Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Λύση ή... όνειρο η ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου στον ελλαδικό χώρο;

Ο ΠPΩΘYΠOYPΓOΣ Γιώργος Παπανδρέου, με την ομιλία του στη Βουλή την Παρασκευή, άνοιξε με τον πλέον επίσημο τρόπο τον δρόμο για την πραγματοποίηση ερευνών για πετρέλαιο και φυσικό αέριο στον ελληνικό χώρο.
 
Πρόκειται για μια υπόθεση που τα τελευταία χρόνια παραμένει απολύτως παγωμένη, σε σημείο που να μην προωθείται καν στη Βουλή το νομοσχέδιο για την ίδρυση του φορέα που θα αναλάβει τη φύλαξη των αρχείων των ερευνών που έχουν διενεργηθεί στη χώρα, αλλά θα έχει και την ευθύνη για τη διενέργεια των διαγωνισμών παραχώρησης περιοχών προς έρευνα και εκμετάλλευση.
Οπως μάλιστα αναφέρει χαρακτηριστικά ...ανώτατο κυβερνητικό στέλεχος σε κατ' ιδίαν συνομιλίες του, ακόμη και η συζήτηση για την ίδρυση φορέα προκαλεί ένταση και παραβιάσεις στο Αιγαίο και ως εκ τούτου δεν προωθείται στη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο που βρίσκεται στα συρτάρια του Yπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Τα δεδομένα αυτά ανατρέπονται πλήρως από την τοποθέτηση του πρωθυπουργού στη Βουλή την Παρασκευή και έτσι πολύ σύντομα, ίσως και πριν από το τέλος του χρόνου, θα προωθηθεί στη Βουλή το νομοσχέδιο.
Υπάρχει όμως πετρέλαιο στον ελληνικό χώρο και ειδικά στο Αιγαίο; Η οικονομική κρίση κατέστησε το ερώτημα επίκαιρο καθώς δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι πράγματι υπάρχουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο στην Ελλάδα και μάλιστα σε ποσότητες ικανές όχι μόνο να καλύψουν τις ανάγκες της χώρας, αλλά και να λύσουν τα οικονομικά της προβλήματα.


Πολιτική «κατευνασμού»

Γιατί δεν εκμεταλλευόμαστε το πετρέλαιο; Η απάντηση στο ερώτημα μοιάζει αυτονόητη αν σκεφτεί κανείς ότι τουλάχιστον τρεις φορές μετά το 1974 η Ελλάδα έφθασε στα πρόθυρα της πολεμικής σύρραξης με την Τουρκία ακριβώς λόγω των «πετρελαίων του Αιγαίου».

Από τον Μάρτιο του 1987 και το παρολίγον «θερμό» επεισόδιο με το Σισμίκ, κάθε ερευνητική προσπάθεια στο Αιγαίο έχει ουσιαστικά εγκαταλειφθεί και οι ελληνικές κυβερνήσεις ακολουθούν μια πολιτική «κατευνασμού» όσων υποστηρίζουν ότι υπάρχει πετρέλαιο στον ελλαδικό χώρο, επιδιώκοντας έτσι τη διασφάλιση της ηρεμίας και προωθώντας τον τουρισμό ως βασική πλουτοπαραγωγική πηγή των νησιών του Αιγαίου.

Βεβαίως στη συντήρηση αυτής της πολιτικής για μακρό χρονικό διάστημα συνέβαλαν οι τιμές του πετρελαίου, οι οποίες βρίσκονταν σε χαμηλά επίπεδα, μέχρι και 10 δολάρια το βαρέλι στα μέσα της δεκαετίας του 'Α90, και καθιστούσαν ασύμφορη οποιαδήποτε συζήτηση για αξιοποίηση των ελληνικών κοιτασμάτων.

Ομως σήμερα, πλέον, τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Αυτό άλλωστε υπογράμμισε και ο Γιώργος Παπανδρέου στη Βουλή, σημειώνοντας ότι οι πρόσφατες εξελίξεις, όχι μόνο στο Διεθνές Δίκαιο, αλλά και σε ερευνητικό επίπεδο, επιβάλλουν την αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου για τους διαγωνισμούς υδρογονανθράκων.

Εξάλλου, η τιμή του πετρελαίου κυμαίνεται μεταξύ 80 και 90 δολαρίων, ενώ η τεχνολογία των ερευνών έχει εξελιχθεί τόσο ώστε να καθιστά οικονομικά βιώσιμα ακόμη και μικρά κοιτάσματα όπως αυτό του Πρίνου. Δεν είναι τυχαίο ότι η εταιρία Ενεργειακή Αιγαίου επένδυσε περί τα 80 εκ. ευρώ και έφερε ειδικό γεωτρύπανο από τη Νορβηγία για να πραγματοποιήσει πλάγια γεώτρηση και να διατηρήσει «ζωντανά» τα κοιτάσματα του Πρίνου και της Νότιας Καβάλας. Σήμερα, μετά τη γεώτρηση στο κοίτασμα «Εψιλον», παράγονται 5.000 βαρέλια πετρελαίου ημερησίως ενώ πριν από 2 χρόνια η παραγωγή είχε πέσει κάτω από τα 1.000 βαρέλια. Τα συνολικά αποθέματα του κοιτάσματος «Εψιλον» εκτιμάται ότι ξεπερνούν τα 30 εκατομμύρια βαρέλια και η εταιρία προσβλέπει σε νέες γεωτρήσεις γειτονικών κοιτασμάτων.

Ομως πέραν αυτών και σε πολιτικό επίπεδο φαίνεται ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά. Από τη δήλωση του Γιώργου Παπανδρέου τον περασμένο Δεκέμβριο ότι «δεν έχουμε πετρέλαιο ή έστω όσο έχουμε βρει είναι ελάχιστο», μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πολλά και είναι πλέον φανερό ότι η κυβέρνηση έχει πεισθεί πως οι έρευνες πετρελαίου είναι μια «χρυσή ευκαιρία» προέλκυσης ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις στην Ελλάδα.


Κύπρος

Οι κινήσεις της Κύπρου, που από τον Φεβρουάριο του 2003 έχει προχωρήσει σε συμφωνία με την Αίγυπτο για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στη θαλάσσια περιοχή νοτίως της Μεγαλονήσου, αποτελούν οδηγό για την ελληνική κυβέρνηση, η οποία παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή τις εξελίξεις, αφού η αποφασιστική στάση της Κυπριακής Δημοκρατίας φαίνεται ότι αποδίδει. Πρόσφατα το Ισραήλ ανακοίνωσε τον εντοπισμό γιγαντιαίου κοιτάσματος φυσικού αερίου (31 τρισ. κυβικά μέτρα) στις θαλάσσιες περιοχές Λεβιάθαν και Ταμάρ του Ισραήλ. Το κοίτασμα εντοπίστηκε στο θαλάσσιο «οικόπεδο 11», το οποίο εφάπτεται του κυπριακού «οικοπέδου 12», κάτι που καθιστά βέβαιη την κυπριακή κυβέρνηση ότι και στον θαλάσσιο χώρο της Κύπρου υπάρχουν μεγάλες ποσότητες φυσικού αερίου. Μάλιστα Κύπριοι κυβερνητικοί παράγοντες έσπευσαν να δηλώσουν ότι η αμερικανική εταιρία Νοble Εnergy, που εντόπισε το ισραηλινό αέριο, εργάζεται και για λογαριασμό της Κύπρου για εντοπισμό κοιτασμάτων στον θαλάσσιο χώρο της Μεγαλονήσου. Παράλληλα η κυπριακή κυβέρνηση βρίσκεται σε διαβουλεύσεις για την οριοθέτηση της θαλάσσιας ζώνης με το Ισραήλ, τη Συρία και τον Λίβανο.


Συνεκμετάλλευση

Οι έρευνες μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου γίνονται μέσω παραχωρήσεων σε διεθνείς πετρελαϊκές εταιρίες, μεταξύ των οποίων η Shell, η οποία έχει κατ'Α επανάληψη «κρούσει τη θύρα» της ελληνικής κυβέρνησης προτείνοντας πρόγραμμα ερευνών στο Αιγαίο και μιλώντας ανοιχτά ακόμη και για συνεκμετάλλευση με την Τουρκία, διά στόματος του προέδρου της Ρομπ Ρόουντς, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Αθήνα και είχε συναντήσεις με κορυφαίους υπουργούς της προηγούμενης κυβέρνησης. Οι ειδικοί της Shell, βασιζόμενοι σε δορυφορικές φωτογραφίσεις θεωρούν ότι στο κεντρικό και βόρειο Αιγαίο, στο Ιόνιο Πέλαγος μεταξύ Επτανήσων και Βορειοδυτικής Πελοποννήσου, στα Δωδεκάνησα και στις ακτές της Ηπείρου, μπορούν να αντληθούν από 2 έως 4 δισ. βαρέλια αργού πετρελαίου. Κάποιοι μάλιστα αποδίδουν την κινητικότητα που επέδειξε εντός του 2009 η προηγούμενη κυβέρνηση στο ζήτημα της δημιουργίας φορέα διενέργειας των διαγωνισμών για τις έρευνες πετρελαίου στις προτάσεις για μεγάλες επενδύσεις στην Ελλάδα που είχε υποβάλει η Shell.


Οριοθέτηση ΑΟΖ


Πάντως ο Γιώργος Παπανδρέου στην ομιλία του την Παρασκευή έβαλε τέλος στα σενάρια περί συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου με την Τουρκία σημειώνοντας ωστόσο ότι η χώρα μας ενδιαφέρεται για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών (Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες – ΑΟΖ) με όλες τις γειτονικές μας χώρες. Εφερε, μάλιστα, το πρόσφατο παράδειγμα της σχετικής συμφωνίας με την Αλβανία, τις συζητήσεις με τη Λιβύη και την Αίγυπτο, ενώ εξέφρασε τη βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να συνεργαστεί με την Τουρκία και την Κύπρο.

Στη διαμόρφωση της στάσης της ελληνικής κυβέρνησης σήμερα σημαντικό ρόλο βεβαίως έχει η οικονομική κρίση. Για να γίνουν κατανοητά τα μεγέθη πρέπει να πούμε ότι η Ελλάδα καταναλώνει καθημερινά περί τα 440.000 βαρέλια πετρελαίου και πληρώνει γύρω στα 15 δισ. ευρώ ετησίως για εισαγωγές αργού και προϊόντων. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιάννης Μανιάτης, που έχει ετοιμάσει ήδη το νομοσχέδιο για την ίδρυση κρατικού φορέα που θα πραγματοποιήσει διαγωνισμούς για παραχωρήσεις «οικοπέδων» προς έρευνα πετρελαίου και φυσικού αερίου, χρησιμοποιεί στις συζητήσεις του το παράδειγμα της Νορβηγίας, που τα τελευταία 15 χρόνια δημιούργησε «κουμπαρά πετρελαίου», κρατώντας τα έσοδα από τα δικαιώματα εξόρυξης που παραχώρησε. Σήμερα στον «κουμπαρά» έχει πάνω από 300 δισ. ευρώ, για να ενισχύσει τα ταμεία των συνταξιούχων. Ιδιαίτερα προσεκτικός είναι ο υφυπουργός όταν μιλάει για περιοχές και επιμένει να υπενθυμίζει τον Πατραϊκό Κόλπο και την Ηπειρο, όπου ξεκίνησαν έρευνες το 1997 και για διαφόρους λόγους σταμάτησαν. Σε αυτή την αναφορά ο Γιάννης Μανιάτης συμπληρώνει: «Eχουμε σοβαρές ενδείξεις ύπαρξης κοιτασμάτων και αλλού, που δεν θεωρώ ότι είναι σκόπιμο και χρήσιμο να αναφερθώ».


Ο Ραούφ Ντενκτάς

Στην αντίπερα όχθη υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει πετρέλαιο στο Αιγαίο και πως αν πράγματι υπήρχαν ικανές ποσότητες, τότε τα προβλήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα είχαν ήδη λυθεί και οι δύο χώρες θα προχωρούσαν σε συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων. Χαρακτηριστική είναι η φράση που αποδίδεται στον Ραούφ Ντενκτάς ότι «Εάν υπάρχουν όντως πετρέλαια, δύο πράγματα θα συμβούν. Είτε η Τουρκία θα καταλάβει ολόκληρη την Κύπρο είτε χάριν των πετρελαίων το Κυπριακό θα λυθεί στο άψε-σβήσε».

Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου δημιουργήθηκε λίγο μετά την ανακάλυψη εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων πετρελαίου στον Πρίνο, όταν το Νοέμβριο του 1973 η τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσίευσε απόφαση παραχώρησης άδειας για έρευνες στην κρατική εταιρία πετρελαίου της Τουρκίας, σε μικρή απόσταση από ελληνικά νησιά. Το 1974 η αδειοδότηση επεκτάθηκε γεωγραφικά και σε δύο περιπτώσεις τουρκικά ωκεανογραφικά σκάφη πραγματοποίησαν έρευνες στο Αιγαίο (1974, 1976). Το πρόβλημα παραλίγο να οδηγήσει σε ένοπλη σύρραξη Ελλάδας - Τουρκίας το 1987, όταν το τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος «Σισμίκ» συνοδεία πολεμικών πλοίων προσπάθησε να διεξαγάγει έρευνες σε μικρή απόσταση από την αιγιαλίτιδα ζώνη των ελληνικών νησιών.

Μύθοι και πραγματικότητα;
Δημιουργία του «μύθου»


Σημαντική συνεισφορά στη δημιουργία του «μύθου» περί της ύπαρξης μεγάλων ποσοτήτων πετρελαίου στο Αιγαίο έχει Ευάγγελος Κουλουμπής, ο οποίος έχοντας διατελέσει υπουργός Ενέργειας του ΠΑΣΟΚ ήταν σε θέση να γνωρίζει. Σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2000 υποστήριζε: «Στο Αιγαίο, έπειτα από έρευνες ειδικά σε δύο περιοχές, είμαστε σίγουροι ότι υπάρχει πετρέλαιο, το οποίο μπορεί να καλύψει ακόμη και το σύνολο των αναγκών της χώρας. Και οι δύο αυτές περιοχές αμφισβητούνται από την Τουρκία και αυτός είναι ο λόγος που έχει εμποδίσει την εκμετάλλευσή τους». Σύμφωνα με τον Ευάγγελο Κουλουμπή, οι δύο αυτές περιοχές είναι:

 Στη θέση Μπάμπουρα, ανατολικά της Θάσου. Πρόκειται για το κοίτασμα που έφερε τρεις φορές στα πρόθυρα πολέμου την Ελλάδα και Τουρκία: το 1976, το 1982 και το 1987. «Είναι μία περιοχή που τμήματά της αμφισβητούνται από την Τουρκία (βρίσκονται μεταξύ 6 και 12 μιλίων των ελληνικών χωρικών υδάτων). Από έρευνες που έγιναν υπάρχει βεβαιότητα για πετρελαϊκό δυναμικό που κυμαίνεται από 120 έως 200 εκατομμύρια απολήψιμα βαρέλια, που θα μπορούσε να καλύψει περίπου το 40% των αναγκών της χώρας και για πολλά χρόνια».

 Στη θαλάσσια περιοχή κοντά στη Μυτιλήνη και τη Λήμνο, όπου ανήκει και η Ζουράφα. Η νήσος Ζουράφα υπάγεται διοικητικά στον Νομό Εβρου και αποτελεί το βορειανατολικότερο νησάκι των Θρακικών Σποράδων.

Η «ελληνικότητα» της βραχονησίδας αμφισβητείται έντονα από την Αγκυρα. Μάλιστα, η Ζουράφα περιλαμβάνεται στο εγχειρίδιο που εξέδωσε το 1997 το τουρκικό Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, το οποίο την καταχώριζε μεταξύ των 130 βραχονησίδων, οι οποίες, σύμφωνα με την Τουρκία τελούν υπό καθεστώς αμφισβήτησης και από τότε ονομάζονται «γκρίζες ζώνες». Ακόμα και η κρίση των Ιμίων, σύμφωνα με κάποιες θεωρίες, δεν ήταν τυχαία, καθώς ακολούθησε ο εντοπισμός από αμερικανικούς δορυφόρους κηλίδων λαδιού σε διάφορα σημεία στην ευρύτερη περιοχή.


Μια ιστορική αναδρομή  με αφετηρία το 1903

Οι πρώτες έρευνες για πετρέλαιο στην Ελλάδα ξεκίνησαν το 1903 από τη βρετανική London Oil Development στη Ζάκυνθο, χωρίς όμως αποτέλεσμα και η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε το 1938, οπότε ξεκίνησαν έρευνες στη Βορειοδυτική Πελοπόννησο και στις Φέρες της Θράκης. Τα πρώτα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά, αλλά οι έρευνες σταμάτησαν λόγω του πολέμου.

Το 1960 το Yπουργείο Βιομηχανίας σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο Πετρελαίων (IFP) προχώρησε σε συστηματικές έρευνες σε ολόκληρο τον χερσαίο ελλαδικό χώρο εντείνοντας τις προσπάθειες στην Hπειρο, τα Ιόνια Nησιά, την Κεντρική Μακεδονία και την Ευρυτανία, ενώ παράλληλα εταιρίες όπως οι BP, Esso, Safor κ.ά., εξασφάλισαν άδειες για γεωτρήσεις σε άλλες περιοχές.

Το 1969 με απευθείας παραχωρήσεις η Chevron πήρε τα δικαιώματα στον χώρο του Νοτίου Αιγαίου και τη Δωδεκάνησο, η Texaco στον θαλάσσιο χώρο ανάμεσα στη Χίο και τη Λέσβο, αλλά και νότια της Σαμοθράκης, ενώ η Anschutz πήρε το τρίγωνο Θεσσαλονίκη - Επανομή - Κασσάνδρα. Η πιο τυχερή από όλους ήταν η εταιρία Oceanic, που είχε διαλέξει ως χώρο των ερευνών της τη θαλάσσια περιοχή της Θάσου.

Στο τέλος του 1973 βρέθηκαν τα πρώτα και μοναδικά, μέχρι στιγμής, εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα πετρελαίου στη χώρα μας, τα κοιτάσματα του Πρίνου και της Νότιας Καβάλας. Μεγάλη κινητικότητα και ενδιαφέρον από ιδιωτικές εταιρίες σημειώθηκε και τα δύο τελευταία χρόνια της δικτατορίας. Από τον χειμώνα του 1972 ως και το καλοκαίρι του 1974 οι υπηρεσίες του Yπουργείου Βιομηχανίας είχαν κατακλυσθεί από 50 περίπου αιτήσεις για έρευνες σε όλη την Ελλάδα, κυρίως από την Αμερική και τον Καναδά. Δεν έλειψε όμως και το ενδιαφέρον Ελλήνων επιχειρηματιών της θάλασσας και της στεριάς. Μεταξύ αυτών οι αδελφοί Βαρδινογιάννη, αλλά και αρκετοί εφοπλιστές. Ο Θόδωρος Βαρδινογιάννης, με αίτησή του στις 8 Μαρτίου 1974, ζητούσε να κάνει έρευνες για πετρέλαιο σε μια περιοχή 4.687 χιλιομέτρων στην Κρήτη, ενώ τα αδέλφια του επέλεγαν μικρότερης έκτασης περιοχές στην Αλεξανδρούπολη και τη Χαλκιδική. Από τις 50 και πλέον αιτήσεις οι μισές αφορούσαν περιοχές του Αιγαίου, από τον Aγιο Ευστράτιο και τη Λήμνο ως την Κω και την Κάρπαθο.

Το 1981, λίγο πριν από τις εκλογές, η διοίκηση της Δημόσιας Επιχείρησης Πετρελαίου διενήργησε τους δύο πρώτους για τα ελληνικά δεδομένα γύρους παραχωρήσεων διαφόρων θαλασσίων και χερσαίων περιοχών με βάση τον ν. 468/76. Η ανταπόκριση των ξένων εταιριών στην τελική φάση της διαδικασίας ήταν περιορισμένη. Στον πρώτο γύρο υπέβαλε προσφορά μόνο η κρατική ιταλική εταιρία Agip για την περιοχή των Παξών. Οι Ιταλοί υπέγραψαν σύμβαση και εγκαταστάθηκαν στους Παξούς, αλλά έπειτα από δύο χρόνια και ενώ δεν είχαν ολοκληρώσει τις συμβατικές ερευνητικές τους υποχρεώσεις, αποχώρησαν. Στο δεύτερο γύρο της διαδικασίας υπέβαλαν προσφορές η πολυεθνική Shell για τον Θερμαϊκό Κόλπο και η αμερικανική Sunmark Exploration για το Δέλτα του Νέστου. Η Shell υπέγραψε σύμβαση με το Eλληνικό Δημόσιο, η οποία όμως δεν επικυρώθηκε από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ η Sunmark απέσυρε την προσφορά της.

Το 1987 συστήνεται η κοινοπραξία NAPC (Northern Aegean Petroleum Company), στην οποία περιήλθαν τα δικαιώματα ερευνών από την καναδική Denison (διάδοχο της Oceanic) με σκοπό τη συνέχιση των ερευνών στην περιοχή του Πρίνου. Ακλούθησε η κρίση του Μαρτίου του 1987 με την έξοδο του Σισμίκ στο Αιγαίο. Η εταιρία συνέχισε να λειτουργεί έως το 1999, οπότε αποχώρησε και η περιοχή παραχωρήθηκε από το τότε Yπουργείο Ανάπτυξης στην κοινοπραξία Kavala Oil (67% Ευρωτεχνική και 33% ο συνεταιρισμός των εργαζομένων). Η Kavala Oil εξαγοράστηκε στη συνέχεια από την Ενεργειακή Αιγαίου του εφοπλιστή Τοπούζογλου, ο οποίος όπως όλα δείχνουν θεωρεί πως πράγματι υπάρχει πετρέλαιο στο Βόρειο Αιγαίο και αξίζει τον κόπο και το χρήμα να ερευνηθεί η περιοχή.

Η τελευταία απόπειρα από τη ΔΕΠ να προσελκύσει επενδύσεις στην έρευνα εκδηλώθηκε με τον γύρο παραχωρήσεων του 1997 που κατέληξε στη συμβολαιοποίηση με τους Αμερικανούς της Texas Union και τους Βρετανούς της Enterprice Oil, περιοχών στη θάλασσα του Ιονίου, στη Βορειοδυτική Πελοπόννησο, στην Αιτωλοακαρνανία και στην Hπειρο.

Και ο κύκλος αυτός έκλεισε με αποχώρηση και χωρίς αποτελέσματα.

Σήμερα πλέον αναζητούμε τον φορέα που θα αναθερμάνει το όνειρο του μαύρου χρυσού λύνοντας… τα οικονομικά προβλήματα της χώρας.


Πηνελόπη Μητρούλια

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου