Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

“Η Σμύρνη μάνα,καίγεται”…- 90 χρόνια σκλαβιάς και προσφυγιάς για τον Ελληνισμό της Ιωνίας


Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία της Ελένης Καραντώνη από το Μπουνάρμπασι, έντεκα χιλιόμετρα βορειανατολικά της Σμύρνης  
(«Έξοδος», Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών):
«Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπιστήκαν και φύγανε κι αφήσαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλητοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Έλληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες…
Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.
Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημύρρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακρυά. «Μη φοβάστε είναι μακρυά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες (σ. σ. οι άτακτοι Τούρκοι) βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν...


Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν’ αρπάξουν, να σφάξουν, ν’ ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!» φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (σ.τ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκο). Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στην χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ήταν φοβερό. Όσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ’ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό.
Έβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!».

Ο Αλέξης Αλεξίου έζησε την γενοκτονία και θυμάται:
«Τα πρώτα μηνύματα της καταστροφής μας ήρθαν με την οπισθοχώρηση του στρατού μας. Είδα αξιωματικούς στο δρόμο, που ξήλωναν και πετούσαν τα γαλόνια τους και τα παράσημά τους… Τα σημάδια της καταστροφής ήταν ακόμη πιο έντονα, όταν έφθασαν από την πόλη Θείρα συγγενείς μας κατατρεγμένοι και τους φιλοξενήσαμε…
Ένα μεσημέρι έγινε μεγάλη φασαρία και κακό, μαθεύτηκε ότι οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στη συνοικία των Αρμενίων. Είχα ένα προαίσθημα. Μια κατάθλιψη μου βάραινε την ψυχή και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Δεν αργήσαμε να δούμε τους πρώτους καπνούς της φωτιάς… Όλος αυτός ο κόσμος προχωρούσε προς το Κορδελιό, γιατί διαδιδόταν πως στο Κορδελιό αράζουν διάφορα βαποράκια και σώζουν τον κόσμο… Όταν έφεξε η μέρα, άρχισε ο κόσμος να φεύγει από το Μπαϊρακλί με κατεύθυνση προς το Κορδελιό κι έτσι τους ακολουθήσαμε κι εμείς, όπως πηγαίναμε όμως, στ’ αριστερά του παραλιακού δρόμου, είδαμε να έρχεται τουρκική καβαλαρία, οπλισμένη με σπαθιά… Πιο πίσω ακολουθούσαν Τσέτες (άτακτος στρατός λίαν φανατισμένος).
Τότε μας βρήκαν τα χειρότερα, οι Τσέτες έπεσαν επάνω στον κόσμο και έκαναν όλων των ειδών τα εγκλήματα. Χτυπούσαν τους άντρες και τους ζητούσαν παράδες και μαλαματικά από τις γυναίκες. Άρπαζαν όποια κοπέλα τους φάνταζε και την ντρόπιαζαν…
…Σε μια στιγμή δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Γυναίκες πολλές, μια σειρά ατελείωτη από το μπουλούκι, που ερχόταν από το Κορδελιό, σπρώχνοντας η μία την άλλη και σκύφτοντας, τραβούσαν κατά τους ψηλούς βράχους, εκεί στα Πετρωτά. Ώσπου να καλοκαταλάβεις, πηδούσαν και χάνονταν μέσα στη θάλασσα. Πολλές απ’ αυτές κρατούσαν αγκαλιά και τα μωράκια τους. Πλάϊ τους, επάνω από τα κεφάλια τους, ήταν οι Τσέτες, έτοιμοι να τις ντροπιάσουν και ήθελαν να γλυτώσουν από τα χέρια τους, να πέσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στο γκρεμό, να χαθούνε…».

Ένας άλλος αυτόπτης μάρτυρας της Μικρασιατικής γενοκτονίας αναφέρει:
«…Τότε όσοι ξέραν μπάνιο πέφταν στη θάλασσα. Αν τους έβλεπαν οι Τούρκοι, τους σκότωναν μέσα εκεί. Εάν δεν τους έβλεπαν, έφταναν στα συμμαχικά πολεμικά καράβια, που ήταν αραγμένα και δήθεν υποστήριζαν τους Έλληνες. Τους άφηναν να σκαρφαλώνουν επάνω στα καράβια και μόλις έμπαιναν μέσα, τους ξανάριχναν στη θάλασσα.. Το πρωΐ συγκεντρωθήκαμε πέντε χιλιάδες αιχμάλωτοι. Περνούσαμε από τους τουρκομαχαλάδες. Περάσαμε και από την εβραϊκή συνοικία. Οι Εβραίοι μας αποδοκίμαζαν χειρότερα από τους Τούρκους. Φτάσαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, στα Χιώτικα, όπου άρχισε η μεγάλη σφαγή… Εμαζεύτηκαν όλοι οι Τούρκοι με σίδερα στα χέρια, με σπαθιά και στάθηκαν από την μια κι από την άλλη άκρη του δρόμου που θα περνούσαμε και ανεβοκατέβαζαν τα σίδερα και τα σπαθιά και όποιος πρόφτανε και έσκυβε, είχε καλώς, όποιος δεν πρόφταινε, τον σκότωναν…».

Η Άννα Καραμπέτσου περιγράφει την απεγνωσμένη προσπάθεια της οικογένειάς της να διαφύγει της καταστροφής:
«…Ήμασταν στην Πούντα. Στέκαμε γραμμή για να μπαρκάρουμε. Ό,τι είχαμε, μπόγους, βαλίτσες, τα πατούσαν για να περάσουν. Πέρασε η μητέρα μου, η αδελφή μου έπεσε κάτω, ο κόσμος την πατούσε, δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ένας στρατιώτης, καθώς βάσταγε το μωρό της, το τρύπησε με την ξιφολόγχη. Τι να κάνει; Τό ‘βαλε σε μιαν ακρούλα. Ζήσε, κόρη μου, για τα άλλα σου παιδιά, της είπε η μάνα μας. Εγώ ακόμη δεν είχα περάσει τη ζώνη και με τραβά ένας Τουρκαλάς από το χέρι και μου λέει: «Ντούρ, μωρή». Βάζω κάτι φωνές, κάτι κλάματα, φωνές και η μάνα μου. Πέρασαν πέντε–έξι, εμένα που να μ’ αφήσει να περάσω. «Αχ παιδάκι μου…», λέει η μάνα μου, πέφτει κάτω και λιποθυμά. Στο μεταξύ ο Τούρκος μου δίνει ένα σκαμπίλι, που άτραψε το φως μου. «Τσικάρ Παρά» λέει. Θυμήθηκα το πεντόλιρο, του το έδωσα. Μ’ αυτό γλύτωσα…
Οι Γάλλοι έδειξαν βρωμερή στάση. Όσοι κατάφερναν να σκαρφαλώσουν στα καράβια τους, τους ρίχναν πίσω στην θάλασσα. Και παλικάρια, πιο πολύ τα παλικάρια, ξαναρίχναν στο νερό. Σαν τους βλέπαν να ζυγώνουν, τους πετούσαν ζεματιστό νερό, για να μην μπορέσουν ν’ ανέβουν…».

Ο Αντώνης Πισσάνος ο οποίος έζησε τις κακουχίες της αιχμαλωσίας, περιγράφει μέσα από το βιβλίο του «Αιχμάλωτοι του Κεμάλ»:
«…Σε λίγο φθάνομε εις την τουρκικήν συνοικίαν. Εκεί οι Τούρκοι πολίται επιπίπτουν επάνω μας και μας κτυπούν με ότι βρίσκουν μπροστά των. Γελούν απαίσια από ευχαρίστησιν και το γέλιο τους μας ξεσχίζει την καρδιά και μας τρομάζει. Mε τους Τούρκους συμπράττουν και οι Εβραίοι…
Καθισμένοι εις τα καφενεία, εχλεύαζον τους χριστιανούς, τους κτυπούσαν, τους παρέδιδον εις τους σφαγείς. Και όταν διήρχοντο τα τάγματα των αιχμαλώτων, έριχναν γυαλιά στους δρόμους δια να ξεσχίζονται τα γυμνά των πόδια, και να υποφέρουν περισσότερον τα θύματα της κεμαλικής θηριωδίας.
Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη, οι Εβραίοι προσέφερον τας ελεεινάς υπηρεσίας των. Εις τα αστυνομικά τμήματα υπήρχαν προδόται Εβραίοι… Δεν υπήρξεν ευκαιρία που να μην την εξεμεταλλεύθηκαν εις βάρος των χριστιανών…
Εις την συνοικία Μπας-Οτουράκ, από όπου διερχόμεθα, οι Εβραίοι ειρωνεύονται με την γνωστήν προφορά των: «Ζήτω Βενιζελός… ζήτω Κωνσταντινός…» και ένας άλλος φωνάζει εις άπταιστον Ελληνική: «Εμπρός με το στέφανον της δόξης προς την Αγιά Σοφιά!». Εν τω μεταξύ οι υποκόπανοι των στρατιωτών ανεβοκατεβαίνουν στα πλευρά των αιχμαλώτων, ενώ οι πολίται Εβραίοι και Τούρκοι χειροκροτούν».

Η Αγλαΐα Κόντου από την Μαινεμένη κάνει λόγο για την παρουσία του ελληνικού στρατού και την αντίδραση των Τούρκων:
«Άμα είδαμε τους Έλληνες, νομίσαμε πια ότι είδαμε το Θεό. Κάναμε καμάρες και βάζαμε τις φωτογραφίες του βασιλιά και του Βενιζέλου, για να περάσει ο στρατός. Λέγαμε πως θα μείνουν για πάντα εκεί και δεν λογαριάζαμε κανένα. Τα έβλεπαν αυτά οι Τούρκοι και μας έλεγαν: «Γιατί, βρε Έλληνες; Έχετε κανένα παράπονο; Καλά δεν περνάτε; Δικό μας το βασίλειο και δικιά μας η μαχαίρα».
Αυτά κάναμε και τους δυσαρεστήσαμε. Πήγαιναν οι αξιωματικοί και γλεντάγανε με τις Τουρκαλίτσες στην Πέργαμο. Αλόγατα της Μαινεμένης κουβαλάγανε τρόφιμα για το στρατό και μετά γυρίζανε φορτωμένα χαλιά κι άλλα πράγματα από τουρκόσπιτα».

Μαρτυρία Ευριπίδη Λαφαζάνη από το Χορόσκιοϊ:
«Κάποια ώρα παρουσιάστηκε ο παλιός μου φίλος. Είχε τα χέρια του μέσα στο παλτό του… Είχαν τόσο φόβο οι Παλιότουρκοι τους Νεότουρκους που δεν λέγεται. Όσο μπορούσε πιο κρυφά μου ‘βαλε μέσα στο χέρι μου λίγο τσάι και λίγη ζάχαρη κι έφυγε, έκανε τον περαστικό…
Είχα έναν Τούρκο φίλο, με γνώριζε καλά… Τότες μου απάντησε: «Αυτό δεν το αρνείται κανείς. Είστε τιποτένιοι, πρόστυχοι, αλαφρόμυαλοι, ελεεινοί. Βρε συ, εσύ, τι σας έλειψε στο χωριό; Εκκλησία είχατε, παπά είχατε, σχολείο είχατε. Ήρθε ποτέ κανείς να σας ρωτήσει τι κάνετε; Τι θέλετε από μας και σηκώσατε τα όπλα και μας σκοτώσατε;»».

Η Πολυξένη Καντραντζή από το Γκέλβερι, όντας χήρα με τρία παιδιά (τον άντρα της τον σκότωσε ένας Τούρκος για κτηματικές διαφορές), διηγείται την φυγή απ’ το χωριό της, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών:
«Αύγουστος μήνας ήταν όταν βγήκαμε από το χωριό. Μπήκαμε σε αραμπάδες και τραβήξαμε κατά το Άκσεραϊ.
Οι Τούρκοι του Γκέλβερι έκλαιγαν και μας παρακαλούσαν να μην φύγουμε. Στο δρόμο, καθώς πηγαίναμε στο Άκσεραϊ, βγήκαν μπροστά στον αραμπά μας Τούρκοι από τα χωριά, Περίστρεμμα, Κιοστίκ, και Κιζίλκαγια και μας σταμάτησαν. Ο άντρας μου, τους πουλούσε μανιφατούρα βερεσέ και μας χρωστούσαν λεφτά. Ύστερα από τον αλωνισμό ξεπλέρωναν τα χρέη τους δίνοντας καρπό. Τι να το κάνουμε όμως το στάρι αφού φεύγαμε;
Έβαλαν οι Τούρκοι στα στόματα των τρών παιδιών μου μπουκιές από πίτες με τυρί και μέλι και τα παρακαλούσαν:
- Φάτε και πέστε χελάλ. Να χαρείτε, πέστε χελάλ.
Δεν θέλανε να έχουνε βάρος στη συνείδησή τους πως έφαγαν το δίκιο των ορφανών παιδιών μου. Ορμήνεψα τα παιδιά μου να φάνε τις μπουκιές και να πούνε «Χελάλ ολσούν» (ας γίνει χάρισμα).
Σαν το άκουσαν αυτό οι Τούρκοι, μας αγκάλιαζαν και μας φιλούσαν απ’ τη χαρά τους».

Ο στρατηγός Δεμέστιχας αναφέρει χαρακτηριστικά για τις ασχήμιες που διέπραξαν και οι Έλληνες στρατιώτες:
«Τις καταστροφές στις πόλεις και τα χωριά απ’ όπου περάσαμε, τους εμπρησμούς και τις άλλες ασχήμιες, δεν είμαι ικανός να περιγράψω και προτιμώ να μείνουν στη λήθη».

Για την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων που παρουσιάζονταν σαν σύμμαχοι της Ελλάδας και ειδικά για την πολιτική της Αγγλίας, χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Χάρολντ Νίκολσον, στελέχους του Φόρεϊν-Οφις, ο οποίος το Δεκέμβρη του 1920 σε μνημόνιο προς τον υπουργό του, μεταξύ των άλλων ομολογούσε:
«Ο λόγος που μας έσπρωξε στην υποστήριξη της Ελλάδας δεν ήταν συναισθηματική παρόρμηση, αλλά φυσική έκφραση της παραδοσιακής μας πολιτικής, που συνίστατο στην προστασία των Ινδιών και της Διώρυγας του Σουέζ. Για έναν ολόκληρο αιώνα υποστηρίξαμε την Τουρκία, θεωρώντας την ως την πρώτη γραμμή άμυνας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ομως αποδείχθηκε αναξιόπιστος σύμμαχος και έτσι περάσαμε στη δεύτερη γραμμή. Από τη γεωγραφική άποψη, η θέση της Ελλάδας είναι μοναδική για τις επιδιώξεις μας. Πολιτικά, η χώρα αυτή ήταν αρκετά ισχυρή σε περίοδο ειρήνης, ώστε να μη μας δημιουργεί θέμα δαπανών και αρκετά αδύνατη σε περίπτωση πολέμου, ώστε να είναι υποτελής σ’ εμάς».

Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έγραψε στα απομνημονεύματά του για την καταστροφή της Σμύρνης:
«Ο Κεμάλ γιόρτασε το θρίαμβό του με τη μεταβολή της Σμύρνης σε τέφρα και την τεράστια σφαγή του εκεί χριστιανικού πληθυσμού».

Για τη Συνθήκη των Σεβρών ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έχει δηλώσει:
«Η αξία των όρων της Συνθήκης εξηρτάτο από ένα μοναδικό στοιχείο, τον ελληνικό στρατό. Αν ο Ελ. Βενιζέλος και οι στρατιώτες του κατόρθωναν να επιβληθούν επί του Κεμάλ, έχει καλώς. Εάν όχι, τότε έπρεπε να αναζητήσουμε καλύτερες λύσεις. Την ειρήνη με την Τουρκία, έπρεπε, δια να την επιβάλουμε, να κάνουμε πόλεμο. Τη φορά αυτή οι Σύμμαχοι θα τον διεξήγαγον δι΄εντολοδόχου».

Στις 27 Νοεμβρίου 1922, στην αγγλική Βουλή των Κοινοτήτων, ο Βρετανός υφυπουργός εξωτερικών Μακ Νιλ, απαντώντας σε ερώτηση του βουλευτή πλωτάρχη Μπέλερς, δήλωσε :
«Κατά τας πληροφορίας τας οποίας έχει η αγγλική κυβέρνηση, ελληνικά στρατεύματα συμπλήρωσαν την εκκένωση της Σμύρνης το απόγευμα της 8ης Σεπτεμβρίου και το τουρκικό ιππικό εισήρθε στην Σμύρνη την 11η ώρα της επομένης. Σύμφωνα με τις αποδείξεις, από καταθέσεις αυτόπτων μαρτύρων πυρκαγιά άρχισε από την αρμενική συνοικία, το δε πυρ τέθηκε από Τούρκους στρατιώτες…».

Η ΛΗΘΗ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΤΑΓΗ
ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ!
http://antistasi.org/?p=28005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου