Διπλοκλειδωμένη, στέκει σα να περιμένει, ακριβώς πίσω από τη πόρτα, ολομόναχη, θυμάται, μοναχά αυτό απέμεινε, ζει με φαντάσματα και μονολογεί στους περαστικούς γειτόνους.
Ήταν στην ίδια θέση, πάνε εβδομήντα χρόνια από τότε, έμπαινε μέσα ο πατέρας της, άφηνε μια πάνινη τσάντα με φαγητό, περισσότερα ήταν τα χαρτιά και τα περιτυλίγματα, παρά ό,τι είχε καταφέρει να μαζέψει. Στα βιαστικά, προχωρούσε στο πίσω δωμάτιο, τρυπούσε τις φτέρνες του, που από το περπάτημα μέσα στη...
λάσπη, είχαν γεμίσει με νερό και έπειτα γυρνούσε, την έπαιρνε αγκαλιά, χαϊδευε τα μαλλιά της και τις υποσχόταν τον ουρανό με τα άστρα, φτάνει να μη στεναχωριέται για πολέμους, όλα καμάρι μου περνούν.
Η μάνα πάλευε με τις μερίδες, το φαϊ πήγαινε στα κορούλια, οι δυό γονείς άρπαζαν σα σπουργίτια, ό,τι ξέμενε αφάγωτο. Σχεδόν τίποτα.
Πατέρας ο Ηλίας και μάνα η Μαρία, προξενειό, φτωχαδάκια που κάμαν το τίποτα φαμίλια.
Εκείνος ήρθε από το νησί, τότε που πέθαιναν από παράτυφο και πείνα. Χάθηκε η μάνα και ο Γιώργης, ο χήρος πατέρας, χάρισε τη μικρή κόρη, το μωρό, σε ένα φίλο κρητικό. Πήρε μαζί τις τρείς, τις πιο μεγάλες, την Ειρήνη, την Ευδοκία και τη Σοφία, μαζί και τον πρωτογιό το Λιάκο, μπάρκαραν σε ένα καϊκι και φτάσαν πεινασμένοι και βρεμένοι στη φτωχομάνα, στον Πειραιά.
Ήταν στα 14 ο Ηλίας, άνοιξη του 1912, και πάνω στις πλάτες του ακουμπούσε ολάκερη η φαμίλια. Εικόνισμα μια άγνωστη, Αμερικάνα θεία και οι προσευχές, στο όνομα της, έφεραν το γράμμα με το εισιτήριο, με το μπάρκο του αμούστακου πιτσιρικά, στα γεμάτα ελπίδα, ξένα.
Είκοσι χρόνια κάθησε στις Ενωμένες πολιτείες, Νέα Υερσέη και Νέα Υόρκη, πέρασε κοντά, δίπλα, μα δεν ακούμπησε τίποτε καινούριο, δούλευε, ατέλειωτη η λάτζα και όταν τα πιάτα ήταν καθαρά και στοιβαγμένα, μάθαινε και από το μαγείρεμα.
Όλο το χρήμα πήγαινε στο πατέρα, που το έκαμε προίκα για τις αδελφές. Μεγάλο το χρέος, τρείς αδελφάδες περίμεναν, η κάθε μια ένα καλύβι, για να ξετρυπώσουν το γαμπρό.
Σκύλος ο Ηλίας, τα κατάφερε, προίκησε και τις τρεις, έστειλε με το παραπάνω και ο γέρος, που έκανε το σκατό του παξιμάδι, έφτιαξε και ένα σπιτάκι για τον μοναχογιό. Ένα σπιτάκι με ένα μπακαλοκαφενεδάκι στο πλάϊ, για να έρθει έξω ο παλήκαρος και να βρεί κάπου να ποζέψεις και να κάμει το δικό του σπιτικό.
Εδέησε πια και το 1931, μαζεύτηκε στη πατρίδα, πάνω που ψοφούσαν από πείνα στο Αμέρικα, γύρισε τα πίσω κώλου, στη πατρίδα. Όχι πως στη Καστέλλα, στου Γάλλου το μνήμα, ήταν καλύτερα από την Νέα Υόρκη, αλλά είχε πατέρα να γηροκομίσει, μπόλικα ανήψια να καμαρώσει και τέλος πάντων να έβρισκε και μια καλή τύχη, για να μην απομείνει μαγκούφης και τζαναπέτης γέρος, γιατί το ΄λεγε συχνά ο πατέρας του, αν απομείνεις μοναχός, βγαίνεις από τη μάντρα, δεν θέλεις συναναστροφές και για παρέα έχεις μοναχά τη γκρίνια σου.
Δεν άργησε να βρεθεί και η Αθηναία Μαρία, που ξεχώριζε τη θάλασσα από τη μυρωδιά, αφού της έφερνε αναγούλα.
Σώπασε ο Ηλίας, ή θα κάμουμε κολάϊ και χωριό ή θα τα μουτζώσουμε και θα το γυρίσουμε στο μποέμ, ώσπου να μας παίρνει.
Στεφανώθηκαν, εκείνος ξέχασε νησιά και θάλασσες και η γυναίκα του, στο άψε-σβήσε, γέννησε δυό κόρες.
Ωστόσο ο καφενές του Ηλία απέκτησε έξι μεγάλα βαρέλια με κρασί και ένα μπιλιάρδο, με σκαλιστά, στο χέρι, μαρμάρινα ποδάρια.
Η Καστέλλα και το Φάληρο, όλοι περνούσαν από το μαγαζί, μόνο και μόνο να το δουν, να το χαζέψουν, για να πιάσουν τη στέκα, ούτε συζήτηση, είχε τεφτέρι με τα παιγνίδια και οι προεγγραφές κρατούσαν ένα μήνα πίσω.
Η χαρά δεν κράτησε πολύ, ο πόλεμος τους έσπασε τη πόρτα και τους πέταξε στο δρόμο. Το γωνιακό τους σπίτι είχε μια ατυχία, από τη ταράτσα να βλέπει το Φάληρο, έτσι οι Γερμανοί το επίταξαν, έβαλαν ένα μεγάλο κανόνι και μπόλικες σκοπιές, από εκεί επιτητούσαν όλη τη περιοχή.
Εκείνα τα χρόνια δεν θέλει κανείς να τα θυμάται, μόνο τον Γερμανό, που έσπασε μπρος στα μάτια της, το καρπό του μικρού γείτονα, επειδή άρπαξε ένα λεμόνι, μέσα από τα σκουπίδια, της θυμίζει λίγο την εποχή, αλλά προσπερνά, δεν θέλει να στέκεται στην ατέλειωτη κατάντια.
Στην απελευθέρωση πλάκωσε ο εμφύλιος και ρίμαξε ό,τι άφησαν κατά λάθος, απείραχτο οι κατακτητές. Σε μια έφοδο στο καφενεδάκι, που ωστόσο το ξανάνοιξε ο Ηλίας, έσπασαν και κατέστρεψαν όλο το μαγαζί και πρώτο το μαρμάρινο μπιλιάρδο, και από τότε έμεινε, πικρός καημός στη μνήμη του πατέρα.
Νάταν κι άλλα, περαστικά σαν τραίνο κι αυτά, ήρθαν ξανά χαμόγελα, οι γάμοι των κοριτσιών, τα γενητούρια και λίγο πριν από τα καλύτερα, λίγο πριν βαφτίσει, η μικρή κόρη το γιό που θα έδινε το όνομα του βασανισμένου παππού και ο γαμπρός βγήκε λίγος και κομπογιανίτης, παράτησε τη λεχώνα, πήρε τα μάτια του και εξαφανίστηκε.
Κουρασμένος από τα γεροντάματα πια ο Ηλίας, έπεσε σε κατάθλιψη, ήταν πολύ μεγάλος και ταλαιπωρημένος, αλλιώς, έλεγε και ξανάλεγε πως τέτοια ντροπή, μοναχά με αίμα ξεπλένεται.
Πέταξε μακριά κουτάλια και πιρούνια, έπαψε να τρώει, λίγες καιρό μετά, χειμώνας του 1975, και ο Ηλίας πέθανε από το καημό του.
Στα χρόνια που κύλησαν η ιστορία του έπαψε να γυρνά σαν σβούρα, καταλάγιασε, κούρνιασε σε μια γωνιά, για να μην εμποδίζει το καινούριο, εκείνο που έρχεται με φόρα και θαρρεί πως αυτό είναι, το πρώτο, το καλύτερο, και το μοναδικό.
Σε ποιόν να το πεις και να σε πάρει πια στα σοβαρά, πιο πίσω η ζωή έμοιαζε τυραννία, όμως τη κουλάντριζαν και τα κατάφερναν, άνθρωποι ταπεινοί, άγνωστες σκιές. Θεριά που στάθηκαν απέναντι σε αληθινούς φόβους, νίκησαν ή έχασαν, είχαν όμως ορθάνοιχτα τα μάτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου