Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Στην περιδίνηση της ασημαντότητας



Νομίζω ότι δέκα χρόνια πριν αν κάποιος σαν τον Πέτρο Τατσόπουλο, όντας βουλευτής, έλεγε σε μια συνέντευξη ότι έχει πηδήξει τη μισή Αθήνα, το θέμα θα απασχολούσε όσους τον γνώριζαν, όσους τον ψήφισαν και όσους διάβασαν τα βιβλία του. Δεν θα απασχολούσε για περισσότερο από δέκα λεπτά...

Κάποιος θα έλεγε ότι ο Πέτρος τρελάθηκε από τότε που βγήκε βουλευτής, κάποιος θα πρόσθετε δυο ιστορίες που έχει ακούσει: η συζήτηση θα γίνονταν βράδυ κι αν την επέτρεπαν τα ποτά. Τις προηγούμενες μέρες ήταν το βασικό θέμα συζήτησης στο διαδίκτυο με προσεγγίσεις χιλιάδων ανθρώπων -  το παράδοξο είναι ότι υπήρξαν και πολλοί που αυτό που είπε το πήραν στα σοβαρά, και μίλησαν π.χ για έκπτωση του πολιτικού λόγου, αμετροέπεια, επίδειξη, προκλητική συμπεριφορά κτλ.
Πέρα από το σεξιστικό κλισέ ενός πνευματικού ανθρώπου που θα πρεπε να απαντάει πιο έξυπνα – ίσως και περισσότερο δηκτικά, αλλά ασφαλώς όχι τόσο ρηχά – με απασχολεί πως είναι δυνατόν μια τέτοια δήλωση να φτάνει να απασχολεί με διάφορους τρόπους τόσο κόσμο.
Συμβαίνει κάτι εξαιρετικά καινούργιο τον τελευταίο καιρό. Καθώς η κρίση έχει χτυπήσει τα πορτοφόλια λίγο πολύ όλων, αρχίζει να διαμορφώνεται μια καινούργια πραγματικότητα. Οι άνθρωποι καιρό τώρα βγαίνουν λιγότερο κι όσο ο χειμώνας προχωράει σε λίγο δεν θα βγαίνουν και καθόλου – ειδικά τα βράδια. Μένοντας σπίτι κάποιες χιλιάδες άνθρωποι ή βλέπουν τηλεόραση (περισσότερο από παλιότερα) ή τριγυρίζουν στο διαδίκτυο ψάχνοντας στα social media την κοινωνική ζωή που έχουν απαρνηθεί.
Η τηλεόραση αντιμετωπίζει την αύξηση του κοινού της με ένα και μόνο τρόπο: προσπαθεί δυστυχώς να πουλήσει όλο και περισσότερο τρόμο επενδύοντας κυρίως σε πράγματα που στο μέσο έλληνα τηλεθεατή γίνονται ολοένα και περισσότερο ακατανόητα. Αν παλιά ο τρόμος ήταν δυο – τρία ρεπορτάζ για τη «γρίπη των πουλερικών» και τα κουνούπια του Νείλου που έρχονται για να μας πιουν το αίμα, ο νέος τρόμος είναι τα οικονομικά, η αντιμετώπιση της κρίσης με όρους τηλεοπτικού big brother, οι φαντασιώσεις για το επικείμενο τέλος. Είμαι βέβαιος ότι οι μισοί και παραπάνω έλληνες δεν καταλαβαίνουν τη διαφορά του Eurogroup από τη συνάντηση κορυφής των υπουργών οικονομικών της ΕΕ, αλλά δεν έχει καμία σημασία: τα κανάλια επενδύουν φανερά, όχι στην ενημέρωση (που προϋποθέτει εξηγήσεις), αλλά στην ανασφάλεια (που η άγνοια μεγαλώνει). Ηταν εντυπωσιακό ότι την περασμένη Τρίτη τα ελληνικά κανάλια ήταν τα μόνα στην Ευρώπη που ασχολούνταν με το Eurogroup, με έκτακτες εκπομπές, ανταποκρίσεις από τις Βρυξέλλες, αναλύσεις προθέσεων (!) από διάφορους καθηγητές οικονομίας που όσο πιο ακατανόητα ή υπερβολικά μιλάνε τόσο πιο περιζήτητοι είναι.
Πολύς κόσμος, ακριβώς γιατί δεν αντέχει πλέον αυτού του είδους την αλα ριάλιτι σόου κάλυψη της κρίσης, καταφεύγει στη μοναξιά του διαδυκτίου: μοναξιά γιατί μπροστά σε ένα υπολογιστή είμαστε μόνοι. Αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες μοναξιές συνθέτους πλέον ένα περίεργο, ετερόκλητο, ενδιαφέρον ακροατήριο ανθρώπων που αντιμετωπίζουν την επικαιρότητα με μια εντυπωσιακή διάθεση συμμετοχής. Είναι ωραίο ότι γουστάρουν να έχουν λόγο και αντίλογο για τα πάντα. Είναι επίσης ωραίο ότι αυτά τα πάντα σχολιάζονται με τρόπους διαφορετικούς: συνυπάρχουν χιούμορ και σοβαρότητα, υπερβολή και απογοήτευση, αλήθειες και ψέματα. Που είναι το παράδοξο; Ότι η μοναξιά μπροστά στο Pc δεν γεννά επικοινωνία, απλά μεγαλώνει την ένταση της προσέγγισης: η πίκρα γίνεται απόλυτη, η αγανάκτηση μεγαλύτερη, το χιούμορ ισορροπεί ανάμεσα στον σαρκασμό και στον εξευτελισμό, η ψυχραιμία μετατρέπεται σε πάθος.
Τα social media γίνονται ένα ταμ – ταμ που μεγαλώνει την ένταση: έτσι το χυδαίο δε σβήνει, αλλά πολλαπλασιάζεται και η ασημαντότητα αποκτά διάσταση είδησης. Η κουταμάρα π.χ του Τατσόπουλου γίνεται το θέμα της ημέρας, ενώ είναι απλά μια μπούρδα που δείχνει ότι όποιος γουστάρει να προκαλεί πληρώνει ακριβά την ανικανότητα του να βρει το χαμένο μέτρο. Ο πολλαπλασιασμός μιας κουταμάρας, χάρη στην ενασχόληση κάποιων χιλιάδων ανθρώπων μαζί της, δείχνει δυστυχώς ποιος είναι ο νέος κίνδυνος της κοινωνίας των μοναχικών του διαδικτύου: ο θόρυβος κάνει τα ασήμαντα, σημαντικά. Το μέτρο χάνεται και μαζί και η ικανότητα στην αξιολόγηση – οι εντυπώσεις έρχονται να κατασπαράξουν την ουσία. Ο λόγος φθίνει και μαζί του και η σκέψη των ανθρώπων: με τρομάζει η ιδέα πως όποιος προκαλεί (ή λαϊκίζει, ή ρητορεύει ή υπόσχεται ή τρομάζει – όλα τα βρίσκω ίδια) σωστά και μεθοδευμένα την κατάλληλη στιγμή μπορεί να αποκτήσει χάρη στο ταμ – ταμ των social media θέση στη Βουλή, πολιτική καταξίωση, φανατικούς οπαδούς. Πάντοτε πίστευα ότι η πολιτική σκέψη πρέπει να είναι κάτι σημαντικό κι όχι μια παρόρμηση της στιγμής. Πως όμως να γλιτώσεις από αυτό, όταν καθημερινά χάρη στη διαδικτυακή περιδίνηση της ασημαντότητας ανάγεις το ασήμαντο σε σημαντικό;
Ο Τατσόπουλος απάντησε (όχι τυχαία στο ταμ – ταμ του Facebook) ότι όποιος τον κατέκρινε είναι υποκριτής και ότι πλέον θα μιλάει σαν τον Αβραμόπουλο. Στοχευμένα χρησιμοποιεί πάλι τα social media για να δημιουργήσει ένα νέο ζήτημα – κατά τη γνώμη μου ακόμα περισσότερο γελοίο. Δεν αποκλείω αύριο η συζήτηση να έχει να κάνει με το πώς μιλάει ο Αβραμόπουλος ή αν είμαστε υποκριτές γιατί ζητάμε από κάποιον που είναι εκλεγμένος στο Κοινοβούλιο να μην μιλάει σαν μεθυσμένος μπαρόβιος. Όμως για μια στιγμή; Από πότε η χυδαιότητα είναι το αντίθετο της υποκρισίας και γιατί ο κακόμοιρος Αβραμόπουλος προβάλλεται ως το αντίθετο του μάγκα; Βλέπετε; Αθελά μου κι εγώ (που σε τίποτα δεν σκανδαλίστηκα από τη σαχλαμάρα του συγγραφέα τον οποίο για πολλά εκτιμώ) πέφτω στην παγίδα της περιδίνησης της ασημαντότητας και σας οδηγώ σε συζητήσεις που νόημα είχαν μόνο στα μπαρ, πριν μεθύσουμε.
Αυτός ο πολλαπλασιασμός του ασήμαντου και η μετατροπή του σε θέμα ημέρας πνίγει ήδη τη σκέψη μας γιατί είμαστε μόνοι: στραγγαλιζόμαστε αθροίζοντας τη μοναξιά μας, αντί να επικοινωνήσουμε.
Γράφτηκαν ένα σωρό για τη σαχλαμάρα του Τατσόπουλου. Μέχρι και ο Παπαδημούλης πήρε θέση πολιτική, από φόβο μήπως οι εχθροί του ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλευτούν επικοινωνιακά τη μπούρδα: αλίμονο στους πολιτικούς σχηματισμούς που εκμεταλλεύονται ή φοβούνται μπούρδες. Αν βρισκόμασταν έξω, κι όχι στη μοναξιά του διαδικτύου, η συζήτηση για τον Τατσόπουλο θα κρατούσε δυο λεπτά – μετά κάποιος θα έλεγε ένα ανέκδοτο κι εγώ θα συμπλήρωνα πως οι βιβλιοκριτικές του στα ΝΕΑ στάθηκαν αιτία για να γνωρίζω μερικά ωραία βιβλία και πως βιβλία του, όπως «Η καρδιά του Κτήνους» και η «Καλοσύνη των άλλων», μου άρεσαν τόσο ώστε σήμερα δεν τον αναγνωρίζω. Και μετά θα φλερτάραμε, θα πίναμε, θα μιλούσαμε σίγουρα για κάτι σημαντικότερο. Στην πραγματική ζωή έτσι θα γίνονταν. Αναρωτιέμαι αν κανείς τη θυμάται…
  γράφει: Αντώνης Καρπετόπουλος
   Πηγή: http://www.sport.gr/
Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου