Είναι κατανοητή η δέσμευση της ευρωπαϊκής ελίτ στην επιτυχία του κοινού νομίσματος. Αλλά η παρούσα κρίση έχει βάθος και επιπτώσεις – και για την Ευρωζώνη και για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για την παγκόσμια κοινότητα.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της περασμένης εβδομάδας δεν έδωσε λύση, υπεξέφυγε.
Η άμεση πρόκληση αφορά την Ελλάδα.
Οι επικεφαλής των κυβερνήσεων αποφάσισαν ότι:......«τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης είναι έτοιμα να συμβάλουν με συντονισμένα διμερή δάνεια, στο πλαίσιο ενός πακέτου κατά πλειοψηφία ευρωπαϊκής χρηματοδότησης αλλά που θα ενέχει και ουσιαστική χρηματοδότηση εκ μέρους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου».
Η απόφαση συνέχιζε: «Κάθε εκταμίευση θα πρέπει να αποφασιστεί ομόφωνα από τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, θα έχει αυστηρούς όρους και θα βασίζεται στις αξιολογήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Ο στόχος αυτού του μηχανισμού δεν είναι η παροχή χρηματοδότησης με το μέσο επιτόκιο της Ευρωζώνης αλλά η θέσπιση κινήτρων για επιστροφή στη χρηματοδότηση από τις αγορές όσο γίνεται πιο σύντομα».
Η Γερμανία, η πιο ισχυρή χώρα της Ευρωζώνης, κατάφερε να επιβάλει τους όρους της. Αλλά η συγκεκριμένη έκβαση προκαλεί αντιδράσεις, καταρχήν της Γαλλίας και κατόπιν της ΕΚΤ που δεν καλοβλέπει ενδεχόμενη παρέμβαση του ΔΝΤ στη νομισματική της πολιτική.
Ο ίδιος ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί θα πρέπει να αντιμετωπίζει με φόβο το ενδεχόμενο παρέμβασης ενός οργανισμού με έδρα την Ουάσιγκτον που διευθύνεται από τον Ντομινίκ Στρος Καν, μια ιδιαίτερα ισχυρή αντίπαλη υποψηφιότητα προς αυτόν στις επόμενες προεδρικές εκλογές.
Παρόλα αυτά θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου αντιπροσωπεύουν κάποια μεγάλη νίκη για το ΔΝΤ ή για τη Γερμανία.
Το πράγμα δεν δείχνει καν ότι μπορεί να δουλέψει.
Καταρχήν το πρόγραμμα συνδρομής στην Ελλάδα θα είναι πρόγραμμα του ΔΝΤ ή της Ε.Ε.;
Και τι θα γίνει αν το ΔΝΤ διαφωνήσει με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή;
Η διαφωνία είναι πολύ πιθανή.
Οι στόχοι δημοσιονομικής σύσφιξης που έχει θέσει η Ελλάδα και έγιναν αντικείμενο συμφωνίας, με στόχο την περικοπή ενός 10% του ελλείμματος μέσα σε 3 μόλις χρόνια, μοιάζουν ανέφικτοι, με δεδομένη την απουσία νομισματικής πολιτικής ή ελευθερίας σε ό,τι αφορά τη συναλλαγματική ισοτιμία.
Ίσως κανένα πρόγραμμα να μην έχει πιθανότητες επιτυχίας κινούμενο από μια τόσο δυσμενή αφετηρία.
Δεύτερον, πόσο πιθανή είναι η ομοφωνία της Ευρωζώνης για τη στήριξη ενός προγράμματος;
Τέλος γιατί η σχεδιαζόμενη ‘βοήθεια’ να βοηθήσει όντως;
Το άμεσο πρόβλημα της Ελλάδας είναι τα υψηλά επιτόκια που πληρώνει για την αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους της.
Η προσφορά ρευστότητας με τιμωρητικά επιτόκια, από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν έχει πρόσβαση στις αγορές, θα επιδεινώσει το πρόβλημα της φερεγγυότητάς της.
Επιπλέον έως ότου να χορηγηθεί αυτή η οικονομική βοήθεια, ίσως να είναι πολύ αργά.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν Βαν Ρομπί δήλωσε μετά τη συνάντηση πως «ελπίζουμε ότι δώσαμε διαβεβαιώσεις προς όλους τους κατόχους ελληνικών ομολόγων ότι η Ευρωζώνη δεν θα επιτρέψει ποτέ μια ελληνική χρεοκοπία».
Υπάρχουν όμως μόνο δύο τρόποι για να υλοποιηθεί αυτή η δέσμευση.
Ή τα κατά κράτη μέλη πρέπει να υπογράψουν λευκή επιταγή προς ένα κράτος μέλος, ή
να αναλάβουν τα δημόσια οικονομικά – και άρα τη διακυβέρνηση – του αμαρτάνοντος κράτους.
Το πρώτο δεν θα το επιτρέψει ποτέ η Γερμανία, το δεύτερο δεν θα επιτρέψει ποτέ η πολιτική.
Συνεπώς η δήλωση του Βαν Ρομπί μοιάζει κενή νοήματος.
Ας επιστρέψουμε όμως στο βασικό σημείο.
Η ανακοίνωση του Συμβουλίου της περασμένης εβδομάδας υποστηρίζει επίσης ότι «η παρούσα κατάσταση αναδεικνύει την ανάγκη ενίσχυσης και συμπλήρωσης του υπάρχοντος πλαισίου για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών της Ευρωζώνης και τη βελτίωση των δυνατοτήτων δράσης σε καιρούς κρίσης.
Στο μέλλον πρέπει να ενισχυθούν οι διαδικασίες εποπτείας των οικονομικών και δημοσιονομικών κινδύνων καθώς και τα εργαλεία για την αποτροπή τους, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος».
Η βασική ιδέα εδώ είναι ότι η επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης των περιφερειακών χωρών αντανακλά την έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Αυτό ισχύει για την Ελλάδα και, σε μικρότερο βαθμό, για την Πορτογαλία. Α
λλά η Ιρλανδία και η Ισπανία είχαν πολύ σταθερή δημοσιονομική κατάσταση.
Η σημερινή αδυναμία τους έχει προκύψει από τα ελλείμματα του ιδιωτικού τομέα. Μόνο όταν έγινε η διόρθωση του ιδιωτικού τομέα μετά την κρίση, το δημοσιονομικό έλλειμμα εξερράγη.
Από τη στιγμή λοιπόν που το πρόβλημα είναι στον ιδιωτικό και όχι στο δημόσιο τομέα η εποπτεία θα πρέπει να εστιάσει και στον ιδιωτικό, όχι μόνο στο δημόσιο τομέα.
Παρόλα αυτά οι φούσκες αξιών και η πιστωτική επέκταση του ιδιωτικού τομέα στην περιφέρεια αποτελούν μια αντανάκλαση της έλλειψης ανάπτυξης της πραγματικής ζήτησης στον πυρήνα.
Κι αυτό έχει να κάνει με το πώς ασκείται η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ με στόχο την παραγωγή ενός περισσότερου ή λιγότερο κατάλληλου ρυθμού επέκτασης της συνολικής ζήτηση της Ευρωζώνης.
Επομένως, από τη στιγμή που αναρωτιόμαστε για την βαθύτερη αιτία των δημοσιονομικών καταστροφών του σήμερα, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι σε τελική ανάλυση αποτελούν το αποτέλεσμα μιας ‘βολικής’ κοινής νομισματικής πολιτικής, που επιλέγεται για να αντισταθμίσει την ασθενική αύξηση της ζήτησης στον πυρήνα της Ευρωζώνης, και πάνω απ’ όλα στη Γερμανία.
Όμως οι Γερμανοί πολιτικοί δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν καμιά συζήτηση περί της εσωτερικής ζήτησης και των ανισορροπιών της Ευρωζώνης.
Επομένως για όσο κρατάει η κρίση, η προοπτική για ‘βελτίωση του οικονομικού συντονισμού’ που αναφέρεται στην ανακοίνωση του Συμβουλίου είναι κενό γράμμα. Ακόμα χειρότερα, η Γερμανία θα ήθελε να δει τους εταίρους της να κινούνται προς τη δραστική μείωση των ελλειμμάτων τους.
Η Ευρωζώνη, που αποτελεί τη δεύτερη σε μέγεθος οικονομία του κόσμου, θα έτεινε έτσι να γίνει Γερμανία, με διαρκή χαμηλή εσωτερική ζήτηση.
Η Γερμανία και άλλες ανάλογες ευρωπαϊκές χώρες μπορεί να βρουν διέξοδο μέσα από την αύξηση των εξαγωγών τους σε αναδυόμενες αγορές.
Για τους δομικά αδύνατους εταίρους της όμως – και ιδίως για τους επιβαρημένους με χαμηλή ανταγωνιστικότητα – το αποτέλεσμα θα είναι η παρατεταμένη οικονομική στασιμότητα. Αυτή είναι η περιπόθητη ‘σταθερότητα’;
Το πρόγραμμα της νομισματικής ένωσης έχει έρθει αντιμέτωπο με μια μείζονα πρόκληση.
Δεν υπάρχει κανένας εύκολος τρόπος για την επίλυση της ελληνικής κρίσης. Αλλά το βασικό ζήτημα είναι πως η Ευρωζώνη δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι όπως θέλει η Γερμανία.
Η Ευρωζώνη μπορεί να γίνει σαν τη Γερμανία μόνο εξάγοντας υπερβάλλουσα προσφορά, ή ρίχνοντας μεγάλα τμήματα της οικονομίας της σε παρατεταμένη κρίση, ή και τα δύο.
Βραχυπρόθεσμα, η Γερμανία μπορεί να βρίσκει τις διεξόδους της αλλά δεν μπορεί να οδηγήσει την Ευρωζώνη στην επιτυχία με τις πολιτικές που θέτει.
Τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα αποτελούν σύμπτωμα της κρίσης, όχι αιτία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου