Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Το Big Bang της Χρυσής Αυγής

Του Πέτρου Παπασαραντόπουλου
Μεταρρύθμιση, 11.10.12
Το κείμενο που ακολουθεί, δημοσιεύτηκε στο the books’ journal, τεύχος 23, Σεπτέμβριος 2012, σελ 12-19. 
Αναδημοσιεύεται στη Μεταρρύθμιση με την ευγενική άδεια του εκδότη του περιοδικού.
Στη μεταπολεμική ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία έχουν εμφανιστεί αρκετά πολιτικά κόμματα από το «πουθενά», ιδίως σε εποχές κρίσης και ανακατατάξεων. 
Πολλά από αυτά ήταν διάττοντες αστέρες, κόμματα πομφόλυγες ( flash parties ) που πολύ σύντομα εξαφανίστηκαν. 
Άλλα επιβίωσαν και πρωταγωνίστησαν στην πολιτική ζωή της χώρας τους. 
Κανένα όμως από τα κόμματα αυτά δεν προερχόταν από την εξτρεμιστική ακροδεξιά, όπως συνέβη με τις εκλογές του 2012 στην Ελλάδα και το κόμμα της Χρυσής Αυγής...
Στην ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μόνον το Ιταλικό MSI στις αρχές της δεκαετίας του 1950-60 ήταν νεοφασιστικό. Το κόμμα αυτό από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, έπαψε να συνδέεται με τη βία, ενώ ο νεοφασισμός του ήταν περισσότερο συμβολικός. 
Στις ημέρες μας, ομοιότητες με τη Χρυσή Αυγή έχει το κόμμα JOBBIK στην Ουγγαρία, που έχει στενή σχέση με μια παραστρατιωτική ομάδα που ονομάζεται «Ουγγρική Φρουρά». 
Για πρώτη φορά μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ένα ανοιχτά φιλοναζιστικό και αντιδημοκρατικό κόμμα εισέρχεται σε ένα εθνικό κοινοβούλιο ευρωπαϊκής χώρας σημειώνοντας μια πρώτου μεγέθους εκλογική επιτυχία.
Πρόκειται για ένα πραγματικά αξιοσημείωτο γεγονός: ένα περιθωριακό, εξτρεμιστικό ακροδεξιό γκρουπούσκουλο, που στις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009 είχε λάβει 0,29% και 19.636 ψήφους, το Μάιο του 2012 έλαβε 6,97% (21 έδρες) και 441.018 ψήφους, ενώ στις εκλογές που έγιναν ένα μήνα αργότερα, τον Ιούνιο, διατήρησε τις δυνάμεις του, παρά τον πολωτικό χαρακτήρα της εκλογικής αναμέτρησης, λαμβάνοντας 6,92% (18 έδρες) και 425.990 ψήφους.
Στον μεγαλύτερο πολιτικό αναδασμό που έχει συμβεί στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, με τις εκλογές του 2012, η Χρυσή Αυγή είναι ένας από τους μεγάλους κερδισμένους. Όπως θα φανεί από την επιχειρηματολογία που ακολουθεί, ο βασικός παράγοντας για την εκλογική επιτυχία της Χρυσής Αυγής ήταν η κοινωνική νομιμοποίηση και αποδοχή της πολιτικής βίας από μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος.
Τα δύο βασικά ερωτήματα που τίθενται είναι
Πρώτον, ποιες ήταν εκείνες οι καθοριστικές παράμετροι, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές, που δημιούργησαν το εύφορο έδαφος για την εκλογική επιτυχία της Χρυσής Αυγής και, 
δεύτερον, πρόκειται για μια συγκυριακή επιτυχία, ή η Χρυσή Αυγή ήλθε για να μείνει;
Πριν απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, είναι απαραίτητο να κατατάξουμε τη Χρυσή Αυγή στο πολιτικό φάσμα και να αποκωδικοποιήσουμε τις βασικές πολιτικές και ιδεολογικές της παραμέτρους.
Εξτρεμιστική και Ριζοσπαστική Ακροδεξιά: Προφήτες και Εξαγνιστές
Στη διεθνή βιβλιογραφία είναι αποδεκτή μια θεμελιώδης διάκριση ανάμεσα στην εξτρεμιστική και τη λαϊκιστική ακροδεξιά που βασίζεται στην περί δημοκρατίας αντίληψή τους.
Η λαϊκιστική ακροδεξιά (στην οποία ανήκει το ΛΑΟΣ) δεν αρνείται τα θεμελιώδη της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Παρότι βρίσκεται σε συνεχή ένταση με τα πλουραλιστικά χαρακτηριστικά των φιλελεύθερων δημοκρατιών, δεν αντιτίθεται στο σκληρό πυρήνα των αξιών τους.
Αντίθετα, η εξτρεμιστική ακροδεξιά είναι αντίθετη στην υπόσταση της φιλελεύθερης δημοκρατίας per se. Απορρίπτει τη φιλελεύθερη δημοκρατία και είναι σαφώς υπέρ αντιδημοκρατικών πολιτικών επιλογών, με άρνηση στοιχειωδών πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων σε μεγάλα τμήματα των κατοίκων μιας χώρας.
Περιγράφοντας αυτή τη βασική διαφοροποίηση, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε, με βάση τη διάκριση που εισήγαγε ο Lucardie , την εξτρεμιστική ακροδεξιά ωςπροφήτες και τη λαϊκιστική ακροδεξιά ως εξαγνιστές:
«Τα κόμματα που αναφέρονται απερίφραστα σε ιδεολογικά προγράμματα μπορούν να διαιρεθούν σε δύο τύπους. Ο ένας τύπος παραμένει προσκολλημένος στην υπάρχουσα ιδεολογία, την οποία, υπάρχει η αίσθηση ότι, την αλλοίωσε ή την πρόδωσε ένα (ή περισσότερα) από τα κυρίαρχα κόμματα. Αρκετά συχνά, οι ιδρυτές ενός τέτοιου τύπου νέου κόμματος ήταν μέλη ενός κυρίαρχου κόμματος που διαφώνησαν όταν αυτό αναθεώρησε την παραδοσιακή του ιδεολογία. Κάτι τέτοιο συμβαίνει όταν το κυρίαρχο κόμμα υιοθετεί ένα πιο μετριοπαθές πρόγραμμα, αλλά και όταν μετατοπίζεται σε μια πιο ριζοσπαστική θέση. Όταν τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εγκατέλειψαν τα μαρξιστικά δόγματα και κινήθηκαν προς το πολιτικό κέντρο τη δεκαετία του 1950, οι αριστεροί διαφωνούντες συχνά αποχωρούσαν και δημιουργούσαν ριζοσπαστικά κόμματα όπως το Σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα στη Δανία ή το Ειρηνιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα στην Ολλανδία. Και όταν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη Βρετανία, τη Δανία, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία μετατοπίστηκαν στα αριστερά τη δεκαετία του 1970, οι μετριοπαθείς ομάδες αποχώρησαν και ίδρυσαν πιο “καθαρά” σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Σε κάθε μία από αυτές τις δύο περιπτώσεις, τα νέα κόμματα υποστήριζαν ότι υπερασπίζονται και “εξαγνίζουν” τη γνήσια ιδεολογία του κόμματος από το οποίο προέρχονταν, ακόμα και αν ξεκίνησαν να παρεκκλίνουν κρυφά ή αθέλητα από αυτό με τον καιρό. Συνεπώς, θα ήθελα να ονομάσω αυτό τον τύπο εξαγνιστικά κόμματα ή αμφισβητητές ( challengers ), για να δανειστώ τον όρο που εισήγαγε ο Thomas Rochon για ένα είδος κόμματος με πολλές ομοιότητες.
Ωστόσο, ένα νέο κόμμα δεν είναι απαραίτητο να παραμείνει προσκολλημένο σε παλιές ιδεολογίες. Νέες ιδεολογίες μπορούν να αναπτυχθούν γύρω από νέα ζητήματα, όπως η περιβαλλοντική κρίση ή οι εντάσεις μεταξύ της παραδοσιακής κουλτούρας και αυτής των μεταναστών. Αυτό θα συμβεί ιδιαίτερα όταν τα κυρίαρχα κόμματα εμφανίζονται να αγνοούν ή να παραμελούν αυτά τα ζητήματα (και πάλι, κατά την άποψη των πολιτών τους οποίους απασχολούν αυτά τα ζητήματα). Ο Rochon ονομάζει αυτό τον τύπο κόμματος “κινητοποιητές”, αλλά δεν τον διακρίνει από τα κόμματα υπερασπιστές ( prolocutor ) που συζητήθηκαν παραπάνω. Για να γίνει αυτή η διάκριση πιο σαφής, προτιμώ τον όρο προφητικά κόμματα» [i].
Φαίνεται ότι η ελληνική κοινωνία, μη εμπιστευόμενη το υφιστάμενο πολιτικό δυναμικό, αναζητά προφήτες στο πολιτικό σκηνικό και είναι έτοιμη να τους εμπιστευτεί.
Ο ελληνικός «αντιφασισμός»
Στον ελληνικό δημόσιο λόγο, έως πρόσφατα, αυτή η διάκριση ανάμεσα σε εξτρεμιστική και λαϊκιστική ακροδεξιά ήταν ανύπαρκτη. Όλα τα ακροδεξιά κόμματα αντιμετωπίζονταν ως «φασιστικά». Λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας, θεωρητικής ένδειας και μιας διανοητικής παράδοσης ισοπέδωσης των αποχρώσεων, κυρίως από την πλευρά της ριζοσπαστικής αριστεράς, [ii] είχαν οδηγήσει σε διαπιστώσεις όπως οι ακόλουθες, μετά τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου:
«Κι αφού το πατριωτικό καθήκον σαλπίζει τη στήριξη του μνημονίου και της καταστροφικής συμφωνίας της 27ης Οκτωβρίου, τότε η ακροδεξιά, ο ρατσισμός, ο αντισημιτισμός και τα φτιασιδωμένα φασιστοειδή της χουντικής ΕΠΕΝ χωράνε στο μεγάλο πατριωτικό μέτωπο για “τη σωτηρία του έθνους”» [iii].
«Με αυτό το πρωτόφαντο πολιτικό σχήμα διακυβέρνησης μπορούμε πλέον να μιλάμε για το απόλυτο τέλος της μεταπολίτευσης. Να μιλάμε για την αρχή ενός πρώτου ή τέταρτου Ράιχ στην Ελλάδα; Μπορεί η ακροδεξιά να ήταν ο κύριος ρυθμιστής της πολιτικής και ιδεολογικής πρακτικής ως τη χούντα, μπορεί η χούντα να ήταν ένα απεχθές αλλά και διαφανές στρατιωτικό πραξικόπημα. Το νέου τύπου πραξικόπημα (μηντιακό και σκοτεινό) θέτει στην πολιτική νομιμότητα στοιχεία κραυγαλέα φασιστικά, και λυπάμαι που δεν τολμούμε να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους» [iv].
Σε αυτές τις απόψεις, ο Cas Mudde, όταν ερωτάται εάν θα χαρακτήριζε φασιστική τη λαϊκιστική ριζοσπαστική δεξιά απαντάει με κατηγορηματικό τρόπο: 
«Όχι, σε καμία περίπτωση! Η σύγχρονη λαϊκιστική ριζοσπαστική δεξιά δέχεται τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας και αντιτίθεται σε συγκεκριμένες πτυχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας όπως στον πλουραλισμό και τη συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Οι φασίστες, από την άλλη, τάσσονται κατά της δημοκρατίας, είναι αντίθετοι στην έννοια της λαϊκής κυριαρχίας και στην αρχή της πλειοψηφίας. Το να χρησιμοποιεί κάποιος σήμερα ταμπέλες όπως “φασισμός” και “νεο-ναζισμός” για να περιγράψει τα σημερινά λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα, εκτός από λάθος είναι και αποπροσανατολιστικό, γιατί τα κάνει να δείχνουν λιγότερο επικίνδυνα από όσο είναι. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι ισοδύναμες και το ίδιο απειλητικές η επιθυμία εκδίωξης όλων των μεταναστών και η επιθυμία εξόντωσης των Εβραίων.
Πρέπει κάποια στιγμή να υπερβούμε την ιδέα πως ό,τι φοβόμαστε ή δεν μας αρέσει στην πολιτική ισούται με φασισμό (υπογράμμιση δική μας)» [v].
Είναι σαφές ότι εάν δεν προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν στην εμφάνιση και εδραίωση της Χρυσής Αυγής και παραμείνουμε σε επιφανειακούς καταγγελτικούς αφορισμούς κινδυνεύουμε να κάνουμε το κλασικό λάθος που έχει επανειλημμένα επισημανθεί στη βιβλιογραφία [vi]: Να θεωρήσουμε τη Χρυσή Αυγή ως ένοχη για ένα βαθύτατο κοινωνικό πρόβλημα και όχι ως το αποτέλεσμα σύνθετων διεργασιών στην ελληνική κοινωνία, τις οποίες και εκμεταλλεύτηκε κατάλληλα.
Η «αποτυχία» της θεωρίας
Η κρατούσα άποψη ανάμεσα στους μελετητές του ακροδεξιού φαινομένου, είναι ότι, αντίθετα με τα δημοσιογραφικά στερεότυπα, η ακροδεξιά δεν ενισχύεται σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Ο Mudde συνοψίζει τη σχετική ακαδημαϊκή συζήτηση ως ακολούθως:
«Σε μεγάλο βαθμό, ως συνέπεια (εσφαλμένων) ερμηνειών της δημοκρατικής κατάληψης της εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ στη Γερμανία της Βαϊμάρης στη δεκαετία του 1930, η ιδέα ότι οι οικονομικές κρίσεις οδηγούν σε εκλογικές νίκες της ριζοσπαστικής δεξιάς έχει καταστεί αυταπόδεικτο δόγμα στην ευρωπαϊκή ακαδημαϊκή κοινότητα και τα ΜΜΕ. Υποτίθεται ότι η οικονομική κρίση οδηγεί “το λαό” να απορρίψει τα ορθολογικά δημοκρατικά κόμματα και να αναζητήσει καταφύγιο στους ανορθολογικούς λαϊκιστικούς ριζοσπάστες δημαγωγούς που του υπόσχονται τον κόσμο ολόκληρο. Όπως συμβαίνει συχνά, η πραγματικότητα είναι διαφορετική και πολύ πιο πολύπλοκη.
Αυτό που συμβαίνει σε μια οικονομική κρίση είναι ότι στην πολιτική διαμάχη κυριαρχούν κοινωνικοοικονομικά ζητήματα όπως η απασχόληση, οι κοινωνικές παροχές και η ανεργία. Αυτό δεν ωφελεί τη λαϊκιστική ριζοσπαστική δεξιά. Πράγματι, τα δημοφιλή θέματά της (όπως το έγκλημα και η μετανάστευση) χάνουν τη σημασία τους, γεγονός που τείνει να (υπερ)αντισταθμίζει τα δυνητικά κέρδη ως μείζον αντιπολιτευτικό κόμμα. Έτσι, τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης δεν προκάλεσαν κάποιο παλιρροϊκό κύμα εκλογικής επιτυχίας της λαϊκιστικής ριζοσπαστικής δεξιάς» [vii].
Πώς λοιπόν η Χρυσή Αυγή διέψευσε όλες τις προβλέψεις των ειδικών, βασισμένες σε εμπειρικά δεδομένα από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και κατάφερε να έχει ψηφιστεί στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2012 από περίπου το 10% των Ελλήνων ψηφοφόρων [viii];
Η απάντηση που προτείνεται, έστω και ως υπόθεση εργασίας, είναι ότι η κρίση στην Ελλάδα δεν είναι απλά οικονομική. Είναι μια πολύπλευρη κρίση, οικονομική, πολιτική, κοινωνική και ανθρωπολογική, με την οικονομική διάσταση να είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Matthew Goodwin , «ψηφίζουμε τους ναζί επειδή η Ευρώπη είναι σε ύφεση; Αυτό είναι ανοησία. Οι φόβοι για την εθνική κουλτούρα, ταυτότητα και τρόπο ζωής μετράνε περισσότερο από τις υλικές φοβίες. Η πιθανότητα για ένα ξενοφοβικό κόμμα υπάρχει σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη ανεξάρτητα από το αν το κράτος αυτό έχει αξιολόγηση τριών Α, όπως η Ολλανδία, ή βρίσκεται στα πρόθυρα χρεοκοπίας, όπως η Ελλάδα. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα, στοιχειωδώς ικανό, κόμμα που θα ανταποκριθεί σε αυτά τα αισθήματα» [ix].
Κατά συνέπεια δεν έχουμε διάψευση της κρατούσας θεωρίας αλλά μια πολύπλοκη πραγματικότητα που συγκροτεί την ελληνική κρίση, την οποία θα επιχειρήσουμε να την αποκρυπτογραφήσουμε συνδυάζοντας τις θεωρίες της κοινωνικής ζήτησης με εκείνες της πολιτικής προσφοράς [x], όπως προτείνει ο Mudde [xi].
Συνέχεια
[i]Paul Lucardie, “Prophets, purifiers and prolocutors: towards a theory on the emergence of new parties”, Party Politics 6(2 ), 2000 , σελ . 175-85.
[ii] Η ελληνική Αριστερά έχει ιστορική παράδοση στην ισοπέδωση των αποχρώσεων και στη συλλήβδην καταγγελία των πολιτικών αντιπάλων της με αποκορύφωμα το σύνθημα «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος… άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, ούλοι οι σκύλοι μια γενιά!», όπως είχε δηλώσει από τη Μόσχα στις 21 Οκτωβρίου 1952 ο γενικός γραμματέας του παράνομου τότε ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, ενόψει των εκλογών του ίδιου έτους στην Ελλάδα.
Η παράδοση αυτή εντάσσεται στη λογική των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού που με συστηματικό τρόπο, στα πλαίσια της επινόησης των «εχθρών», χαρακτήριζαν όλους τους διαφωνούντες και τους αντιφρονούντες ως «φασίστες» και τις χώρες της Δύσης ως «φασιστικές». Η κατάχρηση αυτού του όρου τον μετέτρεψε σε έννοια κενή ουσιαστικού περιεχομένου.
[iii] Νίκος Θεοτοκάς, « Ο ΛΑΟΣ στην εξουσία», εφ. Αυγή, 20 Νοεμβρίου 2011, σε ειδικό αφιέρωμα των Ενθεμάτων της εφημερίδας με τίτλο «Τα λερωμένα, τα άπλυτα, τα παραξεπλυμένα: Το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση και το ξέπλυμα της ακροδεξιάς», στο http://enthemata.wordpress.com/2011/11/20/per-20-11 (ανάκτηση 10 Αυγούστου 2012).
[iv] Μαριάννα Δήτσα, «Πήραμε χαμπάρι;», εφ. Αυγή, 20 Νοεμβρίου 2011, στο ίδιο αφιέρωμα.
[v] Συνέντευξη του Cas Mudde στην Ελίνα Τζανουδάκη στο περιοδικό The Books’Journal, τεύχος 16, Ιανουάριος 2012, με τίτλο «Ό,τι φοβόμαστε στην πολιτική δεν ισούται πάντα με φασισμό».
[vi] «Τα πετυχημένα κόμματα αναγνωρίζουν τόσο τις ευκαιρίες όσο και τους περιορισμούς που παρέχονται από το επικρατούν πολιτικό περιβάλλον και σχεδιάζουν τις δράσεις τους ανάλογα», στο Sheri Berman , “ The life of the party ”, Comparative Politics 30(1), 1997, σελ. 101-22.
[vii]Cas Mudde , Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2011, σελ. 35-36.
[viii]Παναγιώτης Δημητράς, «Ελλάδα Ελλήνων Χρυσαυγιτών», The Books Journal , τεύχος 21, Ιούλιος 2012: «Το εκλογικό σώμα έδωσε στη ΧΑ ένα 7% και 21 βουλευτές. Το ίδιο έκανε και στις εκλογές του Ιουνίου 2012, παρ’ όλο που στο ενδιάμεσο υπήρξε εκτεταμένη προβολή των ναζιστικών θέσεών της και των βίαιων μεθόδων της κυρίως κατά μεταναστών αλλά και κατά δύο βουλευτών της Αριστεράς σε τηλεοπτική εκπομπή. Χάρη μάλιστα στην τηλεοπτική αυτή επίθεση του Ηλία Κασιδιάρη στις Λιάνα Κανέλλη και Ρένα Δούρου, η ΧΑ, όπως έδειξαν οι μετεκλογικές έρευνες, αντικατέστησε τις απώλειες ενός 3% ψηφοφόρων του Μαΐου 2012 με ένα άλλο 3% για να εξασφαλίσει πάλι 7% των ψήφων και 18 έδρες. Άρα, ένα 10% του εκλογικού σώματος ψήφισε το 2012 τουλάχιστον μια φορά τη ΧΑ». (σελ. 24).
[ix] Περιλαμβάνεται σε κείμενο του Economist με τίτλο « Europe ’ s far right : Culture matters more », 11 Αυγούστου 2012, http :// www . economist . com / node /21560294? fsrc = scn / fb / wl / pe / culturematters (ανάκτηση 12 Αυγούστου 2012).
[x] Παρόμοια μεθοδολογία για την ερμηνεία της επιτυχίας της Χρυσής Αυγής στις εκλογές της 6 ης Μαΐου 2012, σε Β. Γεωργιάδου, Α. Καφέ, Ρ. Νέζη, Κ. Πιερίδης, “Από τον ΛΑΟΣ στη Χρυσή Αυγή – Αιτίες της ενίσχυσης της άκρας δεξιάς στις πρόσφατες εκλογές”, The Athens Review of Books , τεύχος 30, Ιούνιος 2012, σελ. 30-34.
[xi] Cas Mudde, όπ . παρ ., σελ . 277-370.
Πολιτική Επιθεώρηση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου