Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Το χαρμόσυνο άγγελμα και το ανθρώπινο πρόσωπο

«Ο Ιησούς δεν αφήνει, φαίνεται, μετά την Ανάστασή Του να εγγίζουμε παραμόνο τις πληγές Του: Δεν πρέπει να ενώνουμε τον εαυτό μας παραμόνο με τα πάθη Του… Ο Χριστός θα βρίσκεται σε αγωνία ως τη συντέλεια του κόσμου. Σε όλο αυτό το διάστημα δεν πρέπει να μας παίρνει ύπνος».
Πασκάλ

Πάσχα ξέρουμε τι σημαίνει. Μας βυθίζει συνήθως στη λήθη του νοήματος του χρόνου υπό την επιβλητική συγχορδία της εόρτιας ατμόσφαιρας και των συνεπειών της. 
Ευθυμία, πανδαισία, ευχές επισκηνώνουν στο εποχιακό χρονικό άρμα, καλώντας μας να γιορτάσουμε το μυστικό κάλλος της Ανάστασης, την απόλυτη εγγύτητα με τη ζωή, όπως μας προσφέρεται από τον κόσμο της θρησκευτικής αποκάλυψης.
Χριστός Ανέστη, λοιπόν. 
Η ευχή απευθύνεται σε όσους πιστεύουν...
Στους άλλους, καλή Κυριακή. Επειδή, όμως, και η Κυριακή προέρχεται από το όνομα του Κυρίου της Ανάστασης και πάλι θεωρώ ότι δεν σέβομαι την ανεξιθρησκεία τους. Αλλά όσοι δεν πιστεύουν, δεν έχουν και θρησκεία, άρα δεν έχει νόημα η ανεξιθρησκεία…
Για τους πιστούς, όμως, η προσέγγιση του Πάσχα, χρειάζεται την απλότητα της αγάπης και τη φωτισμένη απλή πίστη. Αλλιώς, Πάσχα θα έρχονται και Πάσχα θα φεύγουν και εμείς θα μένουμε προ του κλειστού Τάφου. Το χριστιανικό μυστήριο, ιδωμένο στην έσχατη έκφρασή του, στην Ανάσταση του Χρίστου, φωτίζει την ιστορία των ψυχών ως ιερή πληροφορία. Ανάγει στον ακοίμητο «τόπο» της διαρκούς επιφάνειας και αποκάλυψης, ενώ ταυτόχρονα κατάγει στη χωρά των στεναγμών και του άγχους ως έγχρονη μαρτυρία του Υπερούσιου.
Όλη η πίστη και η υπόσταση του Χριστιανισμού στηρίζεται στον άδειο Τάφο. Γι’ αυτό και ήταν για τους Ιουδαίους σκάνδαλο και για τους Έλληνες Φιλόσοφους μωρία.
Από το κενό μνήμα Του και την «κοινήν εντολή» ανέβλυσε μια καινούργια ζωή: Η χριστιανική ζωή με τις νέες ηθικές της αξίες. Ο Χριστιανισμός προκάλεσε ανακατάταξη στον πίνακα των αξιών και τοποθέτησε την αγάπη στη θέση της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη ήταν για τους αρχαίους Έλληνες η σπουδαιότερη κοινωνική αρετή. Η αγάπη για τους Χριστιανούς, «αδελφούς εν Κυρίω», θα γίνει τώρα ο γνώμονας που θα ρυθμίζει τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Και είναι η κατάταξη αυτή αρκετά αποκαλυπτική της ουσίας του χριστιανικού πνεύματος, που σαν θεία δρόσος «απέσταξε» και έλυσε τον φλογμόν της πολυθεΐας.
Οι θρησκευτικές έννοιες προκύπτουν από θρησκευτικά βιώματα. Αν, συνεπώς, δεν συνοδεύονται από τέτοια βιώματα, εκπίπτουν σε εννοιολογικά ράκη, ανίκανα να υπερασπίσουν την υπόθεσή τους. Και τα θρησκευτικά βιώματα είναι από τα συγκλονιστικότερα του ανθρώπου, γι’ αυτό και δεν συμβαίνουν την κάθε στιγμή και στον κάθε άνθρωπο. Η γνησιότερη φανέρωση των θρησκευτικών βιωμάτων συμβαίνει σε ορισμένα άτομα και σε ορισμένο χρόνο. Ο αιφνίδιος αυτός καταιγισμός πνεύματος συνιστά την αποκάλυψη και αποτελεί την πηγή, από την οποία αντλεί το αθάνατο νερό ο μετέπειτα θρησκευτικός βίος των ανθρώπων και των κοινωνιών. Κι ωστόσο, δεν θα ήταν δυνατός αυτός ο βίος, αν στα κατάβαθα της συνείδησης του κάθε ανθρώπου δεν υπήρχε η δυνατότητα της θρησκευτικής εμβίωσης. Η οποία, όσο δεν μπορεί να εκφραστεί αυτοτελώς, βρίσκει την έκφρασή της μέσα από την επανάληψη της αλλοτινής αποκάλυψης, που φτάνει ως εμάς με την παράδοση. «Παράδοση», συνεπώς, είναι η κυριολεκτική παράδοση από χέρι σε χέρι της φλόγας, που κάποτε άναψε και έτσι πυρπολεί τις ψυχές μέσα στον χρόνο. Όμως, οι ψυχές διαθέτουν το κατάλληλο υλικό για να πυρποληθούν, αλλιώς η φλόγα θα έσβηνε κάπου στη μέση της διαδρομής. Στις ερήμους ποτέ δεν συμβαίνουν πυρκαγιές. Οι πυρκαγιές αφαρπάζουν τα δάση. Όσο ο σύγχρονος πολιτισμός ερημώνει τις ψυχές, τόσο οι αλλοτινές φωτιές του πνεύματος σταματούν εκείθεν της ερήμου. Στην εποχή μας να μιλάς για Ανάσταση είναι σαν να θέλεις να μεταφέρεις την πυρκαγιά, που κόρωνε επί χιλιετίες τα πνεύματα. Είναι, ωστόσο, φορές που και στην έρημο πέφτουν βροχές. Και τότε ανθίζει η έρημος ως κρίνο.
Δεν είναι, όμως, δυνατό να μιλούμε, ούτε για θάνατο, ούτε για Ανάσταση, αν δεν αντιληφθούμε και αν δεν βιώσουμε ως το βάθος της τη σημαντικότητα του ανθρώπινου προσώπου. Η οποία, βέβαια, δεν εξαντλείται με έννοιες και με λόγια. Το μόνο συγκλονιστικό «πράγμα» που υπάρχει στον κόσμο είναι η παρουσία του προσώπου, διότι μόνο δι’ αυτού φανερώνεται η εσωτερικότητα του κόσμου, η οποία δεν είναι ωσάν την εσωτερικότητα ενός δοχείου, αλλά είναι το εντελώς άλλο του κόσμου, άτοπο και άχρονο. Γι’ αυτό, στον τόπο και στον χρόνο σταυρώνεται. Η σταύρωσή Του στον κόσμο τούτο είναι η μοίρα Του, επειδή δεν είναι εκ του κόσμου τούτου, αλλά και γι’ αυτό ανασταίνεται. Αν δεν ήταν για Ανάσταση δεν θα ήταν για σταύρωση.
Αν το ανθρώπινο πρόσωπο δεν νοηθεί και δεν βιωθεί στην αιωνιότητά του, τότε είναι περιττός ο λόγος, τόσο για σταύρωση, όσο και για Ανάσταση. Αυτή, όμως, η βίωση της αιωνιότητας είναι πράξη αυτόχρημα ποιητική και μάλιστα ανήκει στις κορυφαίες στιγμές της ποιήσεως. Πράγμα που σημαίνει εκείθεν της ποιήσεως, που είναι ο χώρος του πνεύματος. Πρόκειται, λοιπόν, για πράξη πνευματική, που πρέπει να βιωθεί ως αγιότητα. Η αγιότητα του προσώπου, του προσδίδει το φωτοστέφανο της αποκαλύψεως του πνεύματος στον κόσμο τούτο. Λέμε στον «κόσμο τούτο». Καταργείται, δηλαδή, η στερεότητα του κόσμου με τη φανέρωση του προσώπου. Πρόκειται για ένα ρήγμα που επιφέρει μόνο η παρουσία του προσώπου, δηλαδή της ψυχής, με όρους θρησκευτικούς. Έτσι, όμως, η θρησκευτικότητα δεν είναι μια επιμέρους δραστηριότητα του ανθρώπου, ανάμεσα στις άλλες.
Για να νοηθεί καλύτερα η έννοια της Ανάστασης, πρέπει να διαχωριστεί αποφασιστικά από την έννοια της αθανασίας. Η αθανασία παρουσιάζεται ως κάτι δεδομένο και θα λέγαμε ως κάτι φυσικό. Η Ανάσταση δεν είναι δεδομένη και είναι αυτόχρημα πνευματική. Επειδή δεν είναι δεδομένη, εκζητείται από την πάσχουσα ύπαρξη και έπεται του δράματος της ψυχής στον κόσμο. Η Κυριακή της Αναστάσεως ακολουθεί πάντοτε τη Μεγάλη Παρασκευή που συνιστά την τραγωδία του ανθρώπινου προσώπου στον κόσμο. Αν ο άνθρωπος δεν βιώσει τον χρόνο ως ημέρα Μεγάλης Παρασκευής, θα πει πως δεν ζει ως πρόσωπο μέσα στον κόσμο, άρα δεν έχει ανάγκη από καμιά ευαγγελία Αναστάσεως. Η αθανασία είναι χρόνος χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Αντίθετα, η «αιώνια ζωή», που είναι ο καρπός της Ανάστασης, είναι η αναίρεση του χρόνου, είναι καθαρή ποιότητα.
Τέλος, η αθανασία δεν προϋποθέτει τη σχέση με τον προσωπικό Θεό, ο οποίος και παραχωρεί την Ανάσταση ως χάρη, για την οποία μόνη της η ψυχή δεν είναι άξια. Μπορεί να υπάρχει αθανασία και σε ένα σύμπαν χωρίς Θεό αδιάφορο, ο οποίος δεν έρχεται σε προσωπική σχέση με την ψυχή. Αντίθετα, η Ανάσταση νοείται μόνον ως προϊόν προσωπικής σχέσης με τον προσωπικό Θεό, όπου διασώζεται η μνήμη του αγώνα της ψυχής για την κατάκτηση της αιωνιότητας.
Όλα αυτά, βέβαια, συμβαίνουν όταν το ανθρώπινο πρόσωπο ζει οριακά την παρουσία του στον κόσμο. Όταν, δηλαδή, ζει στον κόσμο, όχι ως κάτι το αυτονόητο, αλλά ως κάτι το βαθύτατα μυστηριακό, τη στιγμή της φανέρωσής του. Και τη ζει τη φανέρωση μέσα στο άνυσμα μιας ζωής, η οποία ύστερα αφανίζεται. Η απόσυρση της ζωής από τη φανέρωση συνιστά άλλο μυστήριο, το οποίο διαλευκαίνεται μέσα στο μυστήριο της Ανάστασης. Και τότε θα γνωρίσουμε, όπως λέει και ο Ντοστογιέφσκι, τι μας συνέβη. Διότι τώρα ζούμε «εν αινίγματι». Καλή Ανάσταση!..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου