Η Βουλγαρία καταλαμβάνει, το Νοέμβριο του 1912, την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και, φυσικά, τη Δράμα. Έκτοτε κι επί οχτώ μήνες, η Δράμα παραμένει στα χέρια των Βουλγάρων. Είναι η περίοδος της πρώτης βουλγαρικής κατοχής.Με την έναρξη του δεύτερου Βαλκανικού Πολέμου, στις 17 Ιουνίου 1913, οι Βούλγαρου βρίσκονται αντιμέτωποι με τους τέως συμμάχους τους, τους Έλληνες και τους Σέρβους. Η απληστία και η υπεροψία τους τούς εμποδίζει να αντιληφθούν ότι μειονεκτούν έναντι των αντιπάλων τους. Έτσι, η μία μετά την άλλη, οι ελληνικές πόλεις απελευθερώνονται.
του Γιάννη Ιωαννίδη
«Χαράς ευαγγέλια! Ελευθερία και Ελευθέρια εορτάζομεν από της 4 μ.μ. έν τη Δράμα. Αναπνέομεν! Ζώμεν! Κινούμεθα! Ο ελληνικός μας στρατός νικητής και τροπαιούχος είσήλθεν είς την Δράμαν. Χαρά! Αγαλλίασις, άσματα! Ελευθερία!» Έτσι ακριβώς απαθανατίζει τον πανηγυρισμό για την απελευθέρωση της Δράμας από τον ελληνικό στρατό, την 1η Ιουλίου 1913, ο τότε Μητροπολίτης Αγαθάγγελος, εκ των πρωταγωνιστών των γεγονότων εκείνων των ημερών.
Ο ελληνικός στρατός εισήλθε απελευθερωτής στην πόλη, υπό την ηγεσία του Συνταγματάρχη Νικολάου Μιχαλόπουλου Αρκαδινού, έπειτα από 529 χρόνια δουλείας, με πολλά δεινά για τον ντόπιο πληθυσμό της περιοχής, που, παρά τα όσα υπέστη, ούτε μια στιγμή δεν ξέχασε τη μεγάλη ιστορία του ούτε και απεμπόλησε την ταυτότητά του.
Σε αυτό, τεράστια υπήρξε η συμβολή των ίδιων των Ελλήνων, αλλά εξίσου επίζηλη στη διατήρηση της ελληνικότητας της περιοχής υπήρξε η συμβολή των Εφοροδημογερόντων, αλλά και των ηρωικών ταγών της Εκκλησίας, οι οποίοι, ως καλοί ποιμένες, έθεσαν την ψυχή τους υπέρ του ευσεβούς ποιμνίου τους, θέτοντας κάτω από τη δαμόκλεια σπάθη των κατακτητών την κεφαλή τους, θεωρώντας ως πράξη θεάρεστη τον όλο αγώνα τους. Έναν αγώνα συναδελφωμένο με το θάνατο.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ ερεύνησε διάφορες πηγές για τα γεγονότα των ημερών εκείνων (Γενικό Επιτελείο Στρατού/ Διεύθυνση Ιστορίας, Δημόσια Βιβλιοθήκη Δράμας, Ημερολόγιο Μητροπολίτου Αγαθάγγελλου, «Οι δραματικαί περιπέτειαι της Δράμας μέχρι της απελευθερώσεως αυτής, Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, συγγραφέων, Γ.Χατζόπουλου, Β.Πασχαλίδη, Τ.Τσελεπίδη) και αναδεικνύει ορισμένα κομβικά σημεία τους καθώς και το ρόλο του μητροπολίτη Αγαθάγγελου.
Ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος
«Και είναι αναμφίλεκτο ότι δύσκολα θα μιλούσαμε σήμερα για Ελληνική Δράμα, αν δεν υπήρχαν οι θεόσταλτες μορφές του Χρυσόστομου Καλαφάτη και του Αγαθάγγελου Β΄Κωνσταντινίδη, του Μάγνητος, οι οποίοι, ως φιλόστοργοι γονείς, έθεσαν πολλές φορές κάτω από τις φτερούγες τους το δοκιμαζόμενο σκληρά ποίμνιο τους»,αναφέρει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο συγγραφέας και πρώην Λυκειάρχης κ. Γιώργος Χατζόπουλος.
Να, τι αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο- ημερολόγιο του Μητροπολίτη Αγαθάγγελου: «Τιτάνια η συμβολή του Χρυσόστομου Καλαφάτη, του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Δράμας - Σμύρνης, ο οποίος ερχόμενος στη Δράμα, σε ένα χώρο δεινώς και ανηλεώς πυρακτούμενο από ανθέλληνες, ζήτησε εν γνώσει του το σταυρό του μαρτυρίου.
Καθιστάμενος από νωρίς στόχος απροσπέλαστος των κατακτητών, απομακρύνθηκε βίαια από το προσφιλές ποίμνιο του! Αλλά η Θεία Πρόνοια, η περιβάλλουσα με ιδιαίτερη στοργή το Γένος των Ελλήνων, μερίμνησε κατά τρόπο εύστοχο και σοφό για τη διαδοχή του.
Στις 13 Μαρτίου 1910, δύο ημέρες μετά την απομάκρυνση του Χρυσόστομου Καλαφάτη από τη Μητρόπολη της Δράμας , φθάνει ο Αγαθάγγελος, η έλευση του οποίου υπήρξε για τον ίδιο νέα πυρακτωμένη κάμινος, αλλά ευεργετική για το ποίμνιο του, το οποίο δοκιμαζόμενο σκληρά ουδέποτε ξέχασε τη ιστορία του.
Αντιλαμβάνεται από την πρώτη στιγμή την κατάσταση που επικρατεί στο νομό και συναισθάνεται το βάρος της αποστολής του. Υπολογίζει με ακρίβεια το μέγεθος του αγώνα που θα κάνει. Μα δεν πτοείται. Η ψυχή του γίνεται γρανίτης πάνω στον οποίο θα συντρίβονται καθημερινώς τα μανιασμένα κύματα των κατακτητών».
Μελετώντας κάποιος το λεπτομερές έργο του «Αι Δραματικαί Περιπέτειαι Δράμας μέχρι της απελευθερώσεως αυτής, ήτοι από της 1ης Ιουνίου μέχρι της 1ης Ιουλίου 1913», διαπιστώνει το πλήθος των αρετών ενός Ιεράρχη, ο οποίος επιδίδεται σε αγώνα προστασίας, στήριξης , αναπτέρωσης του ηθικού του ποιμνίου του και απόκρουσης ανόμων σχεδίων των πανσλαβιστών και Βουλγάρων.
Οι αρετές του αυτές διαφαίνονται από τη μελέτη των περίπου 20 εγγράφων και των ισαρίθμων τηλεγραφημάτων, που έστελνε κάθε τόσο στους πανίσχυρους της εποχής εκείνης- Δόμπρεφ, Βούλγαρο πολιτικό διοικητή της Δράμας , Κοετσίκωφ, Στρατιωτικό διοικητή του Νομού Δράμας , Στρατηγό Κοβάτσεφ, Βούλκωφ, Γενικό διοικητή Μακεδονίας καθώς και στο Βούλγαρο βασιλιά Φερδινάνδο.
Θαυμάζει κάποιος το θάρρος με το οποίο διαμαρτύρεται προς τους ανωτέρω παραλήπτες των εγγράφων και τηλεγραφημάτων του για όσες βαρβαρότητες διέπρατταν εις βάρος του δραμινού λαού οι κατακτητές. Δεν είναι δε λίγες οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι διαμαρτυρίες παίρνουν τη μορφή της απειλής.
Έντονη είναι η διαμαρτυρία του για τις συλλήψεις των ιερέων της Μητρόπολής του, τις κακοποιήσεις των προκρίτων της υπαίθρου, τις ληστείες εις βάρος των ελληνικών οικογενειών και την προσβολή της τιμής των γυναικών της Νικήσιανης και του Παγγαίου.
Από τους άμβωνες των εκκλησιών προτρέπει, συχνότατα, περιφρονώντας κάθε κίνδυνο, τους Έλληνες Χριστιανούς να επιδείξουν εγκαρτέρηση και θάρρος μπροστά στις βουλγαρικές ωμότητες.
Είναι χαρακτηριστικό της γενναιότητάς του το ακόλουθο περιστατικό, σε μια από τις εξόδους του στην πόλη της Δράμας, κατά την οποία λίγο έλειψε να λογχισθεί από πενταμελή βουλγαρική στρατιωτική περίπολο.
Τη σκηνή μας την περιγράφει ανάγλυφα στο Ημερολόγιό του: «Πορευόμενος εκ της Ιεράς μου Μητρόπολης εις το Διοικητήριο διατρέχω τον κίνδυνο να λογχισθώ εις τας 11 το πρωί της 26ης Ιουνίου 1913 υπό πενταμελούς βουλγαρικής περιπόλου. Δύο εκ των περιπόλων, γνωρίζοντες την Τουρκική ήλθον προς με, με εφ' όπλου λόγχην και προτείνοντες αυτάς είπον να απέλθω εις την Μητρόπολη μου αμέσως διότι απαγορεύεται εις πάντας η εκ των οικιών έξοδος. Απήντησα ότι δι'εμέ ως Βλαδίκαν, δηλαδή αρχιερέα, επιτρέπεται. Τότε εις θυμωθείς έτι μάλλον έθηκε και φυσίγγια εις το όπλον και επλησίασε κατ' εμού, οπότε δείξας τον επί του στήθους μου πάντοτε κατά τας εξόδους μου κρεμάμενον μέγαν εγκόλπιον σταυρόν, τω είπον να κτυπήσει τον σταυρόν και το στήθος. Εκείνος απήντησε: "Δεν κτυπώ τον σταυρόν". Τότε τω λέγω δυνατή τη φωνή τουρκιστί: Εύγε, είσαι καλός Χριστιανός, βγάλε τον σκούφον σου και φίλησον τον σταυρόν. Και εκείνος εφίλησε τον σταυρόν και το χέρι μου».
Ο θαυμασμός για τον Ιεράρχη εντείνεται με την απόφασή του να διατηρεί, με απόλυτη μυστικότητα, ένοπλες ελληνικές ομάδες. Είναι τα τμήματα εκείνα που βρίσκονταν σε διαρκή εγρήγορση για να εμποδίσουν τον κατακτητή να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του για την εξόντωση του ελληνικού στοιχείου της Δράμας.
Μα κάποτε τα δεινά τελείωσαν. Ο εφιάλτης του θανάτου χάθηκε. Ο ελληνικός στρατός κατατρόπωσε τον εχθρό και την 1η Ιουλίου 1913 απελευθερώνει τη Δράμα. Ο μεθυσμένος από το "νέκταρ" της λευτεριάς δραμινός λαός ξεχύνεται στους δρόμους. Προηγείται η βιβλική μορφή του Αγαθαγγέλου. Πρώτος στον κίνδυνο ο Ιεράρχης, πρώτος και στον πανηγυρισμό της Λευτεριάς.
Η απελευθέρωση της Δράμας ανήκει ιστορικά στο πλαίσιο των πολεμικών επιχειρήσεων, που έλαβαν χώρα στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Η έναρξη του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, το Σεπτέμβριο του 1912, βρίσκει την Ελλάδα σύμμαχο της Σερβίας, της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου, ενώ η Δράμα, όπως και όλη η Βόρεια Ελλάδα, βρίσκεται υπό την κατοχή της Τουρκίας. Η τελευταία, «σκιά» πια της άλλοτε κραταιής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κλονίζεται ήδη ισχυρά, υπό το βάρος της επικείμενης επίθεσης των συνασπισμένων λαών της Βαλκανικής, που αγωνίζονται να απελευθερώσουν τα εθνικά τους εδάφη.
Η πορεία των επιχειρήσεων φέρνει τελικά την Ελλάδα στη Θεσσαλονίκη, ενώ η Βουλγαρία καταλαμβάνει, το Νοέμβριο του 1912, την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και, φυσικά, τη Δράμα. Έκτοτε κι επί οχτώ μήνες, η Δράμα παραμένει στα χέρια των Βουλγάρων. Είναι η περίοδος της πρώτης βουλγαρικής κατοχής.
Με την έναρξη του δεύτερου Βαλκανικού Πολέμου, στις 17 Ιουνίου 1913, οι Βούλγαρου βρίσκονται αντιμέτωποι με τους τέως συμμάχους τους, τους Έλληνες και τους Σέρβους. Η απληστία και η υπεροψία τους τούς εμποδίζει να αντιληφθούν ότι μειονεκτούν έναντι των αντιπάλων τους. Έτσι, η μία μετά την άλλη, οι ελληνικές πόλεις απελευθερώνονται.
«Πήραμε την Θεσσαλονίκη μας, τας Σέρρας τας ωραίας και την Δράμα», τραγουδούσαν, σε εμβατηριακούς ρυθμούς, οι Έλληνες της εποχής.
Πώς όμως ο ελληνικός στρατός έφτασε στη μεγάλη αυτή νίκη; Σύμφωνα με στοιχεία από τα αρχεία του Γενικού Επιτελείου/Διεύθυνση Ιστορίας, η προέλαση του Ελληνικού Στρατού προς τους νέους αντικειμενικούς σκοπούς, όπως αυτοί καθορίστηκαν με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου, άρχισε σταδιακά και αφού προηγουμένως οι μονάδες συμπλήρωσαν τις απαραίτητες προετοιμασίες τους.
Η VII Μεραρχία, αφού ενισχύθηκε με το 15ο Σύνταγμα Πεζικού της VIII Μεραρχίας, που έφτασε στις Σέρρες μέσω Θεσσαλονίκης από την Κορυτσά, έστειλε στις 30 Ιουνίου το 21ο Σύνταγμα Πεζικού και μία μοίρα Πυροβολικού προς τη Δράμα και με την υπόλοιπη δύναμή της προέλασε από το πρωί της 1ης Ιουλίου προς το Νευροκόπι.
Το Απόσπασμα του 21ου Συντάγματος (Απόσπασμα Δράμας) έφτασε το βράδυ της 30ής Ιουνίου στο χωριό Αγγίστα και την επομένη, ύστερα από σύντομο αγώνα, εισήλθε στη Δράμα, που πρόλαβε να σώσει από βέβαιο εμπρησμό. Οι κάτοικοι της πόλεως επιφύλαξαν θερμή υποδοχή στα ελληνικά τμήματα.
Στην κωμόπολη του Δοξάτου, όμως, στα νοτιοανατολικά της Δράμας, οι Βούλγαροι κατά την υποχώρησή τους, στις 30 Ιουνίου, διέπραξαν μεγάλης εκτάσεως βανδαλισμούς, την πυρπόλησαν και έσφαξαν περισσότερους από 3.000 κατοίκους της, μεταξύ των οποίων πολλούς ιερείς, γυναίκες και παιδιά.
Η υπόλοιπη δύναμη της VII Μεραρχίας, προελαύνοντας προς το Κάτω Νευροκόπι, κατέλαβε, στις 2 Ιουλίου, ύστερα από μεγάλο αγώνα, τα υψώματα Μπαμπίνας και προωθήθηκε στα νότια του χωριού Κάτω Βροντού.
Χαρακτηριστικό ήταν και το τηλεγράφημα που απέστειλε στο τότε Υπουργείο Στρατιωτικών ο Στρατηγός Δούσμανης, ο οποίος αναφέρει- μεταξύ άλλων- για την απελευθέρωση της Δράμας: «…Σήμερον εις το αριστερόν και το κέντρον του μετώπου μας ο στρατός προήλασε χωρίς να συναντήση τον εχθρόν. Εις το άκρον δεξιόν ημών ημέτεραι δυνάμεις μετά πείσμονα μάχην διηρκέσασαν από 9ης πρωίας μέχρι 4.30' εσπερινής ώρας παρά την Αλιστράτην και Κρίτσαβαν έτρεψαν τον εχθρόν εις φυγήν και κατέλαβον την Δράμαν. Ο Μητροπολίτης Δράμας και πάντες οι κάτοικοι μη εξαιρουμένων ουδέ των Τούρκων και Ισραηλιτών μετά δακρύων χαράς εδέχθησαν ως σωτήρα τον Ελληνικόν Στρατόν, σώσαντα αυτούς ως έλεγον εκ βεβαίας καταστροφής…».
Η Δράμα δεν είναι μια συνηθισμένη πόλη του ελληνικού χώρου που υπέστη απλά πολλαπλές καταστροφές από τους εξωτερικούς εχθρούς. Η πόλη κι ο νομός κυριολεκτικά ξεκληρίστηκαν από τους εκάστοτε επιδρομείς και το αίμα των Δραμινών μαρτύρων πότισε βαθειά τη γη.
omogeneia.ana-mpa.gr