Η μείωση του ΦΠΑ από το 23% στο 13%, στην εστίαση, παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση και προσωπικά από τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά ως η μεγαλύτερη ελάφρυνση για την χειμαζόμενη κοινωνία.
Οι πρώτες ενδείξεις δεν πιστοποιούν τη βασιμότητα αυτής της τοποθέτησης.
Ενδεχομένως να είναι για ορισμένους επιχειρηματίες στον χώρο της εστίασης, που μπορεί να αυξήσουν τα έσοδά τους. Αλλά για τον μέσο καταναλωτή, που δεν βλέπει σοβαρή υποχώρηση των τιμών, (επί του παρόντος τουλάχιστον) δεν είναι...
Όπως, και το κυριότερο, δεν φαίνεται ότι θα είναι για τα δημόσια ταμεία.
Διότι ο φόρος που θα αποδοθεί, εφόσον δεν αυξηθεί σημαντικά η κατανάλωση, θα είναι μικρότερος από ό,τι είχε προβλεφθεί. Με αποτέλεσμα, τον Ιανουάριο η τρόϊκα να απαιτήσει την επαναφορά του ΦΠΑ στο 23%.
Εκείνο που είναι άξιο επισήμανσης είναι ότι με αφορμή τη συζήτηση που έγινε από τις αλλαγές στον ΦΠΑ είναι ότι διαπιστώσαμε πως οι επιχειρήσεις εστίασης είναι περισσότερες από 250 χιλιάδες. Δηλαδή οι ταβέρνες, τα εστιατόρια, οι καφετέριες, τα ζαχαροπλαστεία, τα τυροπιτάδικα κοκ, είναι πάνω από 250 χιλιάδες και απασχολούν περισσότερους από ένα εκατομμύριο εργαζόμενους.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά;
Προσέξτε: ο ενεργός πληθυσμός είναι συνολικά 5 εκατομμύρια (και εξ αυτών το 1,35 εκατ είναι επισήμως άνεργο), από τους υπόλοιπους οι 650 χιλιάδες είναι δημόσιοι υπάλληλοι, που μισθοδοτούνται από τους φόρους του ιδιωτικού τομέα και, περίπου, 200 χιλιάδες εργάζονται στις ΔΕΚΟ και στις επιδοτούμενες από το Δημόσιο επιχειρήσεις.
Αν σε αυτούς συνυπολογίσουμε περίπου 800 χιλιάδες επιδοτούμενους αγρότες, που δεν αποδίδουν φόρους, ο πραγματικά ενεργός πληθυσμός, που αποδίδει φόρους είναι λιγότερος από 2 εκατoμμύρια.
Αν εξ αυτών το 1 εκατομμύριο απασχολείται στην εστίαση και περίπου άλλοι τόσοι στην κατανάλωση και στις υπηρεσίες, καταλαβαίνουμε ότι οι εργαζόμενοι στους παραγωγικούς τομείς, που δημιουργούν πλούτο και κατά συνέπεια ανάπτυξη για την ελληνική οικονομία, είναι πολύ λιγότεροι από 1 εκατ.
Κι αν συνυπολογίσουμε ότι στην Ελλάδα έχουμε περισσότερους από 2,5 εκατ. συνταξιούχους και πάνω από 3 εκατ συντάξεις και προνοιακά επιδόματα, καταλαβαίνουμε ότι εκείνοι που παράγουν πλούτο και μπορούν να πληρώνουν φόρους κι εισφορές (για να συντηρείται το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία), είναι πολύ λίγοι.
Αυτό είναι σήμερα το αδιέξοδο του success story, που δήθεν υπάρχει για την κυβέρνηση αλλά και της γενικότερης προσπάθειας για την περιβόητη ανάπτυξη που όλοι την ακούμε, την περιμένουμε αλλά που δεν έρχεται. Και δεν πρόκειται να έλθει όσο πραγματικά δεν αλλάζουμε τη μορφή του κράτους και της οικονομίας μας και δεν εγκαταλείπουμε παγιωμένες αντιλήψεις μιας παρασιτικής κοινωνίας κι ενός παρασιτικού δημοσίου, που επί δεκαετίες αναπτύξαμε.
Όταν μιλάμε για ανάπτυξη πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτή υπάρχει όπου υπάρχει παραγωγή πλούτου. Κι αυτή δεν υφίσταται στην Ελλάδα. Οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι μηχανικοί, στην πλειοψηφία τους, οι επιδοτούμενοι αγρότες, που δεν παράγουν πλέον, οι δημοσιογράφοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι ιδιοκτήτες κι οδηγοί ταξί, οι εργαζόμενοι στις καφετέριες, στα εστιατόρια, στους φούρνους, στα τυροπιτάδικα, στα σούπερ μάρκετ, στα μαγαζιά, που πωλούν εισαγόμενα ενδύματα και παπούτσια, στις εκθέσεις αυτοκινήτων, οι τεχνίτες, οι υδραυλικοί, οι ηλεκτρολόγοι κοκ, όσο χρήσιμοι κι απαραίτητοι κι αν είναι για την κοινωνία και την οικονομία, δεν παράγουν πλούτο. Και σήμερα στην Ελλάδα έχουμε πληθώρα από τα επαγγέλματα αυτά και, αντιθέτως, τρομακτική έλλειψη από εκείνα τα επαγγέλματα που παράγουν πλούτο κι έχουν να κάνουν με τον, μη επιδοτούμενο, πρωτογενή τομέα, την Ενέργεια, την Τεχνολογία, την Έρευνα, την Καινοτομία, δηλαδή τους τομείς, που έχουμε μείνει πολύ πίσω.
Και τούτο διότι επί δεκαετίες τώρα, ιδίως από το 1981 κι έπειτα, η ελληνική οικονομία είχε γίνει ουσιαστικά σχεδόν αποκλειστικά καταναλωτική. Το κράτος δανειζόταν αφειδώς από το εξωτερικό. Κι έριχνε όλα τα χρήματα από τα ξένα δάνεια αλλά και τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις στην κατανάλωση, δημιουργώντας μια παρασιτική οικονομία χωρίς κατεύθυνση και προοπτική. Μια οικονομία, που κατέρρευσε μοιραία μόλις τα δανεικά κόπηκαν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στα 80 επαγγέλματα, που πρόσφατα ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών παρουσίασε ως τα επαγγέλματα του μέλλοντος, η χώρα μας παρουσιάζει τρομακτική έλλειψη. Φτιάξαμε περισσότερους γιατρούς, μηχανικούς για να φτιάχνουν σπίτια, δικηγόρους, δημοσιογράφους, δημόσιους υπαλλήλους, ταξιτζήδες κοκ από ό,τι χρειαζόμαστε. Και εγκαταλείψαμε πλήρως την παραγωγή, καθώς δεν παρακολουθήσαμε τη μεγάλη αλλαγή που υπήρξε στην παγκόσμια οικονομία, δεν προσαρμοστήκαμε στις μεταβολές, δεν κάναμε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Και πολύ φοβόμαστε ότι αυτές τις παραλείψεις μας θα τις πληρώσουμε ακριβά. Γιατί η ζωή μας ξεπέρασε και τώρα αποτυγχάνουμε να προσαρμοστούμε.
Φυσικά, το πρόβλημα δεν είναι μόνον ελληνικό. Είναι πανευρωπαϊκό. Κι αυτή είναι η αποτυχία της Ευρώπης σήμερα. Δεν μπορεί να παρακολουθήσεις τις εξελίξεις παγκοσμίως και γι αυτό περνά σε δεύτερη μοίρα. Κι απειλείται με κατακόρυφη πτώση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της.
Όμως στην Ελλάδα, δυστυχώς, το πρόβλημα γίνεται χειρότερο. Η Ευρώπη περνά στο περιθώριο του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Κι η χώρα μας, φευ, στο περιθώριο του περιθωρίου.
Γιάννης Λοβέρδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου