Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Γιατί η Κίνα δεν θα γίνει παγκόσμια υπερδύναμη

Μήπως η Κίνα θα αναδειχθεί στην επόμενη υπερδύναμη στον κόσμο; 

Πρόκειται για ένα ερώτημα που διατυπώνεται ολοένα και περισσότερο, καθώς η οικονομία της Κίνας αναπτύσσεται με ρυθμούς πάνω από 8% ετησίως, την ώρα που ο ανεπτυγμένος κόσμος αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της ύφεσης ή βρίσκεται κοντά στην ύφεση.
Η Κίνα αποτελεί ήδη τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και θα είναι η μεγαλύτερη το 2017. Και οι δαπάνες της για στρατιωτικό εξοπλισμό αυξάνονται με ρυθμούς ταχύτερους των ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ.
Το ερώτημα είναι αρκετά εύλογο, εάν δεν του δώσουμε αμερικανική διάσταση....
Για το μυαλό των Αμερικανών μπορεί να υπάρξει μόνο μια υπερδύναμη, κατά συνέπεια, η άνοδος της Κίνας θα είναι αυτομάτως εις βάρος των ΗΠΑ. Πράγματι, για πολλούς στις ΗΠΑ η Κίνα αποτελεί υπαρξιακή πρόκληση.
Αυτό είναι άνω ποταμών. Στην πραγματικότητα η ύπαρξη μιας και μοναδικής υπερδύναμης είναι εξαιρετικά αφύσικη και συνέβη μόνο μετά την απροσδόκητη κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, το 1991. Η συνήθης κατάσταση προβλέπει τη συνύπαρξη μερικές φορές ειρηνική, άλλες φορές με εχθρικές σχέσεις, μεταξύ αρκετών μεγάλων δυνάμεων.
Για παράδειγμα, η Μεγάλη Βρετανία, τη θέση της οποίας αναφέρεται συχνά ότι έχουν καταλάβει οι ΗΠΑ, δεν ήταν ποτέ μια «υπερδύναμη», όπως την εννοούν οι Αμερικανοί. Παρά την έκταση της αυτοκρατορίας και τη ναυτική της υπεροχή, η Βρετανία του 19ου αιώνα δεν θα μπορούσε ποτέ να κερδίσει έναν πόλεμο εναντίον της Γαλλίας, Γερμανίας ή Ρωσίας χωρίς συμμάχους.
Η Βρετανία ήταν περισσότερο μια παγκόσμια δύναμη -μια από τις πολλές ιστορικές αυτοκρατορίες που ξεχώριζαν από μικρότερες δυνάμεις από το γεωγραφικό πεδίο της επιρροής και των συμφερόντων τους.
Το εύλογο ερώτημα, τότε, δεν είναι εάν η Κίνα θα αντικαταστήσει τις ΗΠΑ, αλλά εάν θα αρχίσει να αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας παγκόσμιας δύναμης, ειδικά το αίσθημα ευθύνης για παγκόσμια τάξη.
Ακόμη κι αν τεθεί με αυτόν το μετριοπαθή τρόπο, το ερώτημα δεν χρήζει σαφούς απάντησης. Το πρώτο πρόβλημα είναι η οικονομία της Κίνας, τόσο δυναμική στην επιφάνεια αλλά τόσο αποσαθρωμένη στο βάθος.
Ο αναλυτής Τσι Λο παρουσιάζει με σαφήνεια μια εικόνα μακρο-επιτυχίας σε συνδυασμό με μικρο-αποτυχία. 
Το τεράστιο πακέτο μέτρων οικονομικής στήριξης, ύψους τεσσάρων τρισ. γιουάν (586 δισ. δολάρια) το Νοέμβριο του 2008, που διοχετεύθηκε κυρίως στις ζημιογόνες κρατικές επιχειρήσεις μέσω άμεσου τραπεζικού δανεισμού, διατήρησε την ανάπτυξη της Κίνας, παρά την παγκόσμια ύφεση. Αλλά το τίμημα ήταν μια ολοένα και μεγαλύτερη λάθος κατανομή κεφαλαίου, που είχε ως αποτέλεσμα τα αυξημένα χαρτοφυλάκια επισφαλών δανείων, ενώ η υπερβολική αποταμίευση των κινεζικών νοικοκυριών διόγκωσε τις «φούσκες» στην αγορά ακινήτων.
Παράλληλα, ο κ. Τσι υποστηρίζει ότι η κρίση του 2008 «θρυμμάτισε» το αναπτυξιακό, βασισμένο στις εξαγωγές οικονομικό μοντέλο της Κίνας εξαιτίας της παρατεταμένης εξασθένησης της ζήτησης στις προηγμένες χώρες.
Η Κίνα χρειάζεται επειγόντως την εξισορρόπηση της οικονομίας της στρεφόμενη από τις δημόσιες επενδύσεις και τις εξαγωγές προς τη δημόσια και ιδιωτική κατανάλωση. Βραχυπρόθεσμα, ορισμένες από τις αποταμιεύσεις χρειάζεται να επενδυθούν σε ακίνητη περιουσία στο εξωτερικό και όχι να μένουν «παρκαρισμένες» σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα. Μακροπρόθεσμα όμως η υπερβολική ροπή των κινεζικών νοικοκυριών προς την αποταμίευση θα πρέπει να μειωθεί, αναπτύσσοντας ένα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας και εργαλεία καταναλωτικής πίστης.
Επιπλέον, για να είναι παγκόσμια οικονομική δύναμη, η Κίνα χρειάζεται ένα νόμισμα, στο οποίο οι ξένοι θα θέλουν να επενδύσουν. Αυτό σημαίνει απόλυτη μετατρεψιμότητα και τη δημιουργία ενός χρηματοοικονομικού συστήματος βαθιάς ρευστότητας, μιας χρηματιστηριακής αγοράς για την άντληση κεφαλαίων και ένα επιτόκιο της αγοράς για τα δάνεια. Και, παρόλο που η Κίνα έχει συζητήσει περί «διεθνοποίησης» του γιουάν μέχρι στιγμής έχει κάνει ελάχιστα βήματα.
Εν τω μεταξύ, όπως γράφει ο κ. Τσι, «το δολάριο στηρίζεται από τις ισχυρές πολιτικές σχέσεις των ΗΠΑ με τις περισσότερες από τις χώρες με μεγάλα αποθέματα ξένου συναλλάγματος». Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ, Κατάρ και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα βρίσκουν καταφύγιο κάτω από την αμερικανική στρατιωτική ομπρέλα.
Το δεύτερο πρόβλημα έχει να κάνει με πολιτικές αξίες. Η περαιτέρω «άνοδος» της Κίνας θα εξαρτηθεί από την κατάλυση κλασικών εικόνων κομουνιστικής πολιτικής όπως ιδιοκτησία δημόσιας περιουσίας, έλεγχος του πληθυσμού και οικονομική καταπίεση. Το ερώτημα παραμένει για το εάν θα επιτραπεί η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων σε βαθμό τέτοιο, ώστε να αμφισβητηθεί το πολιτικό μονοπώλιο του Κομουνιστικού Κόμματος, μονοπώλιο εγγυημένο από το σύνταγμα του 1978.
Δύο σημαντικές πολιτιστικές αξίες στηρίζουν το πολιτικό σύστημα της Κίνας. Η πρώτη αφορά στον ιεραρχικό και οικογενειακό χαρακτήρα της κινεζικής πολιτικής σκέψης
Οι Κινέζοι φιλόσοφοι αναγνωρίζουν την αξία του αυθορμητισμού, αλλά μέσα σε έναν κόσμο που διέπεται από αυστηρές εντολές και στον οποίο οι άνθρωποι γνωρίζουν τη θέση τους. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στα Ανάλεκτα του Κομφούκιου: «Ας αφήσουμε τον ηγέτη να είναι ηγέτης, το υποκείμενο υποκείμενο, τον πατέρα πατέρα και τον υιό υιό».
Υπάρχει, παράλληλα, ελάχιστη πίστη στην ιερότητα της ανθρώπινης ζωής: ο βουδισμός πρεσβεύει ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ανθρώπων, ζώων και φυτών. Η δέσμευση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συμπεριλήφθηκε το 2004 στο κινεζικό σύνταγμα. Αλλά, όπως καταδεικνύει η πρόσφατη υπόθεση του τυφλού αντιφρονούντα Τσεν Γκουαγκτσέγκ πρόκειται για κενό γράμμα. Κατά παρόμοιο τρόπο, η ιδιωτική περιουσία έχει μικρότερη σημασία μπροστά στη συλλογική περιουσία.
Υπάρχει και το κομφουκιανικό δόγμα της «Ουράνιας εντολής», μέσω του οποίου νομιμοποιείται ο πολιτικός κανόνας. Σήμερα έχει αντικατασταθεί από το δόγμα του μαρξισμού, κανένα όμως από τα δύο δεν έχει περιθώρια για την εντολή του λαού. Η αμφιθυμία σχετικά με την πηγή της νόμιμης κυβέρνησης δεν αποτελεί απλώς μεγάλο εμπόδιο προς τον εκδημοκρατισμό, αλλά και πιθανή πηγή πολιτικής αστάθειας.
Οι παραπάνω ιστορικές «κληρονομιές» περιορίζουν το εύρος, εντός του οποίου η Κίνα θα είναι σε θέση να διεκδικήσει μερίδιο στην παγκόσμια ηγεσία, γεγονός το οποίο προϋποθέτει κάποιο βαθμό συμβατότητας μεταξύ των κινεζικών αξιών με τις αξίες της Δύσης. 
Η Δύση υποστηρίζει ότι οι αξίες της είναι οικουμενικές και ΗΠΑ και Ευρώπη δεν θα σταματήσουν να προωθούν πιεστικά αυτές τις αξίες στην Κίνα. Είναι δύσκολο να αντιστραφεί αυτή η διαδικασία, με την Κίνα να αρχίζει να εξαγάγει τις δικές της αξίες.
Η Κίνα έχει μια επιλογή: μπορεί είτε να αποδεχθεί τις αξίες της Δύσης, είτε μπορεί να προσπαθήσει να χαράξει μια Ανατολικο-ασιατική «σφαίρα» που θα τη «θωρακίσει» από τις δυτικές αξίες. Η τελευταία πορεία θα προκαλούσε διαμάχη όχι μόνο με τις ΗΠΑ, αλλά και με άλλες ασιατικές δυνάμεις και ειδικότερα Ιαπωνία και Ινδία. Το καλύτερο δυνατό μέλλον για την Κίνα εστιάζει, πιθανότατα, στην αποδοχή των δυτικών συνηθειών, προσπαθώντας παράλληλα να τις διανθίσει με «κινεζικά χαρακτηριστικά».
Ομως καμία επιλογή δεν αποτελεί ένα σενάριο που να προβλέπει «αντικατάσταση» των ΗΠΑ από την Κίνα. Ούτε, νομίζω, είναι κάτι που το θέλει η Κίνα. Στόχος της είναι ο σεβασμός και όχι η κυριαρχία.

ROBERT SKIDELSKY, μέλος της Βρετανικής Βουλής των Λόρδων, είναι επίτιμος καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Warwick.
Copyright: Project Syndicate, 2012. www.project-syndicate.org
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ

by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου