες του χρόνου που ταξιδεύω στο χωριό. Θα γυρίσω να μείνω όσο μπορώ. Μετράω ανάποδα τον χρόνο.
«Σωτήρη, ε Σωτήρη» ακούω τη φωνή της γιάγιας μου, της Δεσπίκ (έτσι γιάγιας, με τον τόνο στην παραλήγουσα, και το όνομα Δεσπίκ). Μοσχομύριζε ρίγανη, έτσι τη θυμάμαι πάντα. Είχε μια μεγάλη ποδιά, πάντα φορτωμένη με τα καλούδια του βουνού.
Μοσχομύριζε ρίγανη, έτσι τη θυμάμαι πάντα. Είχε μια μεγάλη ποδιά, πάντα φορτωμένη με τα καλούδια του βουνού.
Μοσχομύριζε ρίγανη, έτσι τη θυμάμαι πάντα. Είχε μια μεγάλη ποδιά, πάντα φορτωμένη με τα καλούδια του βουνού.
Και άπλωνε τη χερούκλα της, γεμάτη αγριοκέρασα! Ηταν μεγάλα τα χέρια της και ροζιασμένα από τότε που βγήκε από την κοιλιά της μάνας της. Ετσι νόμιζα πάντα, όταν την έβλεπα συνέχεια ολημερίς στον μόχθο.
Βλέπω την κληματαριά στα όνειρα και μετράω ξαπλωμένος τις νύκτες τις ρόγες των σταφυλιών. Ξαπλώνω κάτω από τα τσαμπιά και παίζω με τα αργόσυρτα ταξίδια του φεγγαριού στον κόσμο των άστρων. Μετράω αστέρια και διαγράφω καθημερινά βάσανα. Εκεί, στην κληματαριά στο χωριό, ο κόσμος πλάστηκε για να ξεχνάς τα όχι της ζωής...
Τα χωριά μας... είναι γέφυρες με τις μνήμες μας. Μνήμες που χτίσαμε στέρεες μέσα μας, όσο κι αν ο κόσμος φαίνεται να τρέχει να προλάβει τις νέες εποχές...
Τα χωριά μας... είναι γέφυρες με τις μνήμες μας. Μνήμες που χτίσαμε στέρεες μέσα μας, όσο κι αν ο κόσμος φαίνεται να τρέχει να προλάβει τις νέες εποχές...
Γι’ αυτό επιστρέφω πάντα στο χωριό. Εδώ, περιχύνουν τα τσουρέκια με σοκολάτα, τα φτιάχνουν και τα τρώνε καθημερινά. Ακόμη και στις νηστείες... Και βγάζουνε κάθε Κυριακή συνταγές μαγειρικής στις εφημερίδες τους, μαζί με κινηματογράφο. Βάζουνε και πετσέτες και παπούτσια... θάλασσας. Ακόμη και οι καλόγεροι γράφουν βιβλία με συνταγές μαγειρικής!
Ολα γύρω μας, βιώνουν τη λογική του σοκολατένιου τσουρεκιού. Τη λογική της εφήμερης επικάλυψης, «του κάθε μέρα Πάσχα»...
Αν μπορούσαν θα κάνανε τις κερασιές να καρπίζουν και το φθινόπωρο, αν μπορούσαν θα βάζανε ένα καλοκαίρι στο καταχείμωνο.
Επιστροφή στη γενέτειρα γη
Α ρε γιάγια, θα γυρίσω πίσω. Οσο μπορώ με λιγότερα πράγματα μαζί μου. Θα γυρίσω πίσω, ψάχνοντας τη μυρωδιά της ρίγανης, της μέντας, του θυμαριού, ψάχνοντας την πορτοκαλί ρόγα της κληματαριάς, με την πρωινή δροσοσταλίδα χάδι
Κι όταν κουρασμένος θα σταθώ, εκεί στην ανηφόρα για τις κορφές των θεών, θα δροσιστώ με τα βλογημένα βατόμουρα του φετινού καλοκαιριού της βροχής και του ήλιου.
Και εκεί πάνω στο χαλαρό μεσημεριανό απόκαμα, θα φέρω τα πνεύματα των προγόνων, να δούμε τη φετινή σοδειά.
Και εκεί πάνω στο χαλαρό μεσημεριανό απόκαμα, θα φέρω τα πνεύματα των προγόνων, να δούμε τη φετινή σοδειά.
Θα πάρω την κόσα, να θερίσω στο ορεινό λιβάδι. Θα πάρω το ξύλινο άπατο καλούπι, να δέσω το χόρτο σε μπάλες και όταν μεσημεριάσει θα χάσω για δυο ώρες τη ζωή, κάτω από την καρυδιά. Εκείνη που έσπειρες γιάγια, με σπόρο απ’ την Πατρίδα. Και εκεί πάνω στο χαλαρό μεσημεριανό απόκαμα, θα φέρω τα πνεύματα των προγόνων, να δούμε τη φετινή σοδειά, να «κόψουμε πατήματα» στις γκιόλες για γουρούνια, να αραέψουμε (να ψάξουμε) του λαγού την κακαράντζα. Να πάμε στα αλώνια που αγκομαχά η πατόζα και πηγαινοέρχονται τα φορτωμένα βοϊδόκαρα. Να δούμε τις μαυρομάτες να σφίγγουν τα στάχυνα δεμάτια, με δύναμη και χάρη, σιγοψιθυρίζοντας σκοπούς της Ανατολής, για ξενιτεμένους ντελικανλήδες.
Θα γυρίσω πίσω, ν’ ακούσω και να δω το γύρισμα του κοπαδιού. Εκεί στο σούρουπο, τότε που κάθε γελάδα και βόδι ξέκοβε από το κοπάδι και πλησίαζε το μαντρί. Να δω ξανά τον Μπόζο, το αγαπημένο μου βόδι...
 Συνεχίζουμε να αγαπάμε τους τόπους στους οποίους ένας άνθρωπος μπορεί, έστω και για λίγο, να αισθανθεί λεύτερος.

Συνεχίζουμε να αγαπάμε τους τόπους στους οποίους ένας άνθρωπος μπορεί, έστω και για λίγο, να αισθανθεί λεύτερος.
Είχε μια γλώσσα τεράστια και θυμάμαι που με έγλειφε στο πρόσωπο... Εψαχνα -πάντα στα κρυφά - κριθάρι. Κι αφού γέμιζα τις χούφτες μου, τον πλησίαζα, γεμάτος θρίαμβο. Ηταν ο φίλος μου... Ημουνα τριάντα κιλά κι αυτός ίσως τριακόσια... Ημουνα ίσα με μια μαγιάτικη τσουκνίδα ψηλός κι αυτός ίσαμε τη σκεπή του αχουριού. Ηταν όμως ο φίλος μου, τον πίστευα και με πίστευε... Χάθηκε ένα χειμώνα. Μάλλον τον «έδωσε» ο παππούς, σε μένα είπανε ότι δεν γύρισε πίσω με το κοπάδι...
Πίσω πάλι στο χωριό!
Να πιω και να κεράσω γκαζόζα στο καφενείο του χωριού. Να βρέξω με διπλοβρασμένο τσίπουρο, ανακατεμένο με το νερό της βρύσης που σκάει από τον μαύρο βράχο, λαρύγγι και καρδιά. Και για μεζέ ψωμί φουρνιστό, το ζυμωτό που λέγαμε τότε. Να δω τον φούρνο να καίει , έτοιμος να δεχθεί τις μικρές - μαύρες στρόγγυλες φόρμες, με τα ξεχειλισμένα ζυμάρια.
Τι θέλω...Να πλυθώ με το νερό του ξύλινου βαρελιού, στη σκιά της μουριάς, ακούγοντας το κάλεσμα του αηδονιού... Να πάω την κόκκινη φοράδα του παππού στη βρύση για πότισμα και να σκύψω στ’ αυτί της σφυρίζοντας σκοπούς της άνοιξης.
Να κοροϊδέψω τα βατράχια της γκιόλας, ξεκινώντας μια ατέλειωτη και άσκοπη συναυλία, αντιγράφοντας πιστά το γαμπριάτικο κάλεσμα του γεροβάτραχου.
Να πετροβολήσω τη νεροφίδα που στήνεται πονηρά πίσω απ’ τα νούφαρα, περιμένοντας τον μικρό βάτραχο. Να μαζέψω φλαμούρι άγριο στις απάτητες πλαγιές του ποταμού, παρέα με ένα μελίσσι, που άφησε την κυψέλη του, έχοντας ίσως τα ίδια μυαλά. Να με περιμένει η γιάγια μου η Δεσπίκ, με το γκιούμι γεμάτο αριάνι (ξινόγαλα), σαν καλωσόρισμα ψυχής.
Να μου δώσει ο παππούς, ο πρώτος παππούς που θα βρω στον δρόμο, το δίκαννο να ρίξω ψηλά, σημαδεύοντας με τις κάννες την κίνηση του πουθενά...
Μια τουφεκιά για τον Μπόζο που δεν θα ξαναδώ και μια σαν χαίρε στα πνεύματα των προγόνων.
Γιατί εκεί ψηλά, παππούδες όλων είναι όλοι οι γέροι του χωριού, ταυτόχρονα και θείοι και συγγενείς.
Ετσι γινότανε για αιώνες, έτσι θα γίνεται πάντα, όσο έρχονται καλοκαίρια επιστροφής εκεί στη Μάνη, στηνΚρήτη, στη Ρούμελη, στο Μοριά, στην Ηπειρο, στη Θράκη ή στη Μακεδονία, στο Ιόνιο της τέχνης και στο Αιγαίο των πολιτισμών...
Στις ομορφιές που οι θεοί μοιράσανε απλόχερα σε κάμπους και βουνά, σε λίμνες σε ποτάμια, σε θάλασσες και πέλαγα. Εκεί που ακούσαμε το πρώτο κάλεσμα της φύσης στο σώμα και την καρδιά, εκεί που ακούσαμε για πρώτη φορά το κουδούνι του σχολείου.
Καλό καλοκαίρι αδέλφια.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΘΗΝΑ ΔΗΜΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
Οι τόποι και οι άνθρωποι
Σε μια εποχή που η παγκοσμιοποίηση αντιμετωπίζεται ως θεότητα και οι σχέσεις των ανθρώπων με τους τόπους γίνονται όλο και πιο προσωρινές, όλο και πιο εύθραυστες, μέσα στην ψυχή των περισσότερων από εμάς υπάρχει κάτι που φωνάζει και αντιστέκεται...
Είναι μια μνήμη που «χτίσαμε» στέρεη μέσα μας, όσο κι αν ο κόσμος και ο χρόνος φαίνεται να την έχουν αφήσει πίσω τους προσπαθώντας να προφτάσουν τη νέα εποχή...
Εχετε ποτέ αναρωτηθεί γιατί κυνηγάμε;
Απλούστατα, γιατί συνεχίζουμε να αγαπάμε τους τόπους στους οποίους ένας άνθρωπος μπορεί, έστω και για λίγο, να αισθανθεί λεύτερος.
Απλούστατα, γιατί ξέρουμε ότι η έννοια των δεσμών προσλαμβάνει στη ζωή μας πολλές μορφές.
Μια απ’ αυτές, από τις πιο ιερές και ανθρώπινες ίσως, είναι η αφοσίωση σε κάποιον τόπο...
Δυστυχώς ζούμε σε μια εποχή που οι περισσότερες κοινωνίες βιώνουν μια μετάβαση, η οποία -μεθοδευμένα ή όχι- παίρνει τον χαρακτήρα ρήξης με το παρελθόν και τα προηγούμενα μοντέλα πολιτισμού. Δεν πρόκειται όμως απλώς για την αλλοτρίωση του σύγχρονου μεταβιομηχανικού κόσμου από το φυσικό περιβάλλον...
Πρόκειται για κάτι πιο οδυνηρό και απόλυτο από την απλή αλλοτρίωση, γιατί ουσιαστικά πρόκειται για μια συνολική ρήξη και απώλεια δεσμών με τους τόπους, τις ρίζες και την καταγωγή μας.
Και αυτό οδηγεί κάπου πολύ μακρύτερα, κάπου πολύ πιο επικίνδυνα, σε ένα σημείο πέρα απ’ το οποίο ο άνθρωπος αναγκάζεται να συνεχίσει το σεργιάνι του στον κόσμο, έχοντας απολέσει την ταυτότητά του και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που αρχικά τον καθόριζαν...
Εστω και ασυνείδητα, νοσταλγούμε τα χωριά μας, γιατί εκεί η θάλασσα, τα βουνά και τα δάση δεν είναι απλώς τα πεδία άσκησης της παραγωγικής δραστηριότητας, αλλά ο τόπος όπου γεννιέται, μεγαλώνει και πεθαίνει κανείς, έχοντας επίγνωση των ορίων του περιβάλλοντος και της κουλτούρας που διαμόρφωσαν οι προηγούμενες γενιές...
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΡΙΛΑΚΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου