Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Μην ξεχνάμε τα διδάγματα του 1990…

Η ευρωπαϊκή σύνοδος κορυφής που ξεκινάει σήμερα θα ασχοληθεί ξανά με τεχνικές πλευρές των σχεδίων διάσωσης, ενδέχεται δε, παρά τις επίμονες διαψεύσεις, να δούμε και ψήγματα από τη γέννηση του ευρωομολόγου.  

Αυτό όμως που πρέπει να κάνουν στην πραγματικότητα οι Ευρωπαίοι ηγέτες, προκειμένου να διατηρήσουν τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι να αναθεωρήσουν τα του 1990 και των βασικών πολιτικών ριζών του σημερινού ευρώ.
Στις αρχές του 1990 ο Γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Κολ αντιμετώπιζε ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. ..
Η ολοσχερής κατάρρευση της Ανατολικής Γερμανίας καθιστούσε τη γερμανική ενοποίηση αναπόφευκτη.  
Όμως οι γείτονες της Γερμανίας ανησυχούσαν για την μεγάλη  πολιτική και οικονομική υπεροχή της νέας ενιαίας Γερμανίας.
Τότε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ τάχθηκε ανοιχτά υπέρ μιας ενιαίας Γερμανίας ζητώντας σε αντάλλαγμα από τη Βόννη τη δέσμευσή της για επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν, που ήταν τότε ισότιμος με τον Κολ στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, άσκησε πιέσεις στον Γερμανό ομόλογό του προκειμένου να κάνει τα κρίσιμα βήματα για την πλήρη νομισματική ένωση που τότε ήταν απολύτως κατανοητό ότι ετίθεντο σαν προϋπόθεση για την ενοποίηση της Γερμανίας.
Ο Γερμανός καγκελάριος διεξήγαγε επίσης διαπραγματεύσεις με τις πρώην συμμαχικές δυνάμεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, την Αγγλία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση προκειμένου να διασφαλίσει τη συγκατάθεσή τους. 
 Ο Χέλμουτ Κολ θεώρησε πως η εθνική ολοκλήρωση της Γερμανίας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,  ενδεχομένως και με θυσία του γερμανικού μάρκου, θα έδειχνε πως η δική του νέα Γερμανία δεν θα έμοιαζε σε καμιά περίπτωση με τη Γερμανία του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.
Η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας Bundesbank είχε τότε αντιταχθεί σε όλα αυτά και είχε διατυπώσει ισχυρές προειδοποιήσεις απέναντι σε μια νομισματική ένωση που δεν θα βασίζονταν σε μια πολιτική και δημοσιονομική ένωση. Ένας ανώτατος αξιωματούχος της τράπεζας είχε συγκρίνει μάλιστα το σχέδιο του ευρώ με την οικοδόμηση της στέγης ενός  σπιτιού πριν από τους τοίχους.  
Αντιμέτωπη ωστόσο με τις επιταγές της γεωπολιτικής, η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει στις συνομιλίες για τη νομισματική ένωση στο Μάαστριχτ τον Δεκέμβριο του 1991. Οι συνομιλίες κατέληξαν σε ένα σχέδιο για την εισαγωγή του ευρώ μέσα στα επόμενα 8 χρόνια. Οι λεπτομέρειες της πολιτικής συγκαλύφθηκαν με υποσχέσεις για οικονομική και δημοσιονομική σύγκλιση. Και μετά από πολλά χρόνια βρεθήκαμε στη σημερινή έκτακτη κατάσταση της Ευρώπης που απαιτεί ξανά αποφασιστική δράση.
Η βεβιασμένη νομισματική ένωση, που χτίστηκε δίχως να έχει στη βάση της μια πραγματική πολιτική υποδομή, σήμερα απειλείται εξαιτίας της αδυναμίας σύγκλισης των εθνικών οικονομιών κατά τις υποσχέσεις των ιδρυτών του Μάαστριχτ. Το νομισματικό σχέδιο που θα οδηγούσε στη σύσφιξη των δεσμών μέσα στην Ευρώπη σήμερα απειλεί να τις διαρρήξει πλήρως. Και η πολιτική ενέργεια που παλαιότερα δαπανήθηκε σε μια επιφανειακή προσπάθεια για το κλείδωμα μιας ενοποιημένης Γερμανίας μέσα στην Ευρώπη σήμερα πρέπει να παρασχεθεί για τη διόρθωση των προγενέστερων προβλημάτων.
Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση διακρίνεται σε τρεις διαφορετικές ομάδες κρατών. Τα κράτη του πυρήνα, που έχουν λιγότερο ή περισσότερο υγιείς δημοσιονομικές θέσεις και συσπειρώνονται γύρω από τη Γερμανία. Τα κράτη με αδύναμες δημοσιονομικές θέσεις που απειλούνται με χρεοστάσια. Και τα κράτη-μέλη της ΕΕ που δεν έχουν προσχωρήσει στο ευρώ και που τώρα πια δεν βιάζονται καθόλου να το κάνουν.
Η τελευταία κατηγορία κρατών μας λέει ίσως τα περισσότερα. Οι σημερινοί Βρετανοί κυβερνητικοί ηγέτες ευχαρίστησαν ανοιχτά τους προκατόχους τους που έμειναν μακριά από το ευρώ, οι δε Τσέχοι δηλώνουν ανοιχτά ότι δεν θέλουν να μπουν στην νομισματική ένωση.
Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά για την πολιτική Ευρώπη;  
Είναι γνωστά τα σενάρια περί διάρρηξης της Ευρωζώνης, που προβλέπουν ότι τα μέλη εκτός πυρήνα θα βγουν τελικά από το ευρώ και θα επιστρέψουν στα παλαιά τους νομίσματα ή ενδεχομένως να κινηθούν προς την επιλογή ενός πιο …μαλακού ευρώ, αφήνοντας πίσω τους το γερμανικό πυρήνα. Άλλα πιο σκληρά σενάρια θέτουν βέβαια το ερώτημα αν μετά τη διάρρηξη της Ευρωζώνης θα επιβιώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σήμερα η Γερμανία είναι πολύ πιο ισχυρή και κυρίαρχη στην Ευρώπη από ό,τι ήταν κατά την ίδρυση της Ευρωζώνης.  
Η οικονομική της ισχύ, η βιομηχανική της ανάπτυξη και η μεγέθυνση των εξαγωγών της οδηγούν την ανάπτυξη στην Ευρώπη και την παραγωγή  θέσεων εργασίας στο εσωτερικό της Γερμανίας. 
Κι από την άλλη μεριά, πολλά από τα 15 άλλα κράτη μέλη του ευρώ σέρνονται στο χείλος μιας νέας ύφεσης. Ενώ με την αποστολή στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, ο γερμανικός στρατός που αποτελεί τον μεγαλύτερο στρατό της ΕΕ έχει αφήσει πίσω του τους παλαιούς περιορισμούς που απαγόρευαν στη χώρα να αναπτύξει στρατεύματα εκτός των συνόρων της.
Είναι άκρως μακρινός ο κίνδυνος μιας εκ νέου εθνικιστικής Γερμανίας. Αλλά το ενδεχόμενο η μεγαλύτερη δύναμη της Ευρώπης να γίνει ξανά ένας ελεύθερος παράγοντας στον κόσμο δεν είναι καθόλου ευχάριστη για τη Ρωσία ούτε για τους άλλους μεγάλους της Ευρώπης. Κατά συνέπεια οι πιέσεις στο Βερολίνο κλιμακώνονται.
Η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ μπορεί να αποτελεί την ηγετική μορφή των ευρωπαϊκών συναντήσεων αλλά στη χώρα της δεν διαθέτει το αναγκαίο πολιτικό κεφάλαιο που θα της επέτρεπε να προωθήσει φιλόδοξα ευρωπαϊκά σχέδια όπως είναι η δημοσιονομική ή η πολιτική ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οι όποιες υποχωρήσεις έχει κάνει μέχρι στιγμής η Μέρκελ για τη σωτηρία του ευρώ έχουν στραφεί εναντίον της στο εσωτερικό της Γερμανίας και η γκρίνια των Γερμανών φορολογουμένων για το ρόλο της χώρας τους ως ταμία της ΕΕ δεν παύει να αυξάνει. Κι όταν η Γερμανίδα καγκελάριος δεν τραυματίζει με την κωλυσιεργία της όλες τις νέες πρωτοβουλίες των Βρυξελλών, δεν προσφέρει κάποια αξιοσημείωτη  εναλλακτική λύση.
Ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ ήταν πιο τυχερός γιατί μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει τη λαϊκή ευφορία που ακολούθησε τη γερμανική ενοποίηση και να προωθήσει ένα νομισματικό σχέδιο που μέχρι πρόσφατα οι Γερμανοί δεν είχαν αρχίσει να αμφισβητούν. Όταν το κόστος της γερμανικής ενοποίησης έγινε γνωστό και εμφανίστηκε το βάρος του στο γερμανικό μάρκο, η Γερμανία ήταν ήδη δεσμευμένη με μια συνθήκη νομισματικής ένωσης.
Ο Κολ είχε με το μέρος του την ιστορία το 1990 καθώς η αλλαγή της συγκυρίας ζητούσε ευρεία σκέψη και τολμηρές αποφάσεις. 
Η Μέρκελ δεν έχει μια τέτοια σαρωτική συγκυρία με το μέρος της, εργάζεται με μια κουρασμένη κυβέρνηση και αντιμετωπίζει κάποια κατά τα φαινόμενα δυσεπίλυτα προβλήματα μέσα σε μια νομισματική ένωση που δεν φρόντισε να εξελιχθεί εγκαίρως σύμφωνα με τις απαιτήσεις των καιρών.
Λύση στο ευρωπαϊκό πρόβλημα θα μπορέσει να έρθει μόνο μέσα από τη σημαντική συμβολή του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών στην υπόθεση της Ευρώπης, όποια τεχνική μορφή κι αν επιλεγεί γι’ αυτήν. 
Στη συνέχεια η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να προχωρήσει στην εμβάθυνση της πολιτικής και δημοσιονομικής ένωσης που δεν πρόλαβαν να κάνουν ο Χέλμουτ Κολ και ο Φρανσουά Μιτεράν. 
sofo10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου