Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Ελληνική και Γερμανική Οικονομία: Μια μελέτη για κάποια χαρακτηριστικά και σύγκριση τους

Μέσω του leninroloaded, βρήκαμε και αναδημοσιεύουμε ενα αποσπασμα από μια πολύ καλή επιστημονική μελέτη του Θ. Μαριόλη για ορισμένα χαρακτηριστικά της Ελληνικής και της Γερμανικής Οικονομίας από το 2010 που αξίζει το χρόνο και τη μελέτη σας:
[...] Από την επεξεργασία των Πινάκων του 2005 διαπιστώνουμε τα ακόλουθα:
(Χ1). Ο λόγος των συνολικών ακαθάριστων (προ φόρων-επιδοτήσεων) κερδών προς τους συνολικούς μισθούς ισούται με 134%. 
Στη Γερμανία ισούται με 54% και, άρα, στην Ελλάδα είναι υπερδιπλάσιος. Ως γνωστόν, αυτός ο λόγος αποτελεί δείκτη του μαρξικού «ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης», και... είναι τόσο υψηλότερος όσο είναι (i) υψηλότερη η μέση παραγωγικότητα της εργασίας, και (ii) μικρότερος ο μέσος μισθός ανά εργαζόμενο.

(Χ2). Η μέση παραγωγικότητα της εργασίας στη Γερμανία είναι 1.24 φορές υψηλότερη από αυτήν της Ελλάδας, ενώ ο μέσος μισθός ανά εργαζόμενο είναι σχεδόν διπλάσιος, δηλ. 1.88 φορές υψηλότερος (συγκεκριμένα, στη Γερμανία είναι 2427 ευρώ ανά μήνα και στην Ελλάδα είναι 1290 ευρώ ανά μήνα).[3] Συνεπώς, το «ποσοστό εκμετάλλευσης» στην Ελλάδα δεν είναι υπερδιπλάσιο επειδή η μέση παραγωγικότητα είναι υψηλή, αλλά επειδή ο μέσος μισθός είναι χαμηλός. Εάν στη Γερμανία ίσχυε ο μέσος ελληνικός μισθός, τότε το «ποσοστό εκμετάλλευσης» θα ήταν 190%.

(Χ3). Στη Γερμανία, το μερίδιο των μισθών στο καθαρό προϊόν, το οποίο ισούται με το λόγο του μέσου μισθού ανά εργαζόμενο προς την παραγωγικότητα της εργασίας (γνωστό και ως «κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος»), είναι περίπου 1.5 φορές υψηλότερο από αυτό της Ελλάδας, δηλ. 65% έναντι 45%.

(Χ4). Στην Ελλάδα, οι συνολικοί μισθοί αποτελούν το 50% των καταναλωτικών δαπανών του συνόλου των νοικοκυριών. Στη Γερμανία αποτελούν, περίπου, το 100% και, άρα, τα ακαθάριστα κέρδη είναι περίπου ίσα με το άθροισμα των κρατικών καταναλωτικών δαπανών, των καθαρών επενδύσεων και των καθαρών εξαγωγών (εξαγωγές μείον εισαγωγές). Συνεπώς, σε αντίθεση με τη Γερμανία, στην Ελλάδα το ήμισυ της ιδιωτικής κατανάλωσης δεν προέρχεται από τους μισθούς, και θα πρέπει να προέρχεται κυρίως από τα κέρδη παρά από τις μεταβιβαστικές πληρωμές του δημοσίου για κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια (αλλά απαιτείται πρόσθετη έρευνα για να διαπιστωθεί αυτό). Τέλος, στην Ελλάδα οι κρατικές καταναλωτικές δαπάνες αποτελούν το 20% του συνόλου των καταναλωτικών δαπανών (και το 21% του καθαρού προϊόντος), ενώ στη Γερμανία αποτελούν το 26% (και το 24% του καθαρού προϊόντος).[4]


Δεδομένων αυτών των τεσσάρων χαρακτηριστικών μπορούμε να αντλήσουμε τρία βασικά συμπεράσματα για την ελληνική οικονομία:

(Σ1). Η κατανομή του εισοδήματος είναι έντονα υπέρ των κερδών και, άρα, εις βάρος των μισθών. Με αυτό δεν εννοώ, βέβαια, ότι υπάρχει «ανισοκατανομή» (έννοια που στερείται, κατά την άποψή μου, νοήματος), αλλά ότι το «ποσοστό εκμετάλλευσης» είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με τη Γερμανία (τα στοιχεία του 1997-1998, στα οποία αναφέρθηκα στην αρχή του παρόντος κειμένου, δείχνουν ότι αυτό ισχύει και σε σχέση με την Ισπανία και την Φινλανδία).

(Σ2). Η Ελλάδα δεν μπορεί να σταθεροποιήσει τη θέση της στο διεθνή ανταγωνισμό βάσει της παραγωγικότητάς της, επειδή είναι συγκριτικά χαμηλή. Και ούτε το μπορεί, φυσικά, βάσει νομισματικής, συναλλαγματικής, δημοσιονομικής ή εμπορικής πολιτικής, ακριβώς επειδή είναι ενταγμένη την ΕΕ. Συνεπώς, το επιχειρεί βάσει μονομερούς εισοδηματικής πολιτικής, δηλ. εις βάρος των μισθών. Ωστόσο, δεν το κατορθώνει, όπως δείχνουν τα εμπειρικά δεδομένα: σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση της Τράπεζα της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική (βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, 2010, σσ. 137-138), όλοι οι διαθέσιμοι δείκτες πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας καταγράφουν, από το 1987-1988, συνεχή μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας (εξαιρείται μόνον η περίοδος 1998-2000, όπου η υποτίμηση της δραχμής δεν έπαιξε ασήμαντο ρόλο στην αντιστροφή της τάσης, όπως εξάλλου είχε υποστηριχθεί ante factum στο Μαριόλης et al., 1996). Και στην ίδια ακριβώς κατάσταση με την Ελλάδα βρίσκονται η Σλοβακία, η Ισπανία και η Ιρλανδία. Να τονισθεί εδώ ότι, σε αντίθεση με ό,τι έχει υποστηριχθεί από ορισμένους, η Γερμανία δεν στηρίζει τη θέση της στο διεθνή ανταγωνισμό σε μειώσεις μισθών: ένα κλάσμα, εν προκειμένω ο λόγος του μέσου μισθού ανά εργαζόμενο προς την παραγωγικότητα της εργασίας, δηλ. το «κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος» (το οποίο αποτελεί, ιδίως σε μία ζώνη ενιαίου νομίσματος, σημαντικό δείκτη της διεθνούς ανταγωνιστικότητας), είναι δυνατόν να μειώνεται ακόμα κι όταν αυξάνονται και ο αριθμητής και ο παρανομαστής, αρκεί ο πρώτος να αυξάνεται ποσοστιαία λιγότερο από ό,τι αυξάνεται ο δεύτερος. Και, αυτό ακριβώς συνέβη, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ,[5] στη Γερμανία κατά την περίοδο 2005-2008, όπου οι μισθοί ανά εργαζόμενο δεν μειώθηκαν σε καμία υποπερίοδο, ενώ το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μειώθηκε σε ορισμένες υποπεριόδους. Εν κατακλείδι, η Ελλάδα επιχειρεί να στηριχθεί, κυρίως, στους χαμηλούς μισθούς, και δεν το κατορθώνει, ενώ η Γερμανία στηρίζεται, κυρίως, στην υψηλή παραγωγικότητά της, και το κατορθώνει. Τέλος, έχει επίσης υποστηριχθεί ότι τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ελληνικής οικονομίας εκφράζουν, τρόπον τινά, το δυναμισμό της. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι εξωτερικό έλλειμμα δεν σημαίνει κατανάγκην χαμηλή ανταγωνιστικότητα: η διαχρονική εξέλιξη του εν λόγω ελλείμματος εξαρτάται από τους ρυθμούς μεγέθυνσης της ημεδαπής και της αλλοδαπής, τις αντίστοιχες ροπές προς εισαγωγές, τις αντίστοιχες συνθέσεις των ΑΕΠ, την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία και, τέλος, την ελαστικότητα των εισαγωγών-εξαγωγών σε μεταβολές της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Όλοι όσοι, όμως, επιμένουμε να θεωρούμε τα ελλείμματα του ελληνικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως το θεμελιώδες ζήτημα επικαλούμαστε, κυρίως, (i) τους προαναφερθέντες δείκτες πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, και (ii) το γεγονός ότι η όποια ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας βασίζεται, όπως δείχνουν τα στοιχεία, σε τομείς που είναι προστατευμένοι από το διεθνή ανταγωνισμό ή/και χαμηλής έντασης κεφαλαίου και τεχνολογίας (εμπόριο, κατασκευές, αγροτικός τομέας και είδη τροφίμων, εκπαιδευτικές και υγειονομικές υπηρεσίες – βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, 2010, σσ. 140-142, και εφημερίδα Νέα, 24-25/10/2009, σσ. 40-41). Έτσι, δεν προκαλεί καθόλου έκπληξη η εκτίμηση ορισμένων μελετητών (και του ΔΝΤ) ότι η συμπίεση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ως ποσοστού του ΑΕΠ) από τα σημερινά επίπεδα του 15% στο επίπεδο του 3.8%, το οποίο θεωρείται (ή, καλύτερα, υποτίθεται) διατηρήσιμο, προαπαιτεί υποτίμηση σε πραγματικούς όρους της τάξης του 45%, η οποία, εφόσον υπάρχει ενιαίο νόμισμα και ελευθερία στην κίνηση των χρηματικών κεφαλαίων (άρα, τάση εξίσωσης του επιτοκίου), και εφόσον η οικονομία υστερεί σε παραγωγικότητα, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον με συμπίεση του μισθού ανά εργαζόμενο.

(Σ3). Οι καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου δεν είναι συγκριτικά υψηλές.

Τώρα, ας περάσουμε σε ορισμένους υποθετικούς (και στατικούς) υπολογισμούς. Ας υποθέσουμε, δηλαδή, ότι, σταθερών όλων των άλλων, το σύνολο των καθαρών κερδών της ελληνικής οικονομίας εθνικοποιείται και, εν συνεχεία, αναδιανέμεται προς κατανάλωση στο σύνολο του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω (85.6% του συνολικού πληθυσμού ή 9.486.834 άτομα) υπό μορφή μηνιαίου εισοδήματος ίσου με τον ισχύοντα μέσο μηνιαίο μισθό, δηλ. 1290 ευρώ. Είναι εφικτό αυτό; Όχι, δεν είναι, υπό την έννοια ότι προϋποθέτει τη μείωση της κρατικής κατανάλωσης κατά 34% ή τη μείωση των καθαρών επενδύσεων κατά 78% ή την αύξηση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου κατά 43%. Στην τελευταία περίπτωση επιβαρύνεται το εξωτερικό έλλειμμα (και χρέος) κατά 11 δισ. ευρώ. Εάν η ανακατανομή συνοδεύεται από το μηδενισμό του εξωτερικού ελλείμματος, τότε δεν είναι εφικτή ακόμα κι αν μηδενισθεί η κρατική κατανάλωση ή καθίσταται εφικτή, εάν οι καθαρές επενδύσεις μειωθούν κατά 260%, δηλ. γίνουν σημαντικά αρνητικές, ή, αλλιώς, οι ακαθάριστες επενδύσεις μειωθούν κατά 98%.[6] Ούτε στη Γερμανία αποδεικνύεται εφικτή η αντίστοιχη αναδιανομή, δηλ. των 2427 ευρώ ανά μήνα σε 70.538.226 άτομα (ή 85.5% του συνολικού πληθυσμού). Ωστόσο, με βάση τον ελληνικό μέσο μισθό όχι μόνον είναι εφικτή, αλλά εμφανίζεται και ένα πλεόνασμα της τάξης των 34 δισ. ευρώ, παρόλο που το εξωτερικό ισοζύγιο της οικονομίας είναι πλεονασματικό. Εάν δε το εξωτερικό ισοζύγιο ισοσκελισθεί, τότε το πλεόνασμα ανέρχεται στα 185 δισ. ευρώ, δηλ. καθίσταται περίπου ίσο με το 95% του ΑΕΠ της Ελλάδας (το 2005 ήταν, σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, περίπου 195 δισ.
ευρώ).

Έτσι μπορούμε να συμπεράνουμε ότι:

(Σ4). Στην ελληνική οικονομία, η οποία αγωνίζεται να ανταπεξέλθει στο διεθνή ανταγωνισμό, και χαρακτηρίζεται από υψηλά ελλείμματα του δημοσίου τομέα και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (δηλ. από υψηλά «δίδυμα ελλείμματα», των οποίων το άθροισμα υπερβαίνει, το 2009, το 24% του ΑΕΠ, και είναι το υψηλότερο στη Ζώνη του Ευρώ, ενώ ακολουθούν οι υπόλοιπες χώρες του «Νότου», ήτοι Πορτογαλία (18.2%), Ισπανία (16.6%) και Ιρλανδία (15.6%)) καθώς επίσης και από αρνητικές καθαρές αποταμιεύσεις,[7] τα αντικειμενικά όρια πολιτικών ανακατανομής του εισοδήματος (και γενικά κεϋνσιανών πολιτικών) είναι εξαιρετικά στενά, για να μην πω «ανύπαρκτα». Και δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι οι προηγούμενοι υπολογισμοί έγιναν σε χρηματικούς όρους, και όχι σε υλικούς-φυσικούς όρους, πράγμα που σημαίνει ότι παρακάμπτουν το ζήτημα του κατά πόσον τα ζητούμενα από τους μη κεφαλαιοκράτες εμπορεύματα όντως υφίστανται ή δύνανται να παραχθούν. Όπως σημείωνε ο Marx (1864, §484), «η πολυτέλεια είναι μία απόλυτη αναγκαιότητα για έναν τρόπο παραγωγής, ο οποίος παράγει πλούτο για τους μη παραγωγούς, και επομένως πρέπει να του δώσει εκείνες τις αναγκαίες μορφές, στις οποίες αυτός μπορεί να είναι ιδιοποιήσιμος από εκείνους που απολαμβάνουν τον πλούτο.». Παράδειγμα: όσον αφορά στη χώρα προέλευσης των ιδιοκτητών σκαφών πολυτελείας, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση, μετά τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία. Παράλληλα, πριν το ξέσπασμα της κρίσης, κάτω από το λεγόμενο «όριο της φτώχειας» βρίσκονταν το 20% των ελληνικών νοικοκυριών, το 13% των εργαζομένων, το 25% των συνταξιούχων, το 33% των ανέργων και το 41% των μονογονεϊκών οικογενειών με ένα τουλάχιστον εξαρτώμενο παιδί (βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, 2008, σελ. 49).

Τέλος, ας στραφούμε σε ορισμένους πιο ρεαλιστικούς (και δυναμικούς) υπολογισμούς. Η αναλυτική μελέτη της διαχρονικής εξέλιξης του ελληνικού δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ δείχνει ότι η μείωση ή, έστω, η μακροχρόνια σταθεροποίησή του δεν θα πρέπει να αναμένεται, κυρίως επειδή απαιτούνται εξωπραγματικοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ ή/και πρωτογενή πλεονάσματα, των οποίων το ύψος ενδέχεται να έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην ενεργό ζήτηση όσο και στην κοινωνική συνοχή. Για παράδειγμα, με πραγματικό επιτόκιο δανεισμού 3% και πρωτογενές δημόσιο έλλειμμα 3%, η μακροχρόνια σταθεροποίηση του δημοσίου χρέους στο επίπεδο του κριτηρίου του Μάαστριχτ, δηλ. στο 60%, απαιτεί συνεχή μεγέθυνση του ΑΕΠ με ετήσιο ρυθμό 8.4%.[8] Βέβαια, η νομισματική χρηματοδότηση των δημοσίων ελλειμμάτων θα υποβοηθούσε την κατάσταση, τονώνοντας την ενεργό ζήτηση και μειώνοντας το πραγματικό επιτόκιο, αλλά αυτή απαγορεύεται, ως γνωστόν, εντός της ΕΕ (Άρθρο 101 της «Συνθήκης του Μάαστριχτ»). Από την άλλη πλευρά, μπορεί να αποδειχθεί ότι η συνεχώς μειούμενη διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας οδηγεί στη μείωση της ενεργού ζήτησης για τα ημεδαπά εμπορεύματα και, άρα, στη διεύρυνση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του δημοσίου (δηλ. στη δημιουργία «διδύμων ελλειμμάτων») και, τελικά, στη διόγκωση του δημοσίου χρέους και του συνολικού (δημοσίου και ιδιωτικού) εξωτερικού χρέους (για όλα αυτά, βλ. Μαριόλης και Παπουλής, 2010). Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι από το 2004 έως το 2009 το συνολικό, δημόσιο και ιδιωτικό, ακαθάριστο εξωτερικό χρέος διπλασιάστηκε και ανέρχεται στο 171% του ΑΕΠ, ενώ το 55.1% αυτού του χρέους, δηλ. το 94.2% του ΑΕΠ, είναι δημόσιο χρέος (βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, 2010, σελ. 66). Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι:

(Σ5). Εντός ΕΕ, η άσκηση συσταλτικής δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής στην Ελλάδα είναι το μόνο διαθέσιμο μείγμα οικονομικής πολιτικής (σ.σ. διότι το μοναδικό άλλο όπλο που έχει η άρχουσα τάξη προκειμένου να "αυξήσει την ανταγωνιστικότητα", η υποτίμηση του νομίσματος ώστε να μειώσει με έμμεσο τρόπο το μισθό του εργάτη αντί για άμεσο, απαγορεύεται, μιας και το ευρώ ελέγχεται από την ΕΚΤ). Ωστόσο, ακόμα κι αν αντιπαρέλθουμε τις κοινωνικές επιπτώσεις και τα επιμέρους ταξικά συμφέροντα, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι αυτό το μείγμα οικονομικής πολιτικής θα αποδειχθεί αποτελεσματικό. Κυρίως επειδή, πρώτον, οδηγεί σε μείωση της ενεργού ζήτησης, άρα, σε μείωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ και, κατ’ επέκταση, σε αύξηση του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ, και, δεύτερον, η συμπίεση των μισθών θα έχει οριακές επιπτώσεις στη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Εξάλλου, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, το «ποσοστό εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης» στην ελληνική οικονομία είναι ήδη συγκριτικά υψηλό, χωρίς αυτό να έχει σταθεροποιήσει τη θέση της στη διεθνή αγορά (σ.σ. εννοεί ότι ακόμα και να πετσκόψουμε τους μισθούς, αυτό δεν θα πολυβοηθήσει, διότι οι μισθοί είναι ήδη χαμηλοί. Και μάλιστα η μείωση τους θα μειώσει την κατανάλωση, διογκώνοντας την κρίση. Στην πραγματικότητα βέβαια, το κεφάλαιο τα ξέρει αυτά τα πράγματα, απλά ΔΕΝ έχει σκοπό να "ανακάμψει η Ελλάδα" - έχει σκοπό να ρημάξει τους μισθούς μέχρι αηδίας, προκαλώντας μια τεράστια εξόντωση και εξαθλίωση πληθυσμού, ώστε μακροπρόθεσμα όσοι επιβιώσουν να εργάζονται σε εντελώς άθλιες συνθήκες, που βέβαια εξασφαλίζουν τα μέγιστα δυνατά κέρδη για τον κεφαλαιοκράτη)

3. Τελικό Συμπέρασμα

Με την ένταξή της στη ΕΕ, η ελληνική οικονομία (όπως και όλος ο ευρωπαϊκός «Νότος») ανταγωνίζεται σε όλο και πιο άμεσους-απόλυτους όρους παραγωγικότητας (σ.σ. μιας και πχ δεν υπάρχει η επιλογή της υποτίμησης, ή των δασμών, κτλ), και εν απουσία εναλλακτικών μέσων οικονομικής πολιτικής, εθνικές οικονομίες, οι οποίες είναι πολύ περισσότερο προηγμένες από την ίδια.
Αυτό είχε ως συνέπεια τη στροφή της παραγωγής σε διεθνώς μη εμπορεύσιμα εμπορεύματα και σε κλάδους έντασης φυσικών πρώτων υλών και ανειδίκευτης εργασίας και, έτσι, την αύξηση της ροπής προς εισαγωγές και τη μείωση της ελαστικότητας των καθαρών εξαγωγών ως προς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Σε μία πλήρως διεθνοποιημένη αγορά (δηλ. σε μία αγορά ενιαίου νομίσματος και ελεύθερης μετακίνησης χρηματικών κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού), κάθε εθνική οικονομία που δεν είναι σε θέση να παράγει σημαντικά για αυτήν την αγορά, αλλά αντιθέτως εισάγει σημαντικά από αυτήν για να καταναλώσει και για να παράξει ό,τι παράγει, θα βρεθεί, αργά ή γρήγορα, σε δεινή θέση. Η πάντοτε αρεστή σε αριστερο-κεϋνσιανούς οικονομολόγους πρόταση περί αναδιανομής του εισοδήματος προς όφελος των μισθών, προκειμένου να αντιμετωπισθούν υφέσεις και κρίσεις, έχει, όπως διδάσκει η οικονομική επιστήμη, δύο βασικές, αναγκαίες προϋποθέσεις, δηλ. την ύπαρξη (i) υποαπασχολούμενου κεφαλαίου, και (ii) καθέτως ολοκληρωμένου τομέα («vertically integrated sector») παραγωγής αξιόλογου μέρους των εμπορευμάτων που καταναλώνουν οι μισθωτοί, δηλ. σημαντικής εθνικής παραγωγικής βάσης.[9] Αλλά ακόμα και υπό αυτές τις προϋποθέσεις δεν οδηγεί κατανάγκην σε αύξηση του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας, ήτοι σε διέξοδο από την ύφεση-κρίση.[10] Σε τελική ανάλυση, λοιπόν, δεν είμαι σε θέση να δω, στη βάση των σημερινών και αυριανών δεδομένων, τη διέξοδο από τον φαύλο κύκλο, στον οποίο έχει παγιδευτεί η ελληνική οικονομία. Εκτός εάν μπορούσα να δεχθώ ότι, από «την ισχυρή Ελλάδα μέσα σε μία ισχυρή Ευρώπη», περνάμε σε ένα «σχέδιο της σωτηρίας», όπως το ονόμασε ο Καθηγητής Ι. Στουρνάρας (2010), το οποίο συνίσταται «στην αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας [η οποία] μπορεί να δημιουργήσει «πόλους» επενδύσεων σε τομείς όπου η χώρα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα: τουριστική κατοικία για εύπορους «baby boomers» που επιθυμούν να ζήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στον Ευρωπαϊκό Νότο, πράσινη ενέργεια κτλ». Δηλαδή, δύο δεκαετίες μετά το λεγόμενο «όραμα του Μάαστριχτ» και μία δεκαετία μετά την ένταξη της χώρας σε ζώνη ενιαίου νομίσματος, γίνεται παραδεκτό ότι δεν έχουν ακόμα αναπτυχθεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της και ότι αυτά είναι η τουριστική κατοικία για εύπορους, η πράσινη ενέργεια και τα «κτλ»; Εάν αντιπαρέλθω ότι, εδώ και αρκετό καιρό, το ζήτημα είναι η ανάπτυξη των απολύτων (παρά των συγκριτικών) πλεονεκτημάτων,[11] τότε δεν νομίζω ότι δύναται να υπάρξει καλύτερη απόδοση του αδιεξόδου, στο οποίο βρίσκεται η ελληνική οικονομία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου