Eπέτειος
της Μεταπολίτευσης, έχουν περάσει 38 ολόκληρα χρόνια και προσπαθώ να
θυμηθώ: Πώς ζούσαμε όσοι ήμασταν τότε στη ζωή; Και σε τι χώρα ζούσαμε;
Πώς ήταν η Ελλάδα εκείνο το καλοκαίρι του ’74;
Ηταν μια χώρα απομονωμένη από τον έξω κόσμο, μ’ ένα κράτος εντελώς διαλυμένο. Επειτα από επτά χρόνια στρατιωτικής δικτατορίας, ούτε καν μια επιστράτευση δεν κατόρθωνε να φέρει εις πέρας. Και είχε χάσει έναν πόλεμο πριν προλάβει να ρίξει μια τουφεκιά.
Ηταν μια χώρα φτωχή...
Ηταν μια χώρα απομονωμένη από τον έξω κόσμο, μ’ ένα κράτος εντελώς διαλυμένο. Επειτα από επτά χρόνια στρατιωτικής δικτατορίας, ούτε καν μια επιστράτευση δεν κατόρθωνε να φέρει εις πέρας. Και είχε χάσει έναν πόλεμο πριν προλάβει να ρίξει μια τουφεκιά.
Ηταν μια χώρα φτωχή...
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ
ήταν στο ένα δέκατο του σημερινού – της κρίσης! Ελάχιστοι είχαν
αυτοκίνητο, ελάχιστα σπίτια είχαν τηλεόραση, εκατοντάδες χωριά ήταν
ακόμη δίχως ηλεκτρικό ρεύμα και τηλέφωνο. Στα πανεπιστήμια είχαν
εισαχθεί εκείνη τη χρονιά μόλις 15.000 φοιτητές. Οι ανισότητες στα
εισοδήματα και στο επίπεδο κατανάλωσης ήταν θηριώδεις,
λατινοαμερικανικού τύπου. Τριτοκοσμικής διάρθρωσης ήταν και το ελληνικό
Δημόσιο – με τη δημόσια δαπάνη κάτω από 30% του ΑΕΠ, όταν ο ευρωπαϊκός
μέσος όρος ξεπερνούσε το 45%.
Οι άνθρωποι αγόραζαν ακόμη την εφημερίδα
τους από μακρινό περίπτερο και τη δίπλωναν ανάποδα. Κι αν το βράδυ
άκουγες βήματα να σε ακολουθούν, αλαφιαζόσουν – δεν φοβόσουν τον ληστή
αλλά τον χαφιέ. Η ελληνική Αστυνομία είχε 60.000 έμμισθους
πληροφοριοδότες σε πληθυσμό 9 εκατομμυρίων – ήμασταν η τρίτη χώρα στον
κόσμο μετά τη Ρουμανία του Τσαουσέσκου και την Ανατολική Γερμανία σε
κατά κεφαλήν χαφιεδισμό…
Ηταν
μια χώρα που ο πρωθυπουργός της έπρεπε να αλλάζει κατάλυμα κάθε βράδυ
για τον φόβο των «σταγονιδίων» της δικτατορίας. Μια χώρα στη μακρά
κοινοβουλευτική ιστορία της οποίας η ομαλή εναλλαγή κομμάτων στην
εξουσία ήταν εξαίρεση, διάλειμμα σε μια μακρά ιστορία εξωτερικών
παρεμβάσεων, εκλογικής νοθείας και πραξικοπημάτων πάσης φύσεως. Η
δημοκρατία που μπορούσαμε να θυμόμαστε, η προδικτατορική, έφερε τα
διάσημα της υποχρεωτικής (και αρμοδίως πιστοποιούμενης) εθνικοφροσύνης,
όπου το «έθνος» και ο «λαός» ήταν δύο διαφορετικές έννοιες. Και ήταν μια
δημοκρατία υπό την κηδεμονία της… Αγίας Τριάδος «Παλάτι, Πρεσβεία,
Στρατός».
Αυτή η χώρα έπαψε να υπάρχει εδώ και τόσο
πολλά χρόνια που, ακόμη κι αν πρόλαβες να τη ζήσεις, δυσκολεύεσαι να
την ανακαλέσεις στη μνήμη. Προσπαθώ να τη θυμηθώ. Και να σας τη θυμίσω.
Οχι τόσο για να αποτίσουμε ξανά φόρο τιμής στο μικρό θαύμα της μετάβασης
στη δημοκρατία ή για να ξορκίσουμε τις βλακώδεις φωνές που αντηχούσαν
πέρυσι στις πλατείες – «η χούντα δεν τελείωσε το ’73». Μα κυρίως για να
αναστοχαστούμε τι, πότε και γιατί πήγε στραβά.
Πότε
και πώς η θριαμβευτικά νομιμοποιημένη δημοκρατία άρχισε να
απονομιμοποιείται. Πότε άρχισε να μεταλλάσσεται σε κομματοκρατία. Πώς ο
δημόσιος χώρος ιδιωτικοποιήθηκε τόσο βίαια, τόσο ακραία, όσο
αποτυπώνεται στις σελίδες της δικογραφίας Τσοχατζόπουλου. Πώς η ιστορική
κατάκτηση της ομαλής εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία μεταλλάχθηκε
σε αυτό που ένας βετεράνος της Δημόσιας Διοίκησης είχε κάποτε
επιγραμματικά διατυπώσει: «Στις εκλογές όλοι νομίζουν ότι εναλλάσσονται
τα κόμματα στη διακυβέρνηση. Λάθος. Απλώς η ΔΑΚΕ παραδίδει στην ΠΑΣΚΕ
και η ΠΑΣΚΕ στη ΔΑΚΕ». Πώς, δηλαδή, το πολιτικό παιχνίδι εξέπεσε σε
αντιπαράθεση αντίπαλων συμμοριών για τη διανομή των λαφύρων του κράτους
στην πελατεία τους.
Και τι οδήγησε μια χώρα, που έγινε πρώτη
από όλες τις περιφερειακές χώρες της Ευρώπης ισότιμο μέλος των
ευρωπαϊκών κοινοτήτων, να μετατραπεί σε κράτος – παρία, χρεοκοπημένο όχι
μόνο από την άποψη των βασικών του οικονομικών μεγεθών, αλλά και κατά
το κυρίαρχο δημόσιο πρότυπο. Και γιατί φέτος, 38 χρόνια μετά – παρά δύο
τεσσαράκοντα -, αντί να γιορτάζουμε την Επέτειο της Δημοκρατίας, την
ερχόμενη Τρίτη θα παρακολουθούμε με κομμένη ανάσα τον Στουρνάρα να
υποδέχεται την τρόικα. Και να εκλιπαρεί για λίγο οξυγόνο.
Χρόνια τώρα μηρυκάζουμε τη φιλολογία του
«τέλους της Μεταπολίτευσης» – ως εάν αυτό να ήταν μια ελπιδοφόρα
προοπτική. Μισοείδαμε πρόσφατα ότι αυτό το «τέλος» μπορεί και να είναι
μια προοπτική εφιαλτική, ντυμένη στα μαύρα, βίαιη. Και συνειδητοποιούμε –
νομίζω – πως αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι ένα «τέλος», μα μια νέα
αρχή. Μια επανανομιμοποίηση.
Του Παύλου Τσίμα tanea.gr
by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου