Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

Ο μαέστρος του μπαλκονιού

Του Φώτη Θαλασσινού*

Ήμουν στους τελευταίους καπνιστές της Αθήνας. 
Οι άνθρωποι συνέχιζαν να πεθαίνουν απο καρκίνο των πνευμόνων, καρδιακές παθήσεις και άλλες ασθένειες των οποίων η έξαρση της συχνότητας εμφάνισής τους ήταν συνυφασμένη με το κάπνισμα. Η δήθεν σωτήρια παραίνεση των ιατρών για τη διακοπή του καπνίσματος αποδείχτηκε έωλη. 
Στους τηλεοπτικούς δέκτες και στα διαδικτυακά κανάλια εμφανίζονταν αυτόκλητοι σωτήρες για κάθε ανθρώπινο εθισμό και ευρύτερα για κάθε κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα. 
Η δαμόκλειος σπάθη της καταστροφής μάς καθήλωνε όλους σε πειθαρχημένες ζωές. Σαν πειθήνιοι μαγεμένοι ακολουθούσαμε τους ταγούς μας, αυτόκλητους σωτήρες. ...

Το δόγμα του σοκ είχε υποκαταστήσει πλήρως το εγχειρίδιο ηγεμονίας του Μακιαβέλι. Δεν ήθελα κανένα να με σώσει. Ήθελα να πεθάνω σε σφιχτό εναγκαλισμό με τις ιδιωτικές μου ελευθεριότητες. 
Η υπαναχώρηση στο κάπνισμα στον κατεστημένο συντηρητισμό της Αθήνας ήταν η επιτομή του ξεπεσμού. Παρακάμπτωντας τους μηχανισμούς υποταγής των συνειδήσεων κράτησα το τσιγάρο στο στόμα μου περισσότερο από κάθε άλλο υποταγμένο.
Αν έμπαινες μέσα στο σπίτι μου ένα σύννεφο σκέπαζε το χώρο μου σαν μυστική ομίχλη άγνωστης προέλευσης νεφών. Ύστερα, αν ακολουθούσες με το βλέμμα σου την χαοτική ροή του καλειδοσκοπικού λεπτοφυούς παραπετάσματος έφτανες στην πηγή των νεφών. Έναν σκυθρωπό, σκοτεινιασμένο άνθρωπο με το δεξί του χέρι αεικίνητο, σαν μαέστρου, να καπνίζει αρειμανίως. Ανάμεσα σε δύο τζούρες ή αν θέλεις ανάμεσα σε δύο αιωρήσεις του χεριού του θα έβλεπες τον άνθρωπο να στηρίζει το βαριόθυμο κεφάλι του στο ίδιο δεξί χέρι, με το τσιγάρο να μοιάζει με μικρο φουγάρο του μελαγχολικού αυτού κεφαλιού. 
Το βλέμμα του κατωφερές στόχευε άλλες φορές σε βιβλία και άλλες φορές στα πληκτρολόγια υπολογιστών.  Θα έβλεπες τον ίδιο άνθρωπο όταν ανέθρωσκε το βλέμμα του να το ρίχνει στις ανάερες σπείρες του καπνού. Τις κοίταζε εκστασιασμένος καθώς αυτές συστρέφονταν. Σπείρες και δακτυλίδια που αραιώνανε σε παράξενους δαίμονες, σε σκοτεινές υποστάσεις που διαλύονταν στο μεγάλο νέφος. Το νέφος απ' το οποιο ξεκίνησες να κοιτάζεις σ' αυτο και επέστρεφες τα μάτια σου. Είχες όμως προηγουμένως δει εμένα. Εγώ ήμουν ένας από τους τελευταίους καπνιστές της πόλης. 
Για να είμαι ειλικρινής δεν γνώριζα πέρα απ' τον προμηθευτή μου κάποιον άλλο καπνιστή.
Δεν κάπνιζα ποτέ εκτός σπιτιού. Βαριόμουν να αντιμετωπίζω το ταπεινωτικό ανάβλεμμα υψαύχενων υποχόνδριων και συνάμα σκλάβων του συστήματος των αγορών. Η μόνη φορά που κρατούσα τσιγάρα ήταν τότε που τα αγόραζα. Τα έφερνε λαθραία ένα ζοφερό μαγαζί που πουλούσε κοσμήματα με εραλδικά σκαλίσματα πάνω τους. Έιχα αγοράσει το 2011 της ελληνικής κρίσης ανάμεσα στα πολλά πακέτα τσιγάρα και ένα μονόπετρο μ' ένα τεράστιο σταυρό από αμέθυστο. Είχα τότε τη λόξα και κατέβαινα με ελάχιστους φίλους στο Σύνταγμα. Ντυνόμασταν όλοι γυναίκες με τα φτηνά μονόπετρα μας και φωνάζαμε ισορροπώντας πάνω σε ψηλοτάκουνα για απωλεσθείσες ελευθερίες των ανθρώπων. Δεν ακουγόμασταν, οι άλλοι μας κοίταζαν σαστισμένοι και η σαστισμάρα τους ήταν η επιτυχία μας. Η ξεφτίλα τους. 
Ας επανέλθω όμως στο ζοφερό μαγαζί της πολύτιμης προμήθειας μου στο αγαθό του τσιγάρου. Ο τύπος που το είχε ήταν μετανάστης στην Ελλάδα. Στην μικρή απείθαρχη χώρα του τό κάπνισμα ήταν μία ιερή συνήθεια. Ο ίδιος κάπνιζε και μέσα στο μαγαζί του.  Σαν να πατούσε αέναα στα εδάφη της χώρας του, δεν ένιωθε καθόλου ντροπή. Τα ιερά παρήλθαν ως ανίερα. Η χώρα του ήτανε κάπου στην Παταγονία. 
Με κάποιο άγνωρο μηχανισμό του δόγματος του σοκ -υποβολιμαία- το ιδανικό της ιερής έξης υποκαταστάθηκε από το ιδανικό της αποστείρωσης του οργανισμού από δήθεν επιβλαβείς τοξίνες. Η παραγωγή του καπνού στην ιδιότυπη αυτή χώρα διακόπηκε μέσα σε λίγες νύχτες. Όταν επισκέφτηκα για τελευταία φορά το μαγαζί του ξένου έριξα μια ματιά στα εβένινα είδωλια. Στα άθλια κοσμήματα με τα μαυρισμένα και σκουριασμένα μεταλλικά μέρη. Σε μερικές όμορφες πέτρες που στο σύθαμπο των κεριών απαύγαζαν χρώματα της ίριδας. Χαιρέτησα τον  ξενομερίτη και του ζήτησα τα γνωστά. Μέσα στις δικές του προτελευταίες εκπνοές από καπνό μου ανακοίνωσε τα άσχημα μαντάτα. Μου έδωσε τα μισά απ' τα τελευταία του κουτιά με πακέτα τσιγάρων. Κράτησε τα άλλα μισά για τον εαυτό του και μου ευχήθηκε να κάνω κουράγιο.
Υπήρχαν κι άλλα μαγαζιά στην Αθήνα που πουλούσαν λαθραία τσιγάρα. Ήταν ελάχιστα και δυσεύρετα. 
Πιο πιθανό ήταν να κόψω το κάπνισμα παρά να βρω ένα τέτοιο μαγαζί. Δεν είχε θεσπιστεί κάποιος νόμος απαγόρευσης του καπνίσματος. Η κοινωνική κατακραυγή ήταν αρκετή για να φιμώσει όλα τα καπνοδόχα στόματα. Ήτανε τόσο μεγάλη η ένταση του συντηρητισμού όσο όταν  κάποια παλιά διαφημιστική αφίσα τσιγάρων εντοπιζόταν σε ένα ξεχασμένο αθόρυβο δρόμο οι άνθρωποι οργανώνανε ειδικές ευωχίες με γάλα και ψωμί στο σημείο της ανακάλυψης για να  αποκαθηλώσουν το μυσαρό μνημείο της παλιάς τους ζωής. Μ' αυτά και μ'αυτά αποφάσισα να κόψω το κάπνισμα.
Τις πρώτες μέρες δεν γινόταν τίποτα. Την έβγαζα στον κουρελιασμένο μου καναπέ καπνίζοντας με την ίδια συχνότητα που κάπνιζα και πριν την τελευταία μου συνάντηση με τον προμηθευτή μου. Η μόνη αλλαγή ήταν η μετάθεση μου στο συγκεκριμένο παλαιό έπιπλο. Μία κίνηση που απαιτούσε η περίσκεψη της νέας περιόδου στη ζωή μου. 
Στον καναπέ είχα το χώρο να συμπτύσσω τα πόδια μου πρός το θώρακα μου και με τα χέρια μου ελεύθερα κάπνιζα και φυσούσα σαν ο σαμάνος κάποιας ινδιάνικης φυλής. Άπλωνα το βλέμμα μου στο διάστημα που απλωνόταν ο καπνός. Οι γνώριμες σπείρες του, οι παραφυάδες, οι απολήξεις, εκείνοι οι φασματικοί κισσοί, το νέφος που άλλοτε κέρδιζε την εκστατική μου ενατένιση ήτανε τώρα αφορμή για πένθιμους στοχασμούς. Οι διαφορετικές διαπλάσεις του καπνού δεν με απασχολούσαν πια για τις μορφές τους αλλά γιατί σαδιστικά με οδηγούσανε στη θλίψη και τη σύνθλιψη. Σαν νεύρωση, σαν σκάλωμα του μυαλού μου  οι συνειρμοί μου γυροφέρνανε το τέλος του τσιγάρου χωρίς την αυτεπίγνωση πώς το απόθεμα του τελείωνε. Σταχτοδοχεία άδειαζαν και γέμιζαν μ' ένα ανεξιχνίαστο ρυθμό ανάλογο της τροχιάς της Σελήνης γύρω από τη Γη και της Γης γύρω από τον Ήλιο.
Κάποια στιγμή μέσα στο σπηλαιώδες, απ' την κάπνα στους τοίχους, σπίτι μου, άδραξα ένα πακέτο τσιγάρα και ομόχρονα συνειδητοποίησα πώς είχα καταναλώσει τις μισές από τις διαθέσιμες κούτες. Αποφάσισα και πέταξα όλα μου τα σταχτοδοχεία. Ξεκίνησα να χρησιμοποιώ αντί γι' αυτά κάτι πανέμορφα πιατάκια για φλυτζάνια του καφέ. 
Είχα σκεφτεί πως ίσως έτσι να μην πήγαινε η σκέψη μου συνέχεια στο κάπνισμα. Τα πιατάκια ήταν για τον καφέ, δεν ήταν για να τα γεμίζω με την τέφρα απ' τις τζούρες μου. Ανακλαστικά δημιουργήθηκε μία απώθηση να λερώνω την όμορφη πορσελάνινη επιφάνειά τους με σακάτικα αποτσίγαρα. Αυτή η διάθεση μου κράτησε πολύ λίγο. Σύντομα τα πιατάκια είχαν υποκαταστήσει τα πεταμένα σταχτοδοχεία. Δεν έμεινε παρά να πετάξω σταδιακά και όλα τα πιατάκια μου. Περίδινήθηκα σ' ένα μακροχρόνιο κυκεώνα αντικατάστασης της μιας επινόησης αυτοσχέδιου σταχτοδοχείου απ' την άλλη. Μέσα σ' αυτό το στρεσάρισμα επινοητικότητας ή ευρεσιτεχνίας ήτανε φυσικό να ελαττώσω την έξη της γεύσης μου στις ουσίες του καπνού των εισπνοών μου. Το σπίτι μου άδειασε από όλα τα διαφορετικά αντικείμενα που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αντί των σταχτοδοχείων.
Κατέληξα να πετάω τις γώπες μου στους νιπτήρες και τη λεκάνη της τουαλέτας.  
Τις έβλεπα μετά και έμοιαζαν με σκοτωμένα έντομα. Καθώς σταγονίδια νερού διαπερνούσαν το σώμα τους, άφηναν στην άκρη τους σημάδι απο κίτρινο γλίτσιασμα. Η θέα τους ήταν αποτροπιαστική. Συνέχεια άνοιγα τις βρύσες ή τράβαγα το καζανάκι για να φύγουν αυτές οι γώπες απ' το βλέμμα μου. Γώπες που πισωγύριζαν τη σκέψη μου στη παιδική μου ηλικία. Τότε που μακέλλευα τις κατσαρίδες με τα πόδια μου. 
Τα πόδια μου γίνονταν ολετήρες και η εκχύμωση των σωμάτων των εντόμων έβγαζε πρός το πάτωμα κίτρινα και άσπρα ζουμιά. Στην περίπτωση του καπνίσματος με τα υδραυλικά μου όλα να υπολειτουργούν, όλες οι σωληνώσεις είχαν διαρροές, δεν ήταν εφαρμόσιμη η μέθοδος αυτή για την ελάττωση της έξης μου. 
Το καζανάκι μου το τράβαγα μονάχα όταν έχεζα. Με τη σφουγγάρα μάζευα τα νερά που έτρεχαν απ' το υδραυλικό του σύστημα.
Δεν ξέρω ακριβώς γιατί έκανα αυτό ή το άλλο για να κόψω το κάπνισμα. Μπορεί κάποιες ιδέες μου να μοιάζουν χαζές. Ας μην παραβλέψω το γεγονός της εγγενούς κατάθλιψης μου. Ο πανικός ήτανε ο παντοτινός μου σύντροφος σε όλες τις προσπάθειες να κόψω το τσιγάρο. Σύντροφος απ' τους πιο κακούς. 
Ένα πρωί που βγήκα στο μπαλκόνι μου μετά απο αρκετούς μήνες εθελούσιου εγκλεισμού μου στο ερεβώδες σπίτι μου, αντίκρισα ένα ρημάδι από λάσπες. Ήταν Χειμώνας και έβρεχε πολύ. Πάτησα πάνω στις λάσπες και έκατσα σε μία τσιμεντένια άδεια ζαρντινιέρα. Με μηχανικές κινήσεις άναψα ένα τσιγάρο και καθώς η ιεροτελεστία του καπνίσματος ολοκληρωνόταν συνειδητοποίησα την ανακάλυψη μου.  
Θα χρησιμοποιούσα για σταχτοδοχείο τη ζαρντινιέρα. 
Το δριμύ ψύχος του χειμώνα μ' έκανε να επιζητώ το σπιτικό μου απάγκιο πιο πολύ απ' το υπαίθριό μου καπνιστήριο. Κατάφερα να μειώσω ακόμη περισσότερο το κάπνισμα. Σταδιακά η ζαρντινιέρα γέμιζε με τι γώπες των τελευταίων μου πακέτων των τσιγάρων. Καθώς πλησιάζε το τέλος του Δεκέμβρη υπήρχαν μέρες που έβγαινα έξω να καπνίσω με τη χλαίνη. Το στρώμα με τις γώπες όλο και πύκωνε την περιεκτικότητα του σ' αυτά τα πεταμένα αποτσίγαρα. Παράλληλα με το στρώμα απ' τις γώπες μία λευκή κρούστα, σαν απο πάχνη, αναπτυσσόταν στις ακρώρειες αυτού του ιδιότυπου λοφίσκου. Με θετικό δέος και μεταφυσική απορία παρατηρούσα το φαινόμενο. Λίγες μέρες αργότερα είδα τσιγάρα να φύονται άνωθεν της κρούστας. 
Έμοιαζε να φυτρώνει, να αποκρυσταλλώνεται ένας βλαστός φτιαγμένος με αυτά. Τα τσιγάρα είχαν μεγάλο μήκος και έκαιγαν ακόμη. Ήταν τέτοιο το μήκος τους και ο συνδυασμός της μεταξύ τους περιέλιξης ώστε κανένα δεν έκαιγε το άλλο.
Τις νύχτες έβγαινα σαν λαγγεμένο παιδί και κοίταζα καπνίζοντας το θέαμα. Είχαν φυτρώσει κλαδιά και οι διαλείπουσες λάμψεις της κάθε καύτρας με τον καπνό που ανέδιδαν όλες μαζί δημιουργούσαν μία εικόνα απαράμιλλης ομορφιάς. Θυμήθηκα τότε που μικρός, στο νησί της Κω, πήγαινα ύστερα από διασκέδαση μία φίλη μου στο σπίτι της. Οδηγούσα ποδήλατο και η Σταυρούλα, η φίλη μου, καθόταν πάνω στη σχάρα του ποδηλάτου. Κάποια στιγμή σταμάτησα απότομα την οδήγηση. Αριστερά αγνάντια μας ήτανε ένας θάμνος. Έγεμε σε πυγολαμπίδες. Άπλωσα το χέρι μου και έδειξα στη Σταυρούλα να κοιτάξει το θέαμα. Ενεοί και οι δύο βλέπαμε τις περιοδικές σμαραγδένιες λάμψεις των εντόμων να χάνονται μέσα στις σπηλιές των πυκνών περικοκλάδων του θάμνου. Ήταν αναφανδόν μία χορογραφία απαυγασμών στημένη πάνω σε κάποια άρρητη συμφωνική ταραχή υποχθόνιων κραδασμών. Όσο η σκέψη μου αναστοχαζόταν αυτή την εφηβική μου εμπειρία τόσο δενόμουν με το δέντρο των τσιγάρων. Αυτός ο αταξινόμητος ζωντανός οργανισμός εξέπεμπε μία παράξενη θαλπωρή. Το στραφταλιστό νέφος θύμιζε την ομίχλη στις μεγάλες λεωφόρους. Το σύθαμπό της ομίχλης στους δρόμους έκανε τα φώτα των αυτοκινήτων να μοιάζουν με όργανα υπνωτισμού.
Ήταν Δεκέμβρης ακόμα. Στην αλλαγή του χρόνου η ρίψη κάποιων πυροτεχνημάτων με οδήγησε στο μπαλκόνι χωρίς να έχω στα δάχτυλα μου κάποιο από τα τελευταία μου τσιγάρα. 
Ξεχάστηκα μες στην ευχάριστη έκπληξη του γιορτασμού της άφιξης του νέου έτους με τα βεγγαλικά. Όταν τελείωσε η ρίψη τους , καθισμένος στη ζαρντινιέρα, κοίταξα το παράξενο φυτό μου. Έδρεψα έναν ανθό του και τον έβαλα στο στόμα μου. Αυθωρεί ένα νέο τσιγάρο άνθισε στη θέση του. Δοκίμασα να καπνίσω τον παράξενο ανθό. Η γεύση μου πλημμύρισε με τα πιο υπέροχα ερεθίσματα. Ένας αναπαλμός ηδονής διαπέρασε ολόκληρο το σώμα μου. Το δέντρο μου μεγάλωσε κι άλλο. Όταν ξεπέρασε λίγο το ύψος μου, σταθεροποιήθηκε σ' αυτή τη φάση ανάπτυξης.  Μπορώ να γράψω ότι καθόμουνα στον ίσκιο του ή πιο ορθά εξαφανιζόμουν μέσα στους αρωματικούς καπνούς του. Μυρίζανε εξοχή. Σ' αυτόν λοιπόν το νεφελώδη ίσκιο βρήκα το πιο παράξενο και πολύτιμο δώρο πυο έλαβα ποτέ τις μέρες των γιορτών ή για να ακριβολογώ στα μεθεόρτια. Ένας αστείρευτος προμηθευτής τσιγάρων ξεφύτρωσε στο μπαλκόνι μου. Το κάπνισμα δεν το έκοψα ποτέ. Ήμουνα ο μαέστρος του μπαλκονιού.


*Ο Φώτης Θαλασσινός γεννήθηκε στην Κω το Σεπτέμβριο του 1977. Είναι συγγραφέας και υπήρξε συνεργάτης στο ένθετο "Βιβλιοθήκη" της Ελευθεροτυπίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου