Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Έξοδος και υποτίμηση ;

Διχογνωμία επικρατεί στις δύο πλευρές του Ατλαντικού για το αν η ενδεχόμενη εγκατάλειψη του ενιαίου νομίσματος και η επιστροφή σε ένα υποτιμημένο εθνικό νόμισμα θα βοηθούσε τις προβληματικές οικονομίες της Ευρωζώνης να επιλύσουν τα αδιέξοδά τους.  
Το ερώτημα δηλαδή έχει να κάνει με το πώς χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία αλλά ίσως και η Ιρλανδία, με τους χαμηλούς μισθούς και τα άλλα κόστη παραγωγής,  μπορούν να συμπορευτούν με την πιο ανταγωνιστική οικονομία της Ευρωζώνης, τη  Γερμανία.
Πριν την έλευση του ευρώ η συνήθης απάντηση σε ένα τέτοιο πρόβλημα ήταν η υποτίμηση  του νομίσματος. Σήμερα όμως το κόστος μιας νομισματικής υποτίμησης θεωρείται απαγορευτικά υψηλό.
Η νομισματική υποτίμηση θα μπορούσε από τη μια στιγμή στην άλλη να... οδηγήσει σε ένα κύμα στάσης πληρωμών των τίτλων σε ευρώ. Ακόμα και η απλή προοπτική της αποχώρησης μιας χώρας από την Ευρωζώνη είναι πολύ πιθανόν να προκαλέσει μια χρηματοπιστωτική καταιγίδα σε βάρος της. Να οδηγήσει σε αυτό που ο Μπάρι Άιχενγκριν του πανεπιστημίου της Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια έχει περιγράψει ως ‘η μητέρα όλων των χρηματοπιστωτικών κρίσεων’.

Ας αφήσουμε επί του παρόντος το θέμα της καταιγίδας κι ας μείνουμε στο θέμα της νομισματικής υποτίμησης. Θα ήταν αποτελεσματική;
Στην Αμερική υπάρχουν πολλοί διαπρεπείς οικονομολόγοι που έχουν υποστηρίξει ότι η υποτίμηση θα βοηθούσε τις χώρες -‘αδύναμους κρίκους’ της Ευρωζώνης. Για παράδειγμα ο Πολ Κρούγκμαν του Πανεπιστημίου του Πρίνστον λέει ότι η συγκεκριμένη επιλογή «θα είχε νόημα σε  μακροοικονομικό επίπεδο», ενώ ο Μάρτιν Φελντστάιν του Χάρβαρντ πιστεύει ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να «βγει προσωρινά από την Ευρωζώνη» και να προσχωρήσει ξανά στο ευρώ αργότερα με μια πιο ανταγωνιστική ισοτιμία.

Ο Ντέσμοντ Λάχμαν του American Enterprise Institute θεωρεί ότι η Ισπανία και οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης θα εμφανίσουν ισχυρές αντιστάσεις σε μια υποτίμηση. Αλλά με δεδομένη τη χαμηλή ή και μηδενική ανάπτυξη που καταγράφουν εδώ και χρόνια, μια ισχυρή νομισματική υποτίμηση θα μπορούσε να αποδειχτεί το τελευταίο τους καταφύγιο προκειμένου να δώσουν ώθηση στην οικονομία τους.
Αλλά στην Ευρώπη, ακόμα κι εκείνοι που δεν πιστεύουν στο ευρώ εκτιμούν ότι η υποτίμηση δεν θα δώσει καμιά λύση. Και ο επικεφαλής οικονομολόγος της Citigroup, Willem Buiter, έχει δώσει μια εξήγηση για αυτή τη διαφορά μεταξύ ευρωπαϊκών και αμερικανικών προσεγγίσεων. Το πώς βλέπεις το θέμα έχει τελικά να κάνει με τη χώρα προέλευσής σου.

Δεν είναι τυχαίο, υποστηρίζει ο Buiter, κάποτε μέλος της επιτροπής νομισματικής πολιτικής της Τράπεζας της Αγγλίας, ότι οι οπαδοί της νομισματικής υποτίμησης βρίσκονται ως επί το πλείστον στις ΗΠΑ. Η συγκεκριμένη σχολή οικονομολόγων, υποστηρίζει, είναι εξοικειωμένη με την αμερικανική οικονομία όπου το εξωτερικό εμπόριο αντιπροσωπεύει μικρή αναλογία του συνολικού οικονομικού παραγόμενου προϊόντος και όπου κυριαρχούν αυτά που αποτελεί ‘μακροπρόθεσμες ονομαστικές ακαμψίες’. Με άλλα λόγια, η υποτίμηση αποδίδει στην αμερικανική οικονομία γιατί εκεί οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν μικρό κομμάτι της οικονομίας, έτσι οι αυξήσεις τιμών που προκαλούνται από την υποτίμηση δεν έχουν σημαντικό αντίκτυπο στα πορτοφόλια. Ο όρος ‘ονομαστικές ακαμψίες’ σημαίνει πώς είναι δύσκολο για τους εργαζομένους των ΗΠΑ που αμείβονται σε δολάρια να αυξήσουν τους μισθούς τους ως αντιστάθμισμα της πτώσης των όρων ζωής.


Οι συγκεκριμένοι οικονομολόγοι όμως, συνεχίζει, είναι ελάχιστα εξοικειωμένοι με τις πραγματικότητες της Ευρωζώνης και των κρατών μελών της που αντιμετωπίζουν ‘δημοσιονομικές προκλήσεις και προβλήματα ανταγωνιστικότητας’. Τα κράτη αυτά, συνεχίζει, είναι «μικρές ανοικτές οικονομίας με επίμονες πραγματικές ακαμψίες και πολύ περιορισμένες ονομαστικές ακαμψίες». Τι σημαίνει αυτό: στις ανοιχτές οικονομίες ο αντίκτυπος των εισαγωγών στο εγχώριο επίπεδο τιμών είναι πολύ μεγαλύτερος απ' ό,τι στις κλειστές οικονομίες. Ο όρος ‘πραγματικές ακαμψίες’ σημαίνει πως οι εργαζόμενοι αντιστέκονται στην μείωση των πραγματικών εισοδημάτων τους μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων, για παράδειγμα. Ο όρος ‘περιορισμένες ονομαστικές ακαμψίες’ ενέχει το ότι κατά κανόνα οι εργαζόμενοι διαπραγματεύονται επιτυχώς την αύξηση των εισοδημάτων τους.

(Στην πραγματικότητα οι οικονομίες της Ευρωζώνης εμφανίζουν διαφορετικό βαθμό ανοίγματος. Η Ελλάδα αποτελεί μια από τις λιγότερο ανοικτές οικονομίες όπου το εξωτερικό εμπόριο για αγαθά και υπηρεσίες αντιπροσωπεύει το 28% του ΑΕΠ της, έναντι 75% της Ιρλανδίας, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Αλλά το εξωτερικό εμπόριο για τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι μόλις 14%).
Ως συνέπεια της δομής των συγκεκριμένων οικονομιών, ο Buiter υποστηρίζει: «Για την Ελλάδα και τις άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης,  μία ισχυρή μείωση της αξίας του νέου νομίσματος – που θα υιοθετούσε μετά την ενδεχόμενη έξοδο από το ευρώ – έναντι των άλλων νομισμάτων θα είχε ως συνέπεια την εξίσου απότομη μείωση της αξίας του νέου νομίσματος στο εσωτερικό της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπήρχε κανένα κέρδος σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας και ότι το πράγμα θα κατέληγε μόνο σε ολοκληρωτικό σάρωμα των ήδη ορισμένων σε ευρώ προϋπολογισμών του κράτους, των τραπεζών, των εταιριών και των νοικοκυριών». Όλα τα κέρδη της νομισματικής υποτίμησης σύντομα θα αντισταθμίζονταν από την αύξηση των μισθών και των άλλων συντελεστών κόστους και η χώρα θα επέστρεφε λίγο ως πολύ στο ίδιο σημείο από όπου ξεκίνησε, έχοντας πληρώσει και το κόστος μιας οριακής χρηματοπιστωτικής αναταραχής.

Το συμπέρασμα εν τέλει για την Ελλάδα, την Ισπανία και τους άλλους αδύναμους κρίκους της Ευρωζώνης είναι πως για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν τη Γερμανία θα πρέπει να αποκτήσουν μια ευέλικτη αγορά εργασίας και να εισαγάγουν άλλες μεταβολές για να τονώσουν την πλευρά της προσφοράς των οικονομιών τους.
Διαφορετικά η μόνη τους εναλλακτική είναι η πολύ χαμηλή ανάπτυξη που κινδυνεύει να  μετατρέψει ολόκληρες χώρες σε εθνικά ανάλογα της Δυτικής Βιρτζίνια. Ή σε διαφορετική περίπτωση απλά να περιμένουν με την ελπίδα ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αποφασίσει κάποτε ότι ο πληθωρισμός δεν είναι τόσο κακός τελικά. Ή  να περιμένουν την ημέρα που οι Γερμανοί θα παραιτηθούν από τον οικονομικό πουριτανισμό τους και θα αποφασίσουν να γίνουν οπαδοί του καταναλωτισμού.

Το τελευταίο αυτό όμως δεν είναι και ό,τι πιο πιθανό, αν κρίνουμε από τους αριθμούς που δημοσίευσε την περασμένη βδομάδα η γερμανική στατιστική υπηρεσία. Ο μέσος μισθός στη Γερμανία μειώθηκε πέρυσι κατά 0,4%, ενώ οι αμοιβές στη βιομηχανία είχαν πτώση 3,6%. Η κάμψη αυτή έχει εν μέρει να κάνει με μεταβολές της προσωρινής απασχόλησης αλλά συνάμα υποδεικνύει ότι το 2009 η Γερμανία θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της έναντι των εταίρων της της Ευρωζώνης παρά θα την μειώσει.

Στο συμπεράσματά του ο Buiter καταλήγει: 
Η χώρα που είναι πιο πιθανό να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη δεν είναι η Ελλάδα, η Ισπανία, ή η Πορτογαλία, αλλά η Γερμανία. 
Υποστηρίζει ότι η γερμανική πολιτική έχει αλλάξει. 
Ο ‘ομφάλιος λώρος’ με την Ε.Ε. και τους θεσμούς της που χαρακτήριζαν  τη γερμανική πολιτική τάξη για 5 δεκαετίες «ανήκει στο παρελθόν και είναι απίθανο να δούμε την επιστροφή του», καταλήγει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου