Η έμπνευση των συμβούλων της γερμανικής καγκελαρίας για επιστροφή στα λόγια του Στρος Καν σύμφωνα με τον οποίο το πρόβλημα του Νότου ήταν ότι είχε χάσει την ανταγωνιστικότητά του επειδή είχε αυξήσει πολύ τους μισθούς σε σχέση με τη Γερμανία είναι πιθανό ότι είχε τις ρίζες της σε κάποια στοιχεία μιας οικονομικής θεωρίας για την κρίση του ευρώ που κυριάρχησε προς τα τέλη του 2010...
Η θεωρία αυτή διατυπώθηκε κατά τις βασικές της γραμμές το καλοκαίρι του 2010 από τον επικεφαλής οικονομικό αναλυτή των Financial Times, τον οξυδερκή Μάρτιν Γουλφ, και στις αρχές του 2011 είχε κερδίσει τη συναίνεση της πλειοψηφίας των Ευρωπαίων οικονομολόγων. Η εν λόγω θεωρία, που είναι γνωστή και κυρίαρχη στην Ελλάδα, έχει ως λέξεις-κλειδιά τις«ανισορροπίες (Βορρά-Νότου) της Ευρωζώνης» και τη «χαμένη ανταγωνιστικότητα του Νότου». Αυτό που σε γενικές γραμμές λέει είναι πως τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης μπήκαν στο ευρώ με μια σχετική ισορροπία μεταξύ τους – είχαν δηλαδή μικρά εξωτερικά πλεονάσματα ή μικρά εξωτερικά ελλείμματα που δεν δημιουργούσαν πρόβλημα –, σταδιακά όμως αυτή η ισορροπία διασαλεύτηκε, με τα κράτη του Νότου να αποκτούν μεγάλα εξωτερικά ελλείμματα, του Βορρά να αποκτούν μεγάλα πλεονάσματα και τις ανισορροπίες να καθιστούν την Ευρωζώνη ευάλωτη στην κρίση.
Μέχρις εδώ καλά: οι ανισορροπίες Βορρά-Νότου είναι πραγματικές κι όλα αυτά αποτελούν μια ορθή περιγραφή της θέσης των κρατών του ευρώ που προκύπτει από τα εξωτερικά τους ισοζύγια. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς προέκυψαν οι ανισορροπίες: εδώ εντοπίζονται οι μεγάλες διαφωνίες. Η θεωρία της χαμένης ανταγωνιστικότητας του Νότου λέει ότι οι ανισορροπίες προέκυψαν επειδή με το ευρώ τα προϊόντα και οι υπηρεσίες του ευρωπαϊκού Νότου έγιναν «ακριβά» στο εξωτερικό και δεν βρίσκονταν αρκετοί πρόθυμοι αγοραστές. Έτσι τα κράτη του Νότου βρέθηκαν να εισάγουν προϊόντα και υπηρεσίες πιο μεγάλης συνολικά αξίας από αυτά που εξήγαγαν, να υποχρεώνονται να δανείζονται από τις τράπεζες του Βορρά προκειμένου να καλύπτουν τα εξωτερικά ελλείμματα που προέκυπταν από τη διαφορά εισαγωγών-εξαγωγών και να συσσωρεύσουν μεγάλο εξωτερικό χρέος. Ε, έσκασε η κρίση στην Αμερική, πέρασε στην Ευρώπη, βγήκε ο ΓΑΠ στις αγορές κι άρχισε τα περί Τιτανικών, κλονίστηκε η εμπιστοσύνη και οι τράπεζες του Βορρά δεν ήθελαν να δανείζουν πια το Νότο…
Όσοι δέχονται ότι όλα αυτά ισχύουν, λένε ότι η κρίση θα ξεπεραστεί όταν ο Νότος ξανακερδίσει τη χαμένη του ανταγωνιστικότητα: για να το πετύχει πρέπει να ρίξει τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών του, να κάνει δηλαδή υποτίμηση, ώστε αυτά να γίνουν ξανά ελκυστικά στους πελάτες του εξωτερικού, να μηδενίσει τα ελλείμματά του και να επιστρέψει ξανά στις αγορές.
Αυτές είναι οι βασικές γραμμές της θεωρίας περί ανισορροπιών στην Ευρωζώνη και χαμένης ανταγωνιστικότητας του Νότου. Προσοχή όμως: ας δούμε την τεράστια απόσταση ανάμεσα σε αυτή τη θεωρία – με τις όποιες αδυναμίες της – και τις διακηρύξεις περί ανόδου των μισθών του Νότου της Αγγέλα Μέρκελ. Η οικονομική θεωρία απέδιδε τη χαμένη ανταγωνιστικότητα του Νότου στην ακρίβεια, ή σε επιστημονικούς όρους ειπωμένο στην αύξηση της «πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας του Νότου» – ουσιαστικά δηλαδή στην καλπάζουσα αύξηση του επίπεδου τιμών και μισθών του Νότου σε σχέση με το Βορρά και κάθε άλλο παρά υποστήριζε ότι αιτία της είναι η αύξηση των μισθών – θα μπορούσε να είναι η αύξηση των μισθών, των κερδών, του κόστους κεφαλαίου αλλά και οτιδήποτε άλλο. Κι αυτή δεν ήταν καμιά «αιρετική» ανάλυση: ήταν η θεωρία που υποστηρίζονταν από το 2011 μέχρι και σήμερα από τους περισσότερους Ευρωπαίους οικονομολόγους, μεταξύ αυτών και το απόλυτο γερμανικό νεοφιλελεύθερο ‘γεράκι’ Χανς Βέρνερ Ζιν. (Η μόνη – αλλά ύψιστης σημασίας για τους πολιτικούς που έστησαν το ευρώ και λαμβάνουν τις αποφάσεις παραμονής ή αποχώρησης από αυτό – διχογνωμία μεταξύ των οικονομολόγων από τότε μέχρι και σήμερα αφορούσε στο αν η αναγκαία υποτίμηση μπορούσε να επιτευχθεί με εσωτερική υποτίμηση και παραμονή στο ευρώ ή αν απαιτούνταν η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα, ιδίως για την Ελλάδα)
Αντίθετα, η γερμανική καγκελαρία, αποδίδοντας την απώλεια ανταγωνιστικότητας του Νότου στη άνοδο του μοναδιαίου κόστους εργασίας, περιέγραψε αξιωματικά ως αιτία του προβλήματος κάποιες υποτιθέμενες τρελές αυξήσεις των μισθών των εργαζομένων που ως εκ τούτου πρέπει να μειωθούν. Η πολιτική βούληση προϋπήρξε εδώ της ερμηνείας του προβλήματος και τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης ήταν προαποφασισμένα. Έχουμε μια πολιτική επιλογή επιβολής του μεγαλύτερου μέρους του κόστους της κρίσης της Ευρωζώνης στους εργαζόμενους του Νότου κατά τρόπο που αποσιωπά τις ευθύνες όλων των άλλων εμπλεκομένων μερών – π.χ. ΕΚΤ – και που κρατά στο απυρόβλητο το χρηματοπιστωτικό και άλλα μεγάλα εθνικά κεφάλαια. Όχι ότι αυτό ξαφνιάζει, αλλά το αστείο της υπόθεσης είναι ότι όλα αυτά έχουν προβληθεί και προβάλλονται ακόμη από τα γερμανικά – και πολλά ελληνικά – ΜΜΕ ως να βασίζονται στην οικονομική επιστήμη ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν μια επιτήδεια στρέβλωση της…
Μια 20ετής γερμανική στρατηγική κεφαλαιακής συσσώρευσης
που πλέον οδηγεί στη φτωχοποίηση του ευρωπαϊκού Νότου
Το επιχείρημα «ο Νότος φταίει για την κρίση επειδή αύξησε τους μισθούς των εργαζομένων» είναι η επικοινωνιακή βάση του γερμανικού «παιδαγωγικού ηγεμονισμού» δια του οποίου η Γερμανία ανάγει εαυτή σε πρότυπο για τη Ευρωζώνη.
Είναι γνωστό ότι από τη δεκαετία του 1990 οι γερμανικές κυβερνήσεις είχαν ακολουθήσει πολιτικές μείωσης του κοινωνικού κράτους και συμπίεσης των γερμανικών μισθών ενισχύοντας σταθερά το γερμανικό κεφάλαιο σε βάρος της εργασίας. Κατά τη δεκαετία του 1990 αυτό στόχευε στη χρηματοδότηση της ενοποίησης των δύο Γερμανιών κατά τρόπο που επέφερε την ενίσχυση των παλαιών δυτικογερμανικών επιχειρήσεων οι οποίες απορρόφησαν ό,τι αξιόλογο υπήρχε στην Ανατολή.
Κατά τη δεκαετία του 2000 στόχευε στη στήριξη του γερμανικού κεφαλαίου που είχε πληγεί από τη φούσκα ακινήτων της ανατολικής Γερμανίας και των μετοχών τεχνολογίας της Αμερικής στην οποία είχε επενδύσει. Η ουσία όμως είναι ότι από το 1990 μέχρι και σήμερα, η πολιτική ενίσχυσης του γερμανικού κεφαλαίου σε βάρος της εργασίας που εφάρμοζαν αδιακρίτως οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες, οδήγησε σε μια μεγάλη κεφαλαιακή συσσώρευση. Η κεφαλαιακή αυτή συσσώρευση επέτρεψε την επέκταση των γερμανικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό, με μεγάλες εξαγορές στην Ελβετία, την Ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, εσχάτως στην Κίνα και τη Λατινική Αμερική, και εν τέλει τη μετατροπή του γερμανικού κεφαλαίου σε πολυεθνικό.
Τον τελευταίο χρόνο έχει αναγνωριστεί ευρύτατα ότι οι γερμανικές θεωρίες αποτελούν φύλο συκής με στόχο την συγκάλυψη του γερμανικού ηγεμονισμού. Οι ίδιοι οικονομολόγοι που το 2010 διαπίστωναν την «ακρίβεια» και την ανάγκη υποτίμησης στον ευρωπαϊκό Νότο έχουν κατ’ επανάληψη στηλιτεύσει τις γερμανικές θεωρίες. Η Γερμανία, έχουν τονίσει, δεν μπορεί να ζητά από το Νότο να ακολουθήσει το επιτυχημένο παράδειγμά της ανεξαρτήτως οικονομικού πλαισίου. Η επιτυχία της Γερμανίας, που από την ύφεση των αρχών της δεκαετίας του 2000 πέρασε το 2012 σε ανάπτυξη με μείωση της ανεργίας, οφείλονταν στο ευνοϊκό περιβάλλον της περιόδου όπου έλαβε χώρα η συμπίεση των γερμανικών μισθών. Το Βερολίνο οφείλει ό,τι πέτυχε στην υψηλή ανάπτυξη όλων των εταίρων του κατά τη δεκαετία του 2000 και στα χαμηλά επιτόκια της ΕΚΤ. Αντιθέτως η εφαρμογή δρακόντειας λιτότητας, η μείωση των μισθών σε πολλά κράτη ταυτόχρονα και τα υψηλά επιτόκια που πληρώνει όλος ο Νότος, από τα κράτη ως τις επιχειρήσεις, τού απαγορεύουν να ανακάμψει, ιδίως μάλιστα επειδή ο Βορράς αρνείται να αυξήσει τους δικούς του μισθούς και τη δική του ζήτηση. Δυστυχώς, η Γερμανία οδηγεί το Νότο σε φτωχοποίηση και οικονομικό μαρασμό. Ορισμένοι θέτουν και ζητήματα δημοκρατίας: η Γερμανία έκανε ό,τι έκανε με δική της επιθυμία ενώ η εσωτερική υποτίμηση επιβάλλεται σήμερα στο Νότο με διακρατικούς εκβιασμούς ασύμβατους προς τις αρχές που στήριξαν το ευρωπαϊκό όραμα. Τι Ευρώπη είναι αυτή;
Η Γερμανία όμως παριστάνει ότι δεν καταλαβαίνει κι επιμένει στους κατά Spiegel «πίνακες της Μέρκελ» οι οποίοι έχουν αποδειχτεί ένα ακαταμάχητο επικοινωνιακό εργαλείο στο εσωτερικό της. Τα δήθεν αντικειμενικά γραφήματα πείθουν εύκολα – ακόμη και τον σχετικά ενημερωμένο οικονομικά Γερμανό – για τις ευθύνες του σπάταλου Νότου για την κρίση. Με την πλειοψηφία της γερμανικής κοινωνίας στο πλευρό της και τη νίκη της στις εκλογές του φθινοπώρου του 2013 να διαγράφεται ως σχεδόν βέβαιη, η Αγγέλα Μέρκελ μπορεί να εκβιάζει αποτελεσματικά τις πολιτικές ηγεσίες του Νότου. Ο τρέχων γερμανικός εκβιασμός μετατρέπει μια μακρόχρονη εθνική επιλογή του Βερολίνου για την επέκταση του γερμανικού κεφαλαίου σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο σε πρωτοφανή ευρωπαϊκή πολιτική εγκληματικής λιτότητας εν μέσω ύφεσης που οδηγεί στη φτωχοποίηση του ευρωπαϊκού Νότου. Τα μεγάλα θύματα είναι οι άνεργοι και οι εργαζόμενοι του Νότου. Οι αντιστάσεις του ιταλικού και ισπανικού κεφαλαίου στην υπαγωγή της χώρας τους σε ευρωπαϊκά προγράμματα και η ήδη συντελεσθείσα καταστροφή πολλών μικρών και μεσαίων ελληνικών επιχειρήσεων υποδεικνύουν όμως πως η ευρωγερμανική πολιτική είναι καταστροφική και για ένα μέρος του κεφαλαίου του Νότου – για το πιο αδύναμο τμήμα του. Κι αυτό, ό,τι κι αν δηλώνει η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, από τη στιγμή που απέκτησε φιλοδοξίες διακυβέρνησης, την αφορά. Γιατί οι πολλές θέσεις εργασίας παράγονται από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και κοινωνίες χωρίς θέσεις εργασίας, δεν έχουν ούτε μισθούς, ούτε δημόσια έσοδα.
Μαριάννα Τόλια
eurounemployed.blogspot.gr
sof010
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα πράγματα είναι απλά, απλούστατα!
Οι κυβερνήσεις του Νότου, αλλά και οι
πάσης φύσεως αναλυτές πρέπει να κατα-
νοήσουν ότι η γερμανική ηγεσία, πάσχει από αθεράπευτη μεγαλομανιακή παράνοια και πρέπει να σταματήσουν την συνεργασία μαζί της, συνεργασία που οδηγεί σε καταστροφή των χωρών
της Ευρώπης. Αν δεν το κάνουν τώρα
θα το μετανοιώσουν πικρά, θα είναι
συνένοχοι στην γενοκτονία των λαών
τους.