Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Διαμεσολάβηση: τι είναι και τι κερδίζουμε από αυτήν

Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της δημόσιας συζήτησης περιστρέφεται γύρω από τη διαπίστωση ότι αν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προχωρούσε εδώ και κάποια χρόνια μια σειρά από διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, δε θα υφίστατο σήμερα η κοινωνία όλα αυτά τα εξοντωτικά μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, που έχουν εξαντλήσει τις αντοχές της. 
Πιστεύω ότι αυτή η διαπίστωση, χωρίς να αποτελεί άλλοθι για την εφαρμογή μιας πιθανόν λανθασμένης πολιτικής, είναι βάσιμη και αφορά σε πολλούς τομείς της συνολικής δομής του κράτους...

Θεμελιώδης πυλώνας της εύρυθμης λειτουργίας κάθε σύγχρονου κράτους είναι η δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη στην Ελλάδα, με το σημερινό τρόπο λειτουργίας της, δυστυχώς αντικατοπτρίζει τη συνολική παθογένεια του ελληνικού δημοσίου και κατατάσσεται σε εκείνους τους τομείς, που χρήζουν άμεσης ανάγκης από μια σειρά βελτιωτικών παρεμβάσεων και δομικών αλλαγών που θα αυξήσουν την ταχύτητα της απονομής της, θα διευκολύνουν την πρόσβαση των πολιτών στο φυσικό τους δικαστή και θα εμφυσήσουν στην κοινωνία ένα αίσθημα πραγματικής εφαρμογής του δικαίου.
Λίγα λόγια για τη σημερινή κατάσταση που μπορεί να συναντήσει κανείς στις δικαστικές αίθουσες: έλλειψη ικανού αριθμού δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων, υπερβολικός όγκος υποθέσεων, γεμάτα πινάκια με προσδιορισμένες δικασίμους μέχρι το 2021 στα μεγάλα πρωτοδικεία και ειρηνοδικεία της χώρας, αργός ρυθμός εκδίκασης και τελεσιδικίας αποφάσεων και έλλειψη του απαιτούμενου σε κάθε κοινωνία περί δικαίου αισθήματος. Και αν σ’ όλα αυτά προσθέσει κανείς και τη γνωστή ελληνική δικομανία, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ότι η διαμορφωθείσα κατάσταση οδηγεί σε τέλμα. Κι όμως οι θεράποντες της δικαιοσύνης (δικαστές, δικηγόροι και δικαστικοί υπάλληλοι) καταβάλλουν σημαντικές προσπάθειες για να αντιμετωπίσουν αυτή τη δύσκολη καθημερινότητα, πλην όμως οι προσπάθειες αυτές κρίνονται ατελέσφορες. Και αυτό γιατί ελλείπει η κυβερνητική πρωτοβουλία, που θα επιφέρει την απαραίτητη αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και θα κάνει τους πολίτες να νιώθουν ότι μπορούν να βρουν το δίκιο τους εύκολα, φτηνά και χωρίς την ψυχολογική πίεση που ως επί το πλείστον διέπει την ατμόσφαιρα κάθε δικαστικής αίθουσας.
Για να μην είμαστε βέβαια ισοπεδωτικοί, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την ψήφιση, κατά το πρόσφατο παρελθόν, νόμων που στοχεύουν στην προαναφερθείσα αποσυμφόρηση των δικαστηρίων όπως η ψήφιση του Ν. 4198/2013, βάσει του οποίου παραγράφονται αδικήματα όπως η εξύβριση, τα οποία τελέσθηκαν έως 31-8-2013, η δυνατότητα ίδρυσης εταιριών, μέσω της υπηρεσίας «μιας στάσης», δηλαδή πιο γρήγορα, απλά και χωρίς τη δαιδαλώδη ελληνική γραφειοκρατία, καθώς και η θέσπιση για πρώτη φορά στη χώρα εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφορών με προμετωπίδα το θεσμό της διαμεσολάβησης, όπως αυτός ψηφίσθηκε με το Ν. 3898/2010.
Όλες αυτές οι καινοτομίες στον τομέα της Δικαιοσύνης στοχεύουν στο να την κάνουν πιο γρήγορη, πιο φτηνή και πιο εύκολη. Ωστόσο, τα μέχρι τώρα αποτελέσματα δεν επιβεβαιώνουν την επίτευξη των παραπάνω σκοπών. Και εδώ έρχεται και η ευθύνη όλων όσων εμπλέκονται με κάποιο τρόπο με την καθημερινότητα της Δικαιοσύνης, αρχής γενομένης από την ηγεσία του Υπουργείου και καταλήγοντας στους πολίτες, οι οποίοι δε θέλουν και δεν προσπαθούν να ενημερωθούν για εκείνες τις εξωδικαστικές μεθόδους, που θα τους κάνουν πιο εύκολη τη ζωή.
Επιδιώκοντας λοιπόν να γίνει ένα πρώτο βήμα ενημέρωσης σε τοπικό επίπεδο, θα προσπαθήσω να παρουσιάσω στους υπομονετικούς αναγνώστες του παρόντος, το θεσμό της διαμεσολάβησης, που ενώ στο εξωτερικό είναι εξαιρετικά διαδεδομένος, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 με εντυπωσιακά αποτελέσματα επιτυχούς εφαρμογής, στην Ελλάδα ήρθε το 2010 με την εφαρμογή του μέχρι σήμερα να κρίνεται από ανύπαρκτη έως μηδαμινή. Τι είναι όμως η διαμεσολάβηση και τι σημαίνει πρακτικά για τους πολίτες?
Η διαμεσολάβηση είναι μια διαρθρωμένη διαδικασία, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς (αστικής ή εμπορικής), επιχειρούν εκουσίως, δηλαδή με τη θέληση τους, να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή με τη βοήθεια ειδικά διαπιστευμένου διαμεσολαβητή. Η διαμεσολάβηση δεν είναι ούτε κοινή διαπραγμάτευση ούτε συμβιβασμός. Τα μέρη προσέρχονται στη διαμεσολάβηση με δική τους βούληση και με τους δικηγόρους τους, η παρουσία των οποίων εγγυάται την κατάρτιση νόμιμης και λειτουργικής συμφωνίας. Η διάρκεια της διαμεσολάβησης είναι πολύ μικρή σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία, αφού διαρκεί κατά κανόνα 1 ή 2 μέρες και το κόστος που διανέμεται μεταξύ των μερών είναι πολύ μικρό σε σχέση με τα δικαστικά έξοδα που απαιτούνται σε περίπτωση κλασικής δικαστικής αντιδικίας. Το σημαντικότερο όμως πλεονέκτημα της διαμεσολάβησης είναι ότι τα μέρη έχουν τον πλήρη έλεγχο του αποτελέσματος. Σε μια τυπική δικαστική διαμάχη θα εκδοθεί μια δικαστική απόφαση στην οποία ένας θα κερδίζει και ένας θα χάνει. Δε γίνεται διαφορετικά. Η διαμεσολάβηση όμως είναι μία win- win κατάσταση, στην οποία κερδίζουν ταυτόχρονα και τα δύο μέρη της διαφοράς. Και αυτό συμβαίνει γιατί το περιεχόμενο της συμφωνίας, καθορίζεται αποκλειστικά από τα ίδια τα μέρη, με βάση το συμφέρον τους και τις πραγματικές τους ανάγκες και όχι με βάση νομικά επιχειρήματα. Ο διαμεσολαβητής δεν εκδίδει απόφαση, απλώς διευθύνει τη διαδικασία και βοηθά τα μέρη να βρουν τα πραγματικά τους συμφέροντα και να αναζητήσουν κοινώς αποδεκτές λύσεις. Αν τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία υπογράφεται ένα συμφωνητικό διευθέτησης της διαφοράς, το οποίο μετά την κατάθεση του στο κατά τόπον αρμόδιο Πρωτοδικείο έχει ισχύ τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, ενώ αν δεν επέλθει συμφωνία τα μέρη είναι ελεύθερα να προσφύγουν στα αρμόδια δικαστήρια. Τέλος, η διαμεσολάβηση είναι μία εμπιστευτική διαδικασία που χαρακτηρίζεται από το απόρρητο, δηλαδή στοιχεία τα οποία εξετέθησαν εμπιστευτικά κατά το στάδιο της διαμεσολάβησης δε δύνανται να προσκομισθούν σε μελλοντικό δικαστήριο και τα εμπλεκόμενα μέρη (δηλαδή ο διαμεσολαβητής, οι δικηγόροι ή οι τυχόν πραγματογνώμονες) απαγορεύεται να εξετασθούν ως μάρτυρες. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και το γεγονός ότι στη διαμεσολάβηση δεν επικρατεί το εχθρικό κλίμα της δικαστικής αίθουσας και το ότι κατά κανόνα τα μέρη επιθυμούν τη διατήρηση των μέχρι εκείνη τη στιγμή καλών μεταξύ τους σχέσεων ή συνεργασίας, αντιλαμβάνεται ότι η ψυχολογική πίεση και ένταση στη διαμεσολάβηση απλώς αγνοείται.
Συνεπώς, με τη διαμεσολάβηση οι πολίτες εξοικονομούν πολύτιμο χρόνο και χρήμα, προκειμένου να επιλυθεί η διαφορά τους, αποφασίζουν οι ίδιοι για τον ακριβή τρόπο επίλυσης και το επιτυγχάνουν χωρίς το άγχος της δικαστικής διαδικασίας. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, έστω και ελλειμματικά, προσπαθεί να προωθήσει το θεσμό. Σειρά έχουν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, τα Επιμελητήρια και φυσικά οι δικηγόροι και οι πολίτες, που για ίδιον όφελος πρέπει να αναζητήσουν λύσεις σαν τη διαμεσολάβηση. Γιατί υπάρχουν και άλλοι δρόμοι για την εν γένει πρόοδο της χώρας. Απλώς δεν αξιοποιούνται καταλλήλως.  

Χρήστος Παπαθεοδώρου
Δικηγόρος

Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου