Τάκης Μίχας
Η πρόσφατη διαρροή των θεμάτων εξετάσεων του διεθνούς απολυτηρίου International Baccalaureate (ΙΒ), που ανοίγει τις πόρτες για την εισαγωγή στα καλύτερα πανεπιστήμια του εξωτερικού, δεν αποτελεί απλά ένα ακόμα γεγονός στα χιλιάδες που συνθέτουν την καθημερινή εικόνα της διαφθοράς στη χώρα μας.
Αποτελεί ένα κομβικό σημείο διότι δείχνει ότι η νοοτροπία της διαφθοράς στην Ελλάδα αρχίζει να ξεπερνάει, πλέον, κάθε άλλη χώρα.
Η Ελλάδα συνιστά, απ’ ό,τι γνωρίζω, την πρώτη περίπτωση χώρας στον κόσμο -από τις χιλιάδες στις οποίες δίνονται οι εξετάσεις IB- όπου παρατηρείται μια ανάλογη προσπάθεια εξαπάτησης, στην οποία συμμετέχουν γονείς, εκπαιδευτικοί και μαθητές.
Φυσικά, υπάρχουν πολλοί παράγοντες -δομικοί, πολιτισμικοί, οικονομικοί- που επηρεάζουν και προσδιορίζουν το επίπεδο της διαφθοράς σε μια χώρα. Όμως, ένας από τους πιο σημαντικούς είναι ο μηχανισμός ιδεολογικής νομιμοποίησης της διαφθοράς, δηλαδή η δυνατότητα να γίνεται η πρακτική αυτή ηθικά αποδεκτή τόσο από το δρων υποκείμενο όσο και από το κοινωνικό του περιβάλλον. Αυτό το ιδεολογικό κλίμα ανοχής και νομιμοποίησης της διαφθοράς είναι καθοριστικό στην διευρυμένη αναπαραγωγή της.
Αν πάρουμε π.χ. τους γονείς των παιδιών που είχαν εξαγοράσει τα θέματα, είμαι περίπου σίγουρος ότι κανείς τους δεν θα προβληματίστηκε από το γεγονός ότι η πράξη του ήταν ηθικά μεμπτή, στο βαθμό που παραβίαζε τον κανόνα της αξιοκρατίας και έδινε σε ορισμένα παιδιά ένα άδικο πλεονέκτημα σε σχέση με τους άλλους διαγωνιζόμενους.
Είμαι σίγουρος, επίσης, ότι περίπου το 90% της ελληνικής κοινωνίας θα συμφωνούσε με την πράξη τους και θα έκανε ακριβώς το ίδιο, αν του παρουσιαζόταν αυτή η δυνατότητα.
Αντίθετα, αν υπήρχε ένας γονιός που θα αρνείτο να δώσει στο παιδί του αυτό το άδικο πλεονέκτημα, είναι πιθανό ότι θα αντιμετώπιζε την γενική κατακραυγή στον κοινωνικό του περίγυρο.
Αν ένας γονιός αρνείτο να δώσει στο παιδί του αυτή την προνομιακή πρόσβαση σε καλά αποτελέσματα, εμμένοντας στην άποψη ότι το παιδί του θα πρέπει να τα καταφέρει με τις ίδιες του τις δυνάμεις, η άποψή του θα χαρακτηριζόταν ως επικίνδυνα αιρετική -όσο αιρετική και επικίνδυνη θεωρείται στη σημερινή Ελλάδα η άποψη ότι π.χ. τα γονίδια του κ. Ψωμιάδη δεν έχουν καμία σχέση με τα γονίδια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Φυσικά, η κατάσταση αυτή δεν προέκυψε από την μια μέρα στην άλλη.
Η αποδοχή της διαφθοράς αποτελεί το παράγωγο μακρόχρονων ιδεολογικών διεργασιών που σταδιακά υπονόμευσαν την πίστη σε θεσμούς και οικουμενικές αξίες –όπως π.χ. η αξιοκρατία και η ατομική υπευθυνότητα. Σε αυτές τις εξελίξεις, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι πολιτικές ιδεοληψίες και πρακτικές τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς.
Η Δεξιά υπονόμευσε τους θεσμούς, κυρίως μέσω της δημιουργίας και συντήρησης ενός πελατειακού κράτους. Το πελατειακό κράτος είναι ταυτόσημο με την κατάργηση της έννοιας της αξιοκρατίας: Εκείνος που ωφελείται δεν είναι εκείνος που έχει τα προσόντα αλλά αυτός ο οποίος έχει τις πολιτικές διασυνδέσεις. Από τη στιγμή που αυτός ο κανόνας γίνεται η θεμελιακή αρχή λειτουργίας της κοινωνίας, δεν υπάρχει πλέον κανένας ηθικός φραγμός στην εδραίωση της διαφθοράς ως κύριου μηχανισμού πλουτισμού και κοινωνικής ανόδου.
Όμως, εξίσου σημαντική είναι και η ευθύνη της Αριστεράς στην υπονόμευση θεσμών και αξιών. Οι θεσμοί, όπως π.χ. η αξιοκρατία, από την σκοπιά του πολιτικού αυτού χώρου, αντιμετωπίζονται ως ένα είδος «αστικής τυπολατρείας» -η χρησιμότητα των οποίων εξαρτάται από συγκυριακά γεγονότα. Αυτός είναι π.χ. ο λόγος για τον οποίο οι αριστεροί συνδικαλιστές, πολλές φορές, καλύπτουν γνωστές περιπτώσεις διαφθοράς στο δημόσιο.
Αν πχ. αποκαλυφθεί ότι ένας καθηγητής δημόσιου σχολείου, όχι μόνο δεν κάνει τη δουλειά του, αλλά ότι επιπλέον χρηματίζεται κάνοντας ιδιωτικά φροντιστήρια, μπορεί να είναι σίγουρος ότι οι συνδικαλιστές της Αριστεράς θα σπεύσουν να τον συνδράμουν με το επιχείρημα ότι «δεν του φθάνει ο μισθός του».
Το ίδιο ακριβώς επιχείρημα θα επιστρατευθεί στην περίπτωση ενός δημοσιογράφου που, παράλληλα με την δουλειά του στα ΜΜΕ, απασχολείται και στα γραφεία μιας επιχείρησης ή ενός δημόσιου οργανισμού -κάτι που θα ήταν αδιανόητο σε οποιαδήποτε δυτική χώρα λόγω της σύγκρουσης συμφερόντων.
Η πρώτη αντίδραση ενός συνδικαλιστή της Αριστεράς όταν μάθει για τον χρηματισμό ενός συναδέλφου, δεν είναι να βοηθήσει να επιβληθούν κυρώσεις στον παραβάτη, αλλά να σπεύσει να τον καλύψει.
Σε ένα τέτοιο, λοιπόν, περιρρέον κλίμα είναι φυσικό να έχει, πλέον, αμβλυνθεί η ηθική συνείδηση του πολίτη. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη συνέπεια του «καπιταλισμού», όπως συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν τα φερέφωνα της Αριστεράς.
Οι Σκανδιναβικές χώρες, ο Καναδάς και η Σιγκαπούρη έχουν ένα πολύ ανεπτυγμένο καπιταλισμό –όμως, η διαφθορά είναι περίπου ανύπαρκτη.
Όταν, πρόσφατα, έκανα μια συνέντευξη με την Βασίλισσα της Δανίας, Μαργκρέτε την ρώτησα τους λόγους για τους οποίους η διαφθορά είναι σε τέτοια χαμηλά επίπεδα στη χώρα της. «Διότι καθένας φοβάται την γενική κατακραυγή που θα ξέσπαγε, αν αποκαλυπτόταν η πράξη του», μου απάντησε.
Η Μεγαλειοτάτη είχε απόλυτα δίκιο.
Όπως έχουν δείξει κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές έρευνες, το πιο σημαντικό ίσως όπλο που έχει μια κοινωνία στα χέρια της για να επιβάλλει την τήρηση του κοινωνικού συμβολαίου, είναι η ηθική καταδίκη και η περιθωριοποίηση των παραβατών.
Το σημαντικότερο, λοιπόν, όπλο δεν είναι οι φυσικές ποινές, όσο η ηθική κατακραυγή που συνοδεύει την πράξη του παραβάτη.
Αυτή η ηθική κατακραυγή δεν υπάρχει πια στην Ελλάδα.
Το αντίθετο μάλιστα.
Με αποτέλεσμα, να ανθίζουν όλα αυτά τα εκπληκτικά δείγματα διαφθοράς, όπως η πρόσφατη διαρροή θεμάτων του IB.